01 Μαρτίου 2014

H καπιταλιστική κρίση είναι εδώ

 Παναγιώτης Μαυροειδής, Γιώργος Π. Τριανταφυλλόπουλος         
Υποτίμηση  νομισμάτων, αναβάθμιση ανησυχιών
Το κύμα υποτιμήσεων στα νομίσματα πολλών αναπτυσσόμενων χωρών την τελευταία περίοδο, έχει φέρει στην επιφάνεια   τους φόβους για ένα νέο σοβαρότατο επεισόδιο στο φόντο της κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού. Δε μιλάμε για οποιεσδήποτε χώρες. Μεταξύ αυτών είναι η Κίνα, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Αργεντινή, Τουρκία και άλλες που ως τώρα ‘’έσωζαν την παρτίδα’’ με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής τους. Η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί κατά 30% σε σχέση με πέρυσι, με τα σημάδια μιας κυοφορούμενης βαθειάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης να γίνονται όλο και πιο έντονα.

Στην Ελλάδα ωστόσο, τη μεγαλύτερη προσοχή συγκεντρώνουν οι εξελίξεις στην μακρινή κατά τα άλλα Αργεντινή. Η προπαγάνδα των αστικών δυνάμεων, δε χάνει ευκαιρία, να προβάλλει και να τονίζει έντονα τις εικόνες μιας νέας   κατάρρευσης που έρχονται από αυτή τη χώρα, σε μια προσπάθεια να απαξιωθεί κάθε αναζήτηση εξόδου από την κρίση σε  κατεύθυνση διαγραφής του χρέους και  διεκδίκησης απεγκλωβισμού από τη νομισματική επιβολή (εν προκειμένω) του δολαρίου.
 Από την άλλη, όσοι θεώρησαν πως βρήκαν το εύκολο αντι-παράδειγμα, απλά και μόνο με την διεκδίκηση της νομισματικής ανεξαρτησίας, χωρίς βαθύτερες αντικαπιταλιστικές τομές,  αισθάνονται τουλάχιστον  αμήχανοι.
Η εμπέδωση ενός κλίματος αδιεξόδου και αδυναμίας, μαζί και πολιτικής σύγχυσης, είναι βασικός στόχος, όσων θέλουν να εμφανίσουν ως ‘’μονόδρομο’’ τη γονυκλισία στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και ειδικότερα στην Ευρωζώνη και την ΕΕ.
Είναι απαραίτητη η συνεκτίμηση μιας σειράς αλληλεξαρτώμενων φαινομένων στα βασικά θέατρα οικονομικών εξελίξεων. Ο παροξυσμός της καπιταλιστικής κρίσης της τελευταίας πενταετίας, έπληξε ιδιαίτερα τον πυρήνα των υπερ-ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Η απάντηση ωστόσο των αστικών δυνάμεων στην κρίση και ιδιαίτερα των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών, μέσω της γιγαντιαίας επιχείρησης ‘’σώστε με κρατικό χρήμα και άγρια εισοδηματική ληστεία τις ιδιωτικές τράπεζες’’, εκτός της βαθειάς ανατροπής του συσχετισμού σε βάρος του κόσμου της εργασίας σε αυτές τις χώρες, μετακύλησε την κρίση στις αναπτυσσόμενες.  Τα τεράστια ποσά ρευστότητας που δημιούργησαν οι κρατικές τράπεζες των κεντρικών καπιταλιστικών χωρών και ιδιαίτερα η fed  (εκδόσεις νέου φτηνού χρήματος, πάνω από 30% του ΑΕΠ), χρηματοδότησαν πρόσκαιρα μια  ανάπτυξη με πήλινα πόδια, ακριβώς στις αναπτυσσόμενες χώρες, που βρήκαν ‘’εύκολο χρήμα’’, μέσω της αγοράς των ομολόγων τους. Όπως γίνεται πάντα, ο λογαριασμός πληρώνεται στο τέλος. Σήμερα, η αντιστροφή της κατεύθυνσης κίνησης των κεφαλαίων, οδηγεί στη νομισματική κατακρήμνιση, η δε αντίδραση της αύξησης των επιτοκίων, μεταφράζεται σε ύφεση, η οποία σε συνδυασμό με τη μειωμένη πλέον και επιβραδυνόμενη ανάπτυξη της Κίνας, δυναμώνει το φάντασμα μιας νέας κρίσης.
Καπιταλιστική κρίση και νομισματική αστάθεια
Γιώργος Π. Τριανταφυλλόπουλος         
 Αμέσως σχεδόν με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 οι Κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ευρωζώνης  άρχισαν να εφαρμόζουν μια πολιτική που είχε ονομαστεί «ποσοτική χαλάρωση» (Quantitative Easing). Η πρακτική αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από αγορά από την Κεντρική Τράπεζα χρεογράφων (κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα, μετοχές εταιρειών, στεγαστικά δάνεια κλπ) που βρίσκονται στην κατοχή τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων. Η πολιτική αυτή πρωτοεφαρμόστηκε στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της βαθειάς και παρατεταμένης κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Η διαδικασία αυτή, αν και δεν είναι άμεσο τύπωμα χρήματος, έχει σαν αποτέλεσμα να απαλλάσσει τους κατόχους των τίτλων αυτών από χρεόγραφα που δεν έχουν κάποια αξία.
Η οικονομική λογική που βρίσκεται, υποτίθεται, πίσω από την πρακτική αυτή είναι πως οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα μεταφέρουν την ρευστότητα που τους παρέχεται από την Κεντρική Τράπεζα στην οικονομία είτε μέσω δανεισμού είτε μέσω επενδύσεων. Η έτσι δημιουργούμενη ρευστότητα δεν ασκεί πληθωριστικές πιέσεις διότι για να συμβεί αυτό θα πρέπει πραγματικό χρήμα να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει στην οικονομία. Μόνο, επομένως, αν οι πιστώσεις στους λογαριασμούς των τραπεζών και των επιχειρήσεων διατεθούν σε δανεισμό ή επενδύσεις θα τυπωθεί πραγματικό χρήμα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.
Η παρεχόμενη με την ποσοτική χαλάρωση ρευστότητα δεν κατευθύνεται ούτε στο δανεισμό ούτε στις επενδύσεις. Ο λόγος είναι απλός. Καθώς εκείνο που καθορίζει την σημερινή πραγματικότητα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι η υπερσυσσώρευση, η αδυναμία ανάπτυξης, και η παραγωγική δυνατότητα πάνω από τις δυνατότητες της κατανάλωσης οι παραγωγικές επενδύσεις είναι αδύνατες. Για το λόγο αυτό η παρεχόμενη ρευστότητα κατευθύνεται στις χρηματαγορές, στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων ή σε επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στους τομείς αυτούς οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις προσδοκούν το μέγιστο κέρδος μέσω των χρημάτων που αντλούν από την Κεντρική Τράπεζα.
Από το 2009 η FED, καθώς καταστατικά ενεργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκη, μέσω διαφόρων προγραμμάτων άσκησης πολιτικής δημιούργησε μια τεραστίων διαστάσεων ρευστότητα. Τα προγράμματα ρευστότητας της FED διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: 1) προγράμματα παροχής βραχυπρόθεσμης ρευστότητας, 2) απευθείας αγορά περιουσιακών στοιχείων , 3) πρόγραμμα αγοράς μακροχρόνιων τίτλων. Ουσιαστικά η FED αγόραζε κάθε είδος χρεογράφου. Τόσο  κρατικών όσο και ιδιωτικών. Το συνολικό ύψος αυτών των αγορών ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 2013 η FED ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα επαναγοράς τίτλων του αμερικάνικου δημοσίου ύψους 1 τρισεκατομμυρίου. Το Μάρτιο του 2013 η FED ανακοίνωσε το σταδιακό σταμάτημα της ποσοτικής χαλάρωσης (tapering). Από 85 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα που ανερχόταν η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος θα μειώνεται κατά 10 δισεκατομμύρια το μήνα.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και η Τράπεζα της Αγγλίας η οποία μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2009 και του Φεβρουαρίου του 2012 αγόρασε χαρτοφυλάκια συνολικού ύψους 390 δισεκατομμυρίων στερλινών. Τον Ιούλιο του 2012 η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε πως πρόκειται να συνεχίσει την αγορά και άλλων χρεογράφων συνολικού ύψους τα 350 δισεκατομμυρίων στερλινών ακόμη. Από κάθε έκδοση δε κρατικών ομολόγων η Τράπεζα της Αγγλίας θα αγοράζει το 70%.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε επίσης παρόμοια μέτρα. Αρχικά διεύρυνε τα αποδεχόμενα από αυτή ομόλογα, αποφάσισε την έναρξη προγράμματος απευθείας αγοράς καλυμμένων ομολόγων και έδωσε στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων το δικαίωμα συμμετοχής στην παροχή ρευστότητας στο ευρωσύστημα. Αυτά το 2009,  αλλά καθώς η κρίση βάθαινε με το ξέσπασμα της κρίσης του δημοσίου χρέους η ΕΚΤ αποφάσισε νέα μέτρα το 2011. Μεταξύ αυτών και την επανεκκίνηση της αγοράς ιδιωτικών και κρατικών ομολογιών, την μη απορρόφηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας και το κυριότερο την μακροχρόνια, τριετούς διάρκειας, χρηματοδότηση των τραπεζών. Το ύψος της τελευταίας πράξης ήταν ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ και έγινε σε δύο φάσεις. Το Δεκέμβρη του 2011 και τον Ιανουάριο του 2012.   Καθώς τα προβλήματα των τραπεζών  δεν είχαν τέλος, η ΕΚΤ επανήλθε το Σεπτέμβριο του 2012 με νέα μέτρα:  αγορά από τη δευτερογενή αγορά απεριόριστου αριθμού κρατικών ομολόγων των χωρών μελών της ευρωζώνης υπό την προϋπόθεση της ένταξης του ‘’ωφελούμενου’’ κράτους σε καθεστώς επιτήρησης μέσω μνημονίων,  απόσυρση από την αγορά τόσου χρήματος όσο δημιουργείται μέσω των ανωτέρω πράξεων.
Το ότι η δημιουργούμενη μέσω των παραπάνω διαδικασιών ρευστότητα δεν κατευθύνεται προς την οικονομία αλλά χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου έχει και συγκεκριμένα αποτελέσματα. 
Σύμφωνα με την τριετή έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (https://www.bis.org/publ/rpfx13fx.pdf) που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2013 ο όγκος των συναλλαγών στην παγκόσμια αγορά συναλλάγματος ανήλθε τον Απρίλιο του 2013 σε 5,3 τρις δολάρια ημερησίως. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης  το 2010 ο όγκος των συναλλαγών ανερχόταν στα  4 τρις δολάρια ημερησίως ενώ το 2007 στα 3,3 τρις. Κατά την τριετία 2010-2013 ο όγκος των συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος αυξήθηκε κατά 35%.
Το δολάριο κατέλαβε την πρώτη θέση μεταξύ των συναλλαγών με ποσοστό 87% επί του συνόλου με δεύτερο το ευρώ. Είναι αξιοσημείωτο πως το ευρώ υποχώρησε στο 33% τον Απρίλιο του 2013 σε σχέση με το 39% του Απριλίου του 2010. Το γεν κατάγραψε κατά την τριετία 2010-2013 μεγάλη άνοδο, κατά 63%, στον όγκο των  συναλλαγών του ενώ παράλληλα στη λίστα των 10 πιο ενεργών νομισμάτων εισήλθαν και τα νομίσματα της Κίνας και του Μεξικού.  Το μεξικάνικο πέσο κατέλαβε την όγδοη θέση με μερίδιο αγοράς στο 2,5% ενώ το ρεμίνμπι (κινεζικό νόμισμα) κατέλαβε την ένατη θέση. Ο όγκος συναλλαγών του ρεμίνμπι από 34 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010 ανήλθε στα 120 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 αυξάνοντας το ποσοστό του στον παγκόσμιο όγκο συναλλαγών από 0,9% το 2010 σε 2,2% το 2013. Το ρούβλι σημείωσε επίσης αξιοσημείωτη άνοδο στο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος καταλαμβάνοντας την δωδέκατη θέση. 
Τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα στον κόσμο είναι στη Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ, στη Σιγκαπούρη και την Ιαπωνία. Στα κέντρα αυτά διενεργήθηκε τον Απρίλιο του 2013 το 71% των συναλλαγών. Το ειδικό βάρος των κέντρων αυτών αυξήθηκε κατά το διάστημα 2010-2013 καθώς το 2010 στα κέντρα αυτά είχε διενεργηθεί το 66% των συναλλαγών.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο αποθεματικός χρυσός των κεντρικών τραπεζών αυξανόταν συνεχώς φτάνοντας στο μέγιστό το 1965 και στους 37.000 τόνους περίπου. Από το 1965 και μετά τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών άρχισαν να μειώνονται, με αργούς ρυθμούς ως το 1990. Μέχρι το 1990 τα αποθεματικά όλων των κεντρικών τραπεζών σε χρυσό ανέρχονταν στους 36.000 τόνους περίπου. Από το 1990 η ρυθμοί μείωσης των αποθεματικών  των κεντρικών τραπεζών  σε χρυσό μειώνονταν συνεχώς φτάνοντας κάτω από 32.000 τόνους το 2007.   
Οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες διατηρούσαν πάντα υψηλότατα αποθεματικά σε χρυσό. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ με αποθεματικά σε χρυσό σε ποσοστό 74,4% επί του συνολικού αποθεματικού, η Γερμανία με ποσοστό 71,4% και η Γαλλία με ποσοστό 71,1%. Τέταρτη στη σειρά είναι η Βρετανία με ποσοστό 16,2%. Σε παγκόσμιο επίπεδο τα αποθεματικά σε χρυσό των κεντρικών τραπεζών ανέρχεται μόνο στο 14,4% επί των συνολικών αποθεματικών. 
Αμέσως μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 οι κεντρικές τράπεζες πολλών χωρών, και κυρίως των αναπτυσσόμενων, άρχισαν να αγοράζουν χρυσό αυξάνοντας τα αποθεματικά τους στο πολύτιμο μέταλλο. Τα παγκόσμια αποθεματικά σε χρυσό από 970.000 ουγκιές το 2008 έφτασαν το 2013 σε 1.020.000 ουγκιές περίπου.  Οι χώρες που πρωταγωνίστησαν κυρίως στην αύξηση των αποθεματικών τους σε χρυσό είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, το Μεξικό αλλά και η Νότια Κορέα.   Το αποτέλεσμα των μεγάλων αυτών αγορών ήταν να εκτιναχτεί η τιμή του χρυσού από τα 300 δολάρια η ουγγιά το 2000 στα 1890 δολάρια περίπου το 2011. Η πτώση της τιμής από το 2011 και μετά στα 1200 με 1300 δολάρια η ουγγιά δεν σημαίνει καθόλου πως οι κεντρικές τράπεζες απέσυραν το ενδιαφέρον τους από την αγορά χρυσού. Οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν χρυσό ως μια συνολική στρατηγική της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αντιδρώντας στην υπερ-έκδοση των κύριων αποθεματικών νομισμάτων.
Ταξικοί οι στόχοι του νομισματικού πολέμου
Η πρακτική αυτή συνιστά ουσιαστικά έναν ακήρυχτο νομισματικό πόλεμο διότι:
Πρώτο: Η αγορά κρατικών ομολόγων με φρέσκο  χρήμα (έστω και ηλεκτρονικό), συνιστά χρηματοδότηση των κρατών χωρίς κόστος.
Δεύτερο: Οι εξαγωγές κεφαλαίων και οι επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες ανατιμούν τα νομίσματά των τελευταίων, καθιστώντας τις εξαγωγές τους ακριβότερες.
Τρίτο: Είναι ουσιαστικά τεράστιες επιδοτήσεις προς τις μεγάλες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την ένταση του ανταγωνισμού με νομισματικά μέσα.
Τέταρτο: Με την τεράστια ρευστότητα που δημιουργείται, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της μπορούν να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία σε όλο τον κόσμο χωρίς ουσιαστικά κόστος.
Πέμπτο: Οι εξαγωγές κεφαλαίων  βραχυπρόθεσμης τοποθέτησης καθιστούν τις οικονομίες στις οποίες κατευθύνονται εξαιρετικά ευάλωτες και ασταθείς. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της FED για τη διακοπή της ποσοτικής χαλάρωσης τεράστια κεφάλαια που είχαν δημιουργηθεί μέσω της παρεχόμενης ρευστότητας άρχισαν να αποσύρονται από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης ήσαν αρνητικά για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες τα νομίσματα των οποίων υποτιμήθηκαν αμέσως.
Οι νομισματικές παρεμβάσεις στοχεύουν  στην διάσωση των τραπεζών με την αγορά από τις κεντρικές τράπεζες του μέρους του ενεργητικού τους που τις οδηγεί σε χρεοκοπία. Στόχος είναι η  αύξηση της κερδοφορίας τους με την παροχή ρευστότητας που κατευθύνεται σε μη παραγωγικούς τομείς. Επιδιώκεται επίσης η διευκόλυνση του μεγάλου κεφαλαίου για την εξαγορά πραγματικών περιουσιακών στοιχείων. Προωθείται η  ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ του μεγάλου κεφαλαίου για κερδοφορία μέσω της νομισματικής  πολιτικής και την ταυτόχρονη υποταγή των κεφαλαίων των πιο αδύνατων χωρών στο κεφάλαιο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών και ιδιαίτερα αυτών που εκδίδουν τα διεθνή αποθεματικά νομίσματα. Φυσικά με την ίδια ένταση, ίσως και μεγαλύτερη, διεξάγεται ο ακήρυχτος πόλεμος και μεταξύ των αποθεματικών νομισμάτων για την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή τους στη νομή των κερδών.
Οι εξελίξεις αυτές είναι αναπόδραστες καθώς η σημερινή φάση του καπιταλισμού με την υπερσυσσώρευση και την αδυναμία παραγωγικής και χωρικής επέκτασης θα εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων κεφαλαίων εθνικών και μη για τον έλεγχο των παραγωγικών δυνάμεων, των πηγών αλλά και των περιουσιακών στοιχείων στο δρόμο προς τον ολοκληρωμένο και ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Επικίνδυνο να μένεις στη μέση του δρόμου
Παναγιώτης Μαυροειδής
Η ανάδειξη των ορίων των νεοκεϋνσιανών λύσεων, η κατάδειξη πως αποτελούν φτερό στον άνεμο της καπιταλιστικής κρίσης, επιχειρείται από την επαναστατική αριστερά με όρους υπέρβασης από τα αριστερά και ανατροπής της κυρίαρχης προπαγάνδας.
Η αποδέσμευση  του πέσο από το δολάριο, καθώς και η μερική έστω αθέτηση πληρωμών, έδωσαν ανάσες στην οικονομία της Αργεντινής. Η υποτίμηση του νομίσματός της, σε ένα πρώτο χρόνο, κάθε άλλο παρά έβλαψε τη χώρα. Αντίθετα τόνωσε τις εξαγωγικές δυνατότητες, αύξησε το ΑΕΠ και ανέστρεψε την κατάρρευση της απασχόλησης. Η απαλλαγή από  μέρος του χρέους, απελευθέρωσε απαραίτητους πόρους. Τα παπαγαλάκια των μνημονίων, οι υπάλληλοι της ΕΕ και οι κολαούζοι της ελληνικής αστικής τάξης, πασχίζουν να πείσουν πως η Αργεντινή αμάρτησε επειδή …αντιστάθηκε και επειδή ...αγρίεψε τους δανειστές της. Κατ’ αυτούς θα έπρεπε να μείνει αιχμάλωτη και παραδομένη, ώστε να φτάσει στα επίπεδα της ‘’κανονικής χώρας’’ που λέγεται Ελλάδα.
Η αντιστροφή των θετικών δυνατοτήτων που δημιούργησε η μερική ρήξη με το πλαίσιο υποταγής στο διεθνές καπιταλιστικό πλαίσιο, συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για ολική αντικαπιταλιστική ανατροπή και όχι περιορισμό στο αστικό πλαίσιο.
Αρκούν δύο παραδείγματα για να φανεί αυτό. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, σε συνδυασμό με την παραγωγή συναλλαγματοφόρων  αγροτικών προϊόντων καθώς και πρώτων υλών, έδιναν πράγματι τη δυνατότητα για αύξηση των εξαγωγών και αναπτυξιακή ικμάδα.  Με την κυριαρχία όμως των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον παραγωγικό και εμπορικό τομέα της χώρας, γιατί θα έπρεπε κανείς να περιμένει ότι τα οφέλη αυτά θα ...μοιραζόντουσαν στην εργατική τάξη και τη φτωχολογιά; Έγινε, φυσικά, ακριβώς το αντίθετο. Όχι μόνο μετακυλίστηκαν σε χοντρά καπιταλιστικά κέρδη, αλλά εντάθηκε και το ωμό κερδοσκοπικό παιχνίδι, καθώς κάθε νέα υποτίμηση στο πρόσφατο ντόμινο, αυτόματα αύξανε κατακόρυφα τον πλούτο αυτών των καπιταλιστικών μονοπωλίων στο εσωτερικό.
Επίσης, η μερική αθέτηση του χρέους, χωρίς πολιτική απόφαση και νομικά μέτρα χαρακτηρισμού του ως παράνομου και πολύ περισσότερο η  έλλειψη ουσιαστικών μέτρων ενάντια στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, άφησε ανοιχτούς τους ασκούς του Αιόλου. Από τη μια το διαρκές κυνηγητό από τους διάφορες ‘’γύπες’’ των funds και από την άλλη η μαζική διαρροή κεφαλαίων από τη χώρα και ο υποδιπλασιασμός των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Το νόμισμα και η νομισματική ανεξαρτησία είναι σημαντικό όπλο. Αρκεί να δει κανείς πως χρησιμοποιεί η ΕΚΤ το μπαζούκας του ευρώ ή η fed το δολάριο! Οι γελοίοι υποτακτικοί του κεφαλαίου, όταν θεωρούν ως ‘’ το άλλο άκρο’’  όσους προτείνουν αποχώρηση από ευρωζώνη και ΕΕ, απλά προτείνουν μονοπώλιο αυτού του όπλου για τα αφεντικά τους και αφοπλισμό όσων πρέπει να αντισταθούν και να πολεμήσουν. Από την άλλη, αυτό το όπλο, απαιτεί να έρθουν στο προσκήνιο η εργατική τάξη και το κίνημά της, να κλονιστεί συντριπτικά  και να ανατραπεί ο κόσμος του κεφαλαίου με γενναία αντικαπιταλιστικά μέτρα όπως εθνικοποιήσεις, έλεγχο κίνησης κεφαλαίων, εργατικό έλεγχο και αυξήσεις μισθών. Αυτά φυσικά και δε θα είναι περίπατος. Θα σηματοδοτήσουν ένα αγώνα ζωής ή θανάτου, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα ποιες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις μπορούν να ηγηθούν στη νέα πορεία της κοινωνίας ενάντια και έξω από το καπιταλιστικό πλαίσιο.
Ας το πούμε απλά: Η έξοδος από ευρώ και ΕΕ, είναι αναγκαία συνθήκη, για ένα άλλο δρόμο. Όποιος δεν το θέτει αυτό, εδώ και τώρα, συντηρεί το άθλιο παρόν. Αλλά δεν είναι και μια συνθήκη ικανή, δε φτάνει από μόνη της. Και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, από το να μένει κανείς στη μέση του δρόμου. Ειδικά όταν βρίσκεται στην έρημο μιας καπιταλιστικής κρίσης όπως η τωρινή.
ΠΡΙΝ 16/2/14

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *