02 Αυγούστου 2014

Ο ισραηλινός στρατός υπεράνω πάσης υποψίας

Ammon Kapeliouk*
 
Ο παραγωγός κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ Κλωντ Λανζμάν αγαπά το μνημειώδες. Μετά το “Shoah” (Ολοκαύτωμα) του (1985), μια ταινία διάρκειας οκτώ ωρών, πρόσφατα ολοκλήρωσε μια πεντάωρη ταινία-ποταμό αφιερωμένη στον ισραηλινό στρατό με τον απλούστατο τίτλο “Tsahal” (1).
 
Η ταινία βασίζεται σε μια σειρά συνεντεύξεων Ισραηλινών στρατιωτικών, στρατηγών και στρατιωτών, που διηγούνται τις εμπειρίες τους και μιλούν για τα αισθήματά τους. Θόρυβος αρμάτων μάχης, εκρήξεις βομβών, αυθεντικές μαγνητοφωνήσεις συνομιλιών στρατιωτικών από τον ασύρματο κατά τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πολεμική ατμόσφαιρα. Ο κινηματογραφιστής επισκέπτεται μεταξύ άλλων μια αεροπορική βάση και παρακολουθεί την τελευταία συνάντηση ενός σεμιναρίου εκπαίδευσης πιλότων. Επισκέπτεται μια μονάδα θωρακισμένων και συζητάει με τους στρατιώτες, δίνει φευγαλέες εικόνες της Ιντιφάντα και προς το τέλος της ταινίας προσφέρει το μικρόφωνο σε τρεις Ισραηλινούς διανοούμενους, που τοποθετούνται στο ζήτημα των Κατεχομένων. Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν δικαίωμα να εξηγήσουν τις απόψεις τους.
 
O κινηματογραφιστής πραγματεύεται τα θέματα χωρίς συγκεκριμένη σειρά. Η ταινία αναφέρει φύρδην-μίγδην το φόβο, την αντιμετώπιση του εχθρού, το πολεμικό υλικό, τις αρχές της στρατηγικής και εξιστορεί ανέκδοτα όπως το πασίγνωστο, που διηγείται ο αρχηγός του στρατού Εχούντ Μπαράκ, το πώς συμμετείχε μεταμφιεσμένος σε κοπέλα στην επίθεση στα σπίτια τριών ηγετών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) -δυο στρατιωτικών και ενός πολίτη, του ποιητή Καμάλ Νάσερ, που ήταν εκπρόσωπος τύπου της οργάνωσης-, οι οποίοι δολοφονήθηκαν στη Βηρυτό τον Απρίλιο του 1973.
 
Πριν από την προβολή της ταινίας τoυ στους δημοσιογράφους στο Παρίσι, το Σεπτέμβριο του 1994, ο παραγωγός δήλωσε ότι η πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει έναν εβραϊκό στρατό, ο οποίος κατά τη γνώμη του έχει χαρακτηριστικά διαφορετικά από τους άλλους στρατούς. Σε τι συνίσταται λοιπόν αυτή η διαφορά; Οι στρατηγοί του την εξηγούν στην ταινία: “Ο στρατός μας είναι καθαρός (...), δεν σκοτώνει παιδιά. Έχουμε συνείδηση και αξίες και, χάρη στο ηθικό μας, τα θύματα [μεταξύ των Παλαιστινίων) είναι λίγα”.
 
Ο Κλωντ Λανζμάν, ικανός ερευνητής που ξέρει πώς να εξετάζει τα πράγματα σε βάθος, δεν θέτει ενοχλητικό ερωτήματα κι ακούει δηλώσεις σαν τις παραπάνω χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αμφισβήτηση. Στην πραγματικότητα έχει θέσει έναν στόχο απραγματοποίητο, γιατί ο ισραηλινός στρατός είναι, όπως άλλωστε όλοι οι στρατοί, ένα όργανο της εξουσίας. Κι όταν ένας στρατός πρέπει να μετατραπεί σε δύναμη κατοχής, αναπόφευκτα παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το γεγονός ότι οι γονείς των Ισραηλινών στρατιωτών υπήρξαν θύματα της χιτλερικής γενοκτονίας -γεγονός που ο Κλωντ Λανζμάν μας θυμίζει κατ' επανάληψη- δεν αποτελεί ελαφρυντικό για τη στέρηση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.
 
Από την ενασχόληση ενός τόσο ικανού παραγωγού κινηματογραφικών ντοκυμαντέρ με ένα τόσο καυτό θέμα θα περίμενε κανείς άλλα πράγματα. Γιατί το Tsahal μοιάζει υπερβολικά με τις προπαγανδιστικές ταινίες που γυρίστηκαν στα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους, τη στιγμή που ο κινηματογράφος πολιτικού περιεχομένου στη χώρα αυτή έχει εξελιχτεί σημαντικά.
 
Στη διάρκεια της ιδιωτικής προβολής της ταινίας στο Παρίσι ο παραγωγός δήλωσε: “Δεν απέφυγα τίποτα και δεν έκρυψα τίποτα”. Ωστόσο, γεγονός απίστευτο, η ταινία ξεχνάει εντελώς τον πόλεμο του Λιβάνου, αναμφίβολα τον πιο προβληματικό απ' όσους διεξήγαγε ο ισραηλινός στρατός στην ιστορία του, έναν πόλεμο που συντάραξε και διέσπασε ολόκληρη την ισραηλινή κοινωνία, που προκάλεσε το θάνατο 700 περίπου Ισραηλινών στρατιωτών και περισσότερων από 20.000 Παλαιστινίων και Λιβανέζων και που προκάλεσε την παραίτηση του πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν. Έναν πόλεμο που άρχισε τον Ιούνο του 1982 για να εξαφανίσει την ΟΑΠ και συνεχίζεται ακόμα, με άλλη μορφή, στον κατεχόμενο από το Ισραήλ Νότιο Λίβανο.
 
Η ταινία αποσιωπά τους βομβαρδισμούς των πόλεων και την καταστροφή των στρατοπέδων των προσφύγων το 1982, την τρομερή πολιορκία της Βηρυτού, τη σφαγή των στρατοπέδων Σάμπρα και Σατίλα, που διευκόλυνε ο ισραηλινός στρατός. Να λοιπόν που ο Λίβανος έχει σβηστεί από την ιστορία της Tsahal σε μια ταινία που φέρει το όνομα Tsahal. Μοιάζει με ταινία αφιερωμένη στο γαλλικό στρατό χωρίς τον πόλεμο της Αλγερίας.
 
Ο πόλεμος του Λιβάνου αποκάλυψε ένα νέο φαινόμενο, που συντάραξε τον μέσο Ισραηλινό: την άρνηση ορισμένων στρατιωτών (όπως ο πασίγνωστος συνταγματάρχης Ελί Γκεβά) να υπακούσουν στην εντολή να εισβάλουν στη Βηρυτό, ακόμα και να υπηρετήσουν στις τάξεις του στρατού στο Λίβανο. Επρόκειτο τόσο για στρατιώτες που υπηρετούσαν τη θητεία τους όσο και για επιστράτους, μέλη του κινήματος Yesh Gvoul ("Υπάρχουν όρια"). Η ταινία δεν δίνει το λόγο σ' αυτούς τους ειρηνιστές. Κι όμως, χιλιάδες αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στο Λίβανο και στα Κατεχόμενα. Διακόσιοι περίπου από αυτούς τους ανυπότακτους καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μερικών εβδομάδων ή και μηνών ακόμα. Ο Κλωντ Λανζμάν, ένας από τους υπογράφοντες τη διακήρυξη των 121, η οποία κατήγγελλε στις 6 του Σεπτεμβρίου 1960 την καταπίεση στην Αλγερία και καλούσε τους νέους σε ανυποταξία, σωπαίνει για ένα αντίστοιχο φαινόμενο στο Ισραήλ.
 
Ο ισραηλινο-παλαιστινιακός πόλεμος, που διαρκεί από την κατοχή των παλαιστινιακών περιοχών τον Ιούνιο του 1967 μέχρι και σήμερα, και στον οποίο ο στρατός καλείται να αναλάβει την καταστολή, μνημονεύεται με μερικές εικόνες που δείχνουν παιδιά να πετούν πέτρες στους στρατιώτες, με εικόνες μιας απαγόρευσης κυκλοφορίας στη Ναμπλούζ, και με εικόνες από τη Γάζα. Πώς αντιμετωπίζει ο στρατός κατοχής την παλαιστινιακή αντίσταση; Αυτό δεν μας το δείχνει η ταινία. Κι αν η επίσημη θέση του στρατού εκφράζεται με κάθε άνεση, κανένας εκπρόσωπος των Παλαιστινίων ή μαχητής δεν παίρνει το λόγο για να εξηγήσει τις αιτίες της βιαιότητας αυτής της αντίστασης. Μοιάζει με μια ταινία για τον πόλεμο της Αλγερίας, στην οποία δεν υπάρχει και το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN). Κι ακόμα, πού είναι εκείνες οι εικόνες που έκαναν το γύρο του κόσμου και δείχνουν ισραηλινούς στρατιώτες να εκτελούν τις εντολές του Γιτζάκ Ράμπιν, υπουργού Άμυνας, ο οποίος στην αρχή της Ιντιφάντα τους διέταξε να “σπάνε τα κόκαλα" (των Παλαιστινίων); Ούτε λέξη για την ανατίναξη σπιτιών, που συνοδεύονται από συγκινητικές σκηνές οικογενειών γύρω από τα ερείπια του σπιτιού τους. Η ταινία δεν δείχνει ούτε το ξεριζωμό των οπωροφόρων, “πίσω από τα οποία κρύβονται οι τρομοκράτες". Ούτε τις απελάσεις και τις συλλήψεις (εκατό περίπου χιλιάδες Παλαιστίνιοι κλείστηκαν στις φυλακές και στα ισραηλινά στρατόπεδα συγκέντρωσης από την αρχή της Ιντιφάντα).
 
Στις τάξεις του ισραηλινού στρατού υπάρχει ένα απόσπασμα θανάτου, αποτελούμενο από μονάδες μεταμφιεσμένες σε Άραβες, που αναζητά και εκτελεί συνοπτικά τους καταζητούμενους Παλαιστινίους. Τα ισραηλινά ΜΜΕ έχουν προσφέρει πλούσια ενημέρωση σχετικά με το θέμα αυτό. Αλλά ούτε μια λέξη στο έργο του Κλωντ Λανζμάν.
 
Η ταινία αναφέρεται στους κινδύνους της Ιντιφάντα, γιατί μια πέτρα που την πετάει ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει. Όμως μια πέτρα που πετάει ένας άνθρωπος δεν μπορεί να διανύσει περισσότερα από εξήντα μέτρα. Αντίθετα, οι ειδικευμένοι ισραηλινοί ελεύθεροι σκοπευτές σκοπεύουν με τους τηλεφακούς τους τους διαδηλωτές που πετούν τις πέτρες από πιο μακριά, χτυπούν έναν-δυο και διαλύουν έτσι τη διαδήλωση. “Οι στρατιώτες πυροβολούν μονάχα όταν κινδυνεύουν", λέει ένας από τους στρατηγούς στην ταινία.
 
Η γέφυρα Άλλενμπυ στον Ιορδάνη είναι μία από τις δύο εισόδους στην Ιορδανία. Ο Κλωντ Λανζμάν την επισκέφθηκε και πήρε μια σύντομη συνέντευξη από έναν Παλαιστίνιο -έναν από τους ελάχιστους που εμφανίζονται στην ταινία- ο οποίος επέστρεφε από την Ιορδανία. Ο τελευταίος διαμαρτύρεται για τις χρονοβόρες διατυπώσεις. Βλέπουμε τους ελέγχους που γίνονται στους ταξιδιώτες. Τα ρούχα πετιούνται φύρδην-μίγδην μέσα στις βαλίτσες. "Θα τα τακτοποιήσουμε στο σπίτι”, λέει ένας από αυτούς.
Αυτή η σκηνή στη γέφυρα με ξανάφερε μερικές δεκαετίες πριν. Ήταν πριν την Ιντιφάντα και είχα πάρει φύλλο πορείας ως επίστρατος για τη γέφυρα αυτή, όπου παρέμεινα είκοσι τέσσερις μέρες. Αυτά που είδα φορώντας τη στολή του ισραηλινού στρατού ήταν μια συνταρακτική διαδοχή συνεχών ταπεινώσεων στις οποίες υποχρέωνε τους Παλαιστίνιους που επέστρεφαν σπίτια τους μια μερίδα Ισραηλινών στρατιωτών. Το πέρασμα, που διαρκούσε όλη τη μέρα, άρχιζε με τον σωματικό έλεγχο. Οι ταξιδιώτες, άντρες και γυναίκες, γδύνονταν εντελώς και ο στρατιώτης τους ήλεγχε, με τη βοήθεια ενός ανιχνευτή μετάλλων, ως και στα γεννητικά όργανα. Όλα εξαρτιώνταν από τη διάθεση του στρατιώτη. Πολλές φορές είδα Παλαιστίνιους να περιμένουν υπομονετικά γυμνοί μέσα στις καμπίνες σωματικού ελέγχου και το στρατιώτη να έχει παρατήσει τον έλεγχο στη μέση για να πάει στην καντίνα.
 
Ο έλεγχος των αποσκευών και των προσωπικών αντικειμένων των ταξιδιωτών ήταν ιδιαίτερα βάναυσος. Μερικές φορές έσκιζαν τα πανωφόρια κι άλλα ρούχα για να βρουν πυροκροτητές που ενδεχομένως μεταφέρονταν παράνομα. Τα γυναικεία παπούτσια ελέγχονταν με ακτίνες X και, αν ανακάλυπταν μέσα στο τακούνι ένα κομμάτι μετάλλου, που συνήθως είχε τοποθετηθεί για να το σταθεροποιήσει, ο στρατιώτης έσπαζε το τακούνι ελπίζοντας να ανακαλύψει κάποιον πυροκροτητή. Προσωπικά αντικείμενα, όπως καλλυντικά, καταστρέφονταν. Μπιμπερό για μωρά με γάλα αδειάζονταν. “Είναι πιθανό να έχει μέσα κανέναν πυροκροτητή", μου απάντησε ένας στρατιώτης χαμογελώντας.
 
Όταν γίνονταν καταγγελίες στον διοικητή της περιοχής, αυτός απαντούσε: "Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Οι στρατιώτες που υπηρετούν εδώ αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το λαό του Ισραήλ. Υπάρχουν ανάμεσά τους μορφωμένοι και καλλιεργημένοι άνθρωποι αλλά υπάρχουν και άξεστοι. Όμως όλοι τους υπηρετούν στην Tsahal". Αυτοί οι τελευταίοι, οι "άξεστοι", απουσιάζουν από την ταινία.
 
Η ταινία Tsahal επιδεικνύει τις αλυσίδες παραγωγής και συναρμολόγησης των τεθωρακισμένων. Διαισθάνεται κανείς ότι ο κινηματογραφιστής μας αγαπάει τα τεθωρακισμένα ή τουλάχιστον του αρέσει να τα κινηματογραφεί. Το Ισραήλ, υπενθυμίζει η ταινία, ανέπτυξε μια ανθούσα πολεμική βιομηχανία για να αντιμετωπίσει το εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων που του είχαν επιβάλει μερικές δυτικές δυνάμεις τις δύο πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του ως ανεξάρτητου κράτους. Η Αμερική και η Μεγάλη Βρετανία απέφυγαν να του πουλήσουν όπλα, αλλά η Γαλλία το τροφοδότησε, στη διάρκεια της εκστρατείας του Σουέζ το 1956 αλλά και αργότερα. Αν ήθελε να συμπληρώσει το κεφάλαιο αυτό ο Κλωντ Λανζμάν, θα μπορούσε να υπενθυμίσει ότι το εβραϊκό κράτος, από τη μεριά του, πούλησε στρατιωτικό υλικό σε φασιστικά καθεστώτα, όπως αυτό του Πινοτσέτ, στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής και στους ρατσιστές της Νότιας Αφρικής.
 
Ο Κλωντ Λανζμάν θα μπορούσε να δείξει την καθημερινή ζωή των στρατιωτών, να ασχοληθεί με τον θρησκευτικό καταναγκασμό στα στρατόπεδα, όπου βασιλεύουν οι νόμοι του Μεγάλου Ραββίνου. Θα μπορούσε να πάρει συνέντευξη από έναν φαντάρο των ειδικών μονάδων στις οποίες συγκεντρώνονται οι φοιτητές των ραββινικών σχολών. Οι στρατιώτες αυτοί υπηρετούν θητεία πέντε χρόνια αντί για τρία και αφιερώνουν τα δύο τρίτα του χρόνου τους στη μελέτη των θρησκευτικών. Καθώς δε οι ραββίνοι των μονάδων αυτών είναι όλοι εθνικιστές και εξασκούν αδιαμφισβήτητη ηθική εξουσία, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα υπακούσουν οι φαντάροι αυτών ακριβώς των μονάδων στην εντολή να διώξουν τους εποίκους από τους οικισμούς των Κατεχομένων (όποτε και αν ληφθεί μια τέτοια απόφαση από την κυβέρνηση). Άλλωστε πολλοί στρατιώτες έχουν ήδη εκφράσει τις αντιρρήσεις τους στο θέμα αυτό σε δημοσιογράφους. Προς το τέλος της ταινίας, ένας έποικος φορώντας την κίππα, μιλάει για τα προαιώνια δικαιώματα των Εβραίων στο Ερέτζ Ισραέλ (βιβλική ονομασία της Παλαιστίνης). “Οι Άραβες δεν έχουν χτίσει τίποτα. Εμείς θα χτίσουμε εδώ”, διακηρύσσει. Η σκηνή διαδραματίζεται στη Δυτική Όχθη. Λίγο πιο πέρα, Παλαιστίνιοι εργάτες χτίζουν σπίτια για τους εποίκους. Ο κατακτητής εξαναγκάζει τον κατακτημένο να τον βοηθήσει. Γιατί ο Κλωντ Λανζμάν δεν θίγει αυτό το ζήτημα; Μερικές φορές οι Παλαιστίνιοι εργάτες εργάζονται στην ίδια τους τη γη που την έχει κατασχέσει ο στρατός (οι μισές γαίες της Δυτικής Όχθης πέρασαν στα χέρια των Ισραηλινών από το 1967). Ο απλός θεατής της ταινίας δεν θα μάθει τίποτα γι' αυτό.
 
Πλήθος οι στρατηγοί στο Tsahal ανάμεσά τους και ο Αριέλ Σαρόν, απόστρατος στρατηγός, πρώην υπουργός Άμυνας, ήρωας του πολέμου του Λιβάνου. Περιδιαβαίνει το αγρόκτημά του, χαϊδεύει τα αρνιά και μιλάει για τη σημασία της πρωτοβουλίας στη μάχη. Κρίμα που πρόκειται για μονόλογο. Ο Σαρόν βρισκόταν στο επίκεντρο του «πολέμου των στρατηγών», μια διαμάχη που ξέσπασε μεσούντος του πολέμου τον Οκτώβριο του 1975. Κατηγορήθηκε για άρνηση εκτέλεσης διαταγών στη διάρκεια των μαχών, για ανακριβείς αναφορές κ.ά. Ο αρχηγός του επιτελείου στρατηγός Νταβίντ Ελαζάρ πρότεινε ακόμα και την αποπομπή του. Αλλά σ' αυτή την ταινία των πέντε ωρών για τον ισραηλινό στρατό, στην οποία ο πόλεμος του Οκτωβρίου παρουσιάζεται εκτεταμένα, δεν υπάρχει θέση για ένα επεισόδιο σαν αυτό.
 
(1) Η λέξη Tsahal σχηματίζεται από τα αρχικά του επίσημου ονόματος του στρατού, που είναι στα εβραϊκά “Στρατός Άμυνας του Ισραήλ”. Η δεύτερη λέξη, “άμυνα” -haganah στα εβραϊκά- προσδιόριζε τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης την εποχή που η χώρα ήταν βρετανικό προτεκτοράτο. Η εβραϊκή Δεξιά διέθετε τότε δυο αντιπολιτευόμενες οργανώσεις, την Irgun του Μεναχέμ Μπέγκιν και την ομάδα Στερν (LEHI), που ασκούσαν τρομοκρατία εις βάρος των Άγγλων και των Παλαιστινίων Αράβων. Ο Μπέγκιν, για πολλά χρόνια μετά από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο “στρατός του Ισραήλ” και όχι Tsahal, επειδή στο ακρωνύμιο αυτό υπήρχε η αναφορά στη haganah.
 
* Ο Ammon Kapeliouk (1930-2009) ήταν ισραηλινός δημοσιογράφος. Υποστήριζε την ανάγκη διαλόγου Ισραηλινών και Παλαιστινίων με στόχο τη συνύπαρξη. Ήταν αντίθετος στην κατοχή της Λωρίδας της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, τους εποικισμούς, την εισβολή και την κατοχή του νότιου Λιβάνου. Στη διάρκεια του Πολέμου του Λιβάνου είχε πάρει συνέντευξη από τον Γιασέρ Αραφάτ. Για να τη δημοσιεύσει χρειάστηκε να αλλάξει εφημερίδα, αφού αυτή που στην οποία εργαζόταν αρνήθηκε να το κάνει. Έγραψε ανάμεσα σε άλλα τα βιβλία “Έρευνα για μια σφαγή” (Enquête sur un Massacre), με θέμα τη σφαγή χιλιάδων Παλαιστινίων στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα από τους Φαλαγγίτες, τη χριστιανική Δεξιά του Λιβάνου, με τη βοήθεια των Ισραηλινών και “Αραφάτ ο Αδάμαστος” (Arafat l'Irréductible) μια βιογραφία του Αραφάτ που προλόγισε ο Νέλσον Μαντέλα.
 
Αναδημοσίευση από τα “Αφιερώματα, ελληνική έκδοση του Manière de voir/Le monde diplomatique”, τ. 9, Σεπτέμβριος 1996

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *