20 Ιανουαρίου 2014

Κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων: υπέρβαση των ορίων της μαρξιστικής ισότητας

Χρήστος Γεωργίου, πηγή αριστερό blog
Η ισότητα είναι μια αμφισβητούμενη έννοια ως προς το κοινωνικό και πολι­τικό περιεχόμενο της, και έχει απασχολήσει διαχρονικά σημαντικούς διανοη­τές. Ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο Έλληνας σοφιστής Αντιφών διακήρυσσε ότι οι κοινωνικές διαιρέσεις προκύπτουν από ανθρώπινες αποφάσεις, δηλαδή τους κοινωνικούς νόμους που παραβιάζουν το φυσικό δικαίωμα στην ισότητα· όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από τη φύση, όπως φαίνεται από τη φυσική κατασκευή και τις βιολογικές λειτουργίες τους: «Από τη φύση μας όλοι οι άνθρωποι γεννη­θήκαμε ίδιοι από κάθε πλευρά, [...]. Όλοι αναπνέουμε τον αέρα με το στόμα και τη μύτη και τρώμε με τα χέρια» [1]. Ο δε Γάλλος εγκυκλοπαιδιστής Βολταίρος θεωρούσε επίσης ότι «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι- δεν είναι η γέννησή τους, αλ­λά η ίδια αρετή που κάνει τη διαφορά» [2].
Ο όρος «ισότητα» επιδέχεται διάφορες σημασίες και δεν υποδηλώνει ανα­γκαστικά ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από κάθε άποψη ως ίσοι. Η ισότητα μπορεί να είναι κανονιστική, δηλαδή επιταγή προσανατολισμένη σε κάποιον στόχο, ή μη κανονιστική, δηλαδή ειδωμένη ως αυτοσκοπός. Λόγου χάρη, κανονιστική είναι η ισότητα όταν καθορίζει τις σχέσεις αλληλεγγύης και κοινότητας σε μια ομάδα ανθρώπων, και μη κανονιστική αν αποτελεί απαραί­τητη ηθική συνιστώσα κάποιου δικαίου. Η ισότητα επίσης μπορεί να προσδιο­ριστεί είτε υπό προϋποθέσεις είτε άνευ όρων. Η αστική ισότητα προσδιορίζεται υπό προϋποθέσεις και αναφέρεται κυρίως στα ατομικά δικαιώματα και την αξι­οκρατική αξιολόγηση τους στη βάση υφιστάμενων άνισων εγγενών (γενετικών) ικανοτήτων μεταξύ των ατόμων. Το περιεχόμενο της αστικής ισότητας κατα­κερματίζεται σε υπό όρους ηθικούς δεσμευτικούς κανόνες, απόρροια των παρα­γωγικών σχέσεων της ιστορικά εξελισσόμενης οικονομίας της αγοράς [3].
Η ισότητα του Καρλ Μαρξ θέτει κανονιστικές προϋποθέσεις και κάνει ανα­φορά σε ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Μαρξ πίστευε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται άνισοι στις ικανότητες [4], και θεωρούσε την καπιταλιστική αξιολόγηση τους ως μια εκμεταλλευτική ταξική ανισότητα. Πρότεινε την έμμισθη εργασία ως ίσο μέτρο μιας δίκαιης αποτίμησης των παραγωγικών ικανοτήτων των ανθρώπων, όλων αντιμετωπιζόμενων εξίσου ως εργάτες [4] σε μια μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς κοινωνικές τάξεις και ιδιωτική περιουσία (σοσιαλιστική ισότη­τα). Προέβλεψε την οριστική κατάργηση αυτού του μέτρου και την αντικατά­σταση του με το «σύμφωνα με τις ανάγκες» για έναν ανεπτυγμένο κομμουνισμό που θα χαρακτηρίζεται από την υπεραφθονία των αγαθών (κομμουνιστική ισό­τητα). Η αμφισημία με την οποία ο Μαρξ χρησιμοποιεί τους όρους «σοσιαλι­σμός» και «κομμουνισμός» δείχνει ότι δεν τα θεωρεί ως ξεχωριστά στάδια αλλά ως μια ενιαία διεργασία μετασχηματισμών προς την κομμουνιστική κοινωνία. Τα διαχωρίζει υπό την έννοια του πρώιμου (σοσιαλισμός) και του ανεπτυγμένου κομμουνισμού και των διαφορετικών μέτρων που θα πρέπει να χρησιμοποιη­θούν για την ποσοτικοποίηση της αντίστοιχης σε αυτούς ισότητας.
Η παρούσα εργασία διερευνά τις αντιλήψεις του Μαρξ για την ισότητα και την ερμηνεία της από τους κλασικούς του μαρξισμού, προκειμένου να αναδεί­ξει τα όριά της και να τα ξεπεράσει με τον προσδιορισμό μιας κομμουνιστικής ισότητας άνευ όρων, συμβατής με την ανθρώπινη φύση και τη βιολογία, και με τις βασικές αρχές του Μαρξισμού. Σχετίζει τους περιορισμούς της μαρξιστικής ισότητας με τις αποτυχημένες προσπάθειες εφαρμογής του σοσιαλισμού και με τον πολιτικό κατακερματισμό της Αριστεράς, και φιλοδοξεί να συμβάλλει στην ιδεολογική ενοποίηση της για το σχεδιασμό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας θω­ρακισμένης από καπιταλιστικές παλινορθώσεις.
Η έννοια της ισότητας στο μαρξιστικό πλαίσιο
Η Μαρξιστική παράδοση στην πολιτική και οικονομική σκέψη διεκδικεί την εξά­λειψη όλων των κοινωνικών ανισοτήτων που σχετίζονται με την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Ο Μαρξ ανέπτυξε τις ιδέες του για την ισότητα μετά τον Διαφωτισμό, με την εμφάνιση της σημαντικότερης μορφής αστικής ισότητας, αυτής στις ευκαιρίες [5],1 και μετά τη διατύπωση από τον διαφωτιστή Τζον Λοκ της άποψης περί φυσικών ανθρώπινων δικαιωμάτων [6],2 η οποία αποτέλεσε την πηγή των διαφόρων σύγχρονων μορφών αστικής ισότητας με αναφορά στα δι­καιώματα [3]. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν προσπάθησε να επιλύσει τις αντιφάσεις και τα όρια της αστικής ισότητας του Διαφωτισμού, προτείνοντας στη θέση της μια κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων. Αντιθέτως, διαμόρφωσε μια μορφή κανονι­στικής ισότητας σε ένα υπό προϋποθέσεις πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων.
Στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι στην πρώιμη φάση της κομμουνιστικής (σοσιαλιστικής) κοινωνίας η οικονομία θα διανέμει τα αγαθά σύμφωνα με την αρχή «Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανά­λογο με την απόδοση της εργασίας τους» [4]. Αυτή η αρχή μπορεί να θεωρηθεί ως ορισμός ενός ίσου δικαιώματος για τα άτομα σε σχέση με τη διανομή των προϊόντων, αλλά, όπως κάθε δικαίωμα, είναι προβληματικό στην εφαρμογή του. Βασικό μειονέκτημα αυτής της υπό όρους πρώιμης κομμουνιστικής ισότητας εί­ναι ότι βασίζεται στην υπόθεση (όπως και η αστική ισότητα) ότι τα άτομα διαθέ­τουν εγγενείς ικανότητες που τα κάνουν να διαφέρουν μεταξύ τους. Επομένως, τέτοιες διαφορές καταλήγουν σε διαφορετικούς βαθμούς εργατικής συνεισφο­ράς στην παραγωγή των κοινωνικών αγαθών, τα οποία θα πρέπει επίσης να δια­νέμονται αντίστοιχα με τις ικανότητες («την απόδοση της εργασίας»). Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι αυτό το πρόβλημα θα εξαλειφθεί στον προηγμένο κομμουνισμό, όπου η κοινωνία θα λειτουργεί σύμφωνα με τον υπέρτατο κανόνα της πλήρους κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»3[4].
Με αυτή την αρχή ισότητας (για τον προηγμένο κομμουνισμό), ο Μαρξ δεί­χνει να προτείνει μια αρχή ίσου δικαιώματος που έχει κάθε άτομο για να λαμ­βάνει οικονομικά αγαθά για τις προσωπικές ανάγκες του στον ίδιο βαθμό που συμβάλλει στην οικονομία, σύμφωνα με τις ικανότητες του. Όμως, ο Μαρξ δια­φωνεί με τον χαρακτηρισμό αυτού του κανόνα ως κάποια επιβαλλόμενη αρχή δικαίου ή ηθικών δικαιωμάτων, στηρίζοντας το σε μια αβέβαιη υπόθεση ότι η ισοδιανεμητική αρχή του θα μπορεί να πραγματοποιείται—χωρίς κανένα νομικό ή άτυπο εξαναγκασμό ή μέσω κάποιας διαδικασίας κοινωνικής επιβολής— στην προηγμένη κομμουνιστική κοινωνία που θα παράγει αγαθά σε αφθονία [4, 7, 8]. Ως προς το περιεχόμενο που δίνει στην ισότητα αναφορικά με το δίκαιο για την πρώιμη κομμουνιστική (σοσιαλιστική) φάση της κοινωνίας, ο Μαρξ θεωρεί ότι κάθε ίσο δίκαιο οδηγεί σε ανισότητες διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις εγγενείς διαφορετικότητες (σε ικανότητες, ταλέντα, παραγωγικότητα κλπ.) μεταξύ των ατόμων [4]. Ας διερευνήσουμε όμως πιο διεξοδικά τις επιμέρους πτυχές της κομ­μουνιστικής ισότητας όπως εμφανίζονται στη σκέψη του Μαρξ.
Η κομμουνιστική κοινωνία στην πρώιμη (σοσιαλιστικά) φάση της —και η αντίστοιχη ισότητα— θα αναπτύσσονται υπό την επιρροή του καπιταλιστικού δικαίου ως εξής:
«Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς αναδύε­ται από την καπιταλιστική κοινωνία- η οποία, επομένως, από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι ακόμα γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας που από τους κόλπους της βγήκε» [4].
Ο Μαρξ ορίζει το μέτρο της οικονομικής αξιολόγησης της ισότητας ως εξής,
στο πλαίσιο ενός φυσικού, κληρονομικού (γενετικού) δικαιώματος που βασίζει σε υποθετικές εγγενείς ανισότητες στις ικανότητες μεταξύ των ατόμων:
«Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργα­σίας τους- η ισότητα βρίσκεται στο γεγονός ότι μετρούν με ένα ίδιο μέ­τρο, με την εργασία. Όμως ο ένας υπερέχει από τον άλλο, φυσικά ή πνευ­ματικά, και ποοσφέοει περισσότερη εργασία στον ίδιο χρόνο, ή μπορεί να δουλεύει περισσότερο χρόνο-και η εργασία για να χρησιμεύσει σαν μέτρο πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη διάρκεια ή την ένταση της αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο. Αυτό το ίσο δικαίωμα είναι ένα άνισο δικαίωμα για άνιση εργασία. Δεν αναγνωρίζει ταξικές διαφορές διότι ο καθένας είναι ένας εργάτης όπως όλοι- αλλά αναγνωρίζει σιωπηρά άνισο ατομικό κλη­ροδότημα, κι επομένως παραγωγική ικανότητα, ως ένα φυσικό προνόμιο. Είναι, ως εκ τούτου, ένα δικαίωμα της ανισότητας, στο περιεχόμενο του, όπως και κάθε δικαίωμα. Το δίκαιο, από τη φύση του, μπορεί να υπάρ­χει μόνο στην εφαρμογή ενός ίσου μέτρου- όμως άνισα άτομα (και δεν θα ήταν διαφορετικά άτομα αν δεν ήταν άνισα) μπορούν να μετρηθούν μό­νο με ίσο μέτρο εφόσον τίθενται υπό μία ίση άποψη [...]» (υπογραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Μαρξ εξέφραζε παρόμοιες απόψεις περί κληροδοτούμενων ικανοτήτων και σε νεαρή ηλικία. Στα Χειρόγραφα του 1844 έγραφε:
«Ο άνθρωπος είναι άμεσα ένα φυσικό ον. Ως φυσικό ον και ως ένα ζω­ντανό φυσικό ον είναι αφ' ενός προικισμένος με φυσικές δυνάμεις, δυνά­μεις ζωτικής σημασίας — είναι ένα ενεργό φυσικό ον. Αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν σε αυτόν ως τάσεις και ικανότητεςως ένστικτα» (υπογραμ­μίσεις δικές μου) [9].
Ανθρώπινες ικανότητες για τον Μαρξ είναι «κάθε ανθρώπινη σχέση του με τον κόσμο, όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή, σκέψη, αντίληψη, αίσθημα, επι­θυμία, βούληση, δημιουργία, έρωτας — με λίγα λόγια, εφόσον ο ίδιος βεβαιώνει και εκφράζει όλα τα όργανα της ατομικότητας του» [10]. Τα προαναφερθέντα αποσπάσματα αποκαλύπτουν την πίστη του Μαρξ ότι τα άτομα διαθέτουν φυ­σικές (δηλ. εγγενείς) δυνάμεις (τάσεις και ικανότητες, ένστικτα), τις οποίες χα­ρακτηρίζει ως ατομικό κληροδότημα. Αναφορικά με τους όρους 'τάσεις' και 'ένστικτα', ο Μαρξ προφανώς δεν αναφερόταν σε μυϊκές ή σκελετικές ικανότη­τες, που είναι εν πολλοίς γενετικά εξαρτώμενες, αλλά σε πνευματικές/διανοητικές ιδιότητες, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη φράση του «...ο ένας υπερέ­χει από τον άλλο [...]πνευματικά,...». Εκτός τούτων, ο επιπρόσθετος χαρακτη­ρισμός τους από τον Μαρξ ως φυσικό ατομικό προνόμιο, πλησιάζει (συνειδητά/ασυνείδητα) στη θέση του Λοκ για την ύπαρξη φυσικών ατομικών δικαιωμά­των.
Για δε τους τρόπους αξιολόγησης της εργασίας (σε χρονική διάρκεια, ποσό­τητα και ποιότητα) και της κατανομής του κοινωνικού πλούτου μεταξύ των με­λών της πρώιμης κομμουνιστικής κοινωνίας, ο Μαρξ σημειώνει:
«...ο μεμονωμένος παραγωγός λαμβάνει πίσω από την κοινωνία —μετά τις μειώσεις που έχουν γίνει— ακριβώς αυτό που της δίνει. Αυτό που της έχει δώσει είναι το ατομικό του τμήμα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνι­κή εργάσιμη ημέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών ερ­γασίας- ο ατομικός χρόνος εργασίας του κάθε παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας στο οποίο συνέβαλε το μερίδιο του σε αυτή. Αυτός λαμβάνει ένα πιστοποιητικό από την κοινωνία ότι έχει προ­σφέρει τόση και τέτοια ποσότητα εργασίας (μετά την αφαίρεση της εργα­σίας του για τα κοινά ταμεία)- και με αυτό το πιστοποιητικό, αντλεί από το κοινωνικό απόθεμα των μέσων κατανάλωσης όσο και το ίδιο ποσό του κόστους εργασίας. Το ίδιο ποσό της εργασίας που έχει δώσει στην κοινω­νία σε μία μορφή, που παίρνει πίσω σε μια άλλη» (υπογραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Μαρξ ήταν επηρεασμένος από τον καπιταλισμό τόσο πολύ που έβλεπε τον κομμουνισμό ως συνέχεια του. Θα πρέπει να του αναγνωριστεί ότι στη διαμόρ­φωση της αντίληψης του για την ισότητα επηρεάστηκε από το επίπεδο των βιο­λογικών επιστημών, πολύ περισσότερο από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβί­νου που διαχωρίζει εκ γενετής τα άτομα (και τις φυλές) σε πνευματικά ανώτε­ρα και κατώτερα [11]. Επομένως, ήταν φυσικό για τον οικονομολόγο Μαρξ να εξαρτά την απόδοση της εργασίας και τη μισθολογική αξία της αναλογικά με τις έμφυτες ικανότητες/ταλέντα κάθε ατόμου4.
Παρόμοια αντίληψη με τον Μαρξ για την ισότητα είχε και ο Ένγκελς. Επι­πλέον, θεωρούσε παραλογισμό κάθε αίτημα που δεν συνέδεε το μαρξιστικό πε­ριεχόμενο της ισότητας αποκλειστικά με την κατάργηση των τάξεων:
«...το πραγματικό, το ουσιαστικό περιεχόμενο του προλεταριακού αιτή­ματος για ισότητα είναι το αίτημα για την κατάργηση των τάξεων. Κάθε αίτημα για ισότητα που πάει παραπέρα καταντάει αναγκαστικά παραλο­γισμός» [13].
Στην ίδια μαρξιστική αντίληψη της ανισότητας στις ικανότητες μεταξύ των ατόμων θα στηριχθεί και η θέση του Λένιν για την κατανομή των αγαθών στον σοσιαλισμό,
« "ανάλογα με την εργασία " (και όχι ανάλογα με τις ανάγκες)» [14].
Επιβεβαιώνοντας τον κανονιστικό χαρακτήρα της μαρξιστικής ισότητας ως τη σχέση της με άνισα ατομικά δικαιώματα και την αξιολόγηση τους με ένα απροσδιόριστο ίδιο "ποσό" κοινωνικής εργασίας" κατά τον πρώιμο κομμουνι­σμό (δηλ. σοσιαλισμό), ο Λένιν σημειώνει ότι:
«Κάθε δικαίωμα αποτελεί εφαρμογή ενός ίδιου μέτρου για διαφορετι­κούς ανθρώπους, που στην πραγματικότητα δεν είναι οι ίδιοι, δεν είναι ίσοι μεταξύ τους- γι' αυτό το 'ίσο δίκαιο* αποτελεί παραβίαση της ισότη­τας και αδικία. Πράγματι, ο καθένας, έχοντας επιτελέσει το ίδιο ποσό κοι­νωνικής εργασίας με έναν άλλο, παίρνει ένα ίσο μερίδιο από την κοινωνι­κή παραγωγή [...]. Όμως οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι μεταξύ τους: ένας εί­ναι πιο δυνατός, άλλος πιο αδύνατος· ένας είναι παντρεμένος, άλλος όχι· ο ένας έχει περισσότερα παιδιά, ο άλλος λιγότερα, κ.ο .κ.»
κι επομένως,
«στο πρώτο στάδιο τον κομμουνισμού [...] θα μείνουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα όιαφορέα άδικες, αλλά δεν θα μπορεί να γίνεται εκ­μετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί θα είναι αδύνατο να γίνουν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, οι μηχανές, η γη, κλπ.» (υπο­γραμμίσεις δικές μου) [14].
Βασιζόμενος δε στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Λένιν θα συ­μπυκνώσει το διανεμητικό μοντέλο του Μαρξ στις σοσιαλιστικές αρχές:
«Αυτός που δεν εργάζεται, ούτε θα τρώει», και «Ίση ποσότητα αγαθών για ίση ποσότητα εργασίας» [14].
Ο Τρότσκι θα συμφωνήσει με το σοσιαλιστικό διανεμητικό μοντέλο του Λέ­νιν ("ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας"), διαπιστώνοντας ότι για την ανάπτυξη του θα χρειαστούν καπιταλιστικά μισθολογικά εργαλεία: «Για να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις, είναι αναγκαία η προσφυ­γή στους συνήθεις τρόπους πληρωμής μισθών — δηλαδή, στην κατανομή των αγαθών της ζωής ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της ατομι­κής εργασίας»
Και καταλήγει—αναγνωρίζοντας εμμέσως ως πρακτικά ανεφάρμοστη τη θέ­ση του Μαρξ ότι «το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της εργασίας τους»— ότι,
«στα πρώτα βήματα του το κράτος των εργατών δεν μπορεί ακόμα να επι­τρέψει σε καθέναν να εργάζεται «σύμφωνα με τις ικανότητες του» —δη­λαδή, όσο μπορεί κι επιθυμεί— ούτε μπορεί να αμείβει καθέναν «σύμφωνα με τις ικανότητες τον», ανεξάρτητα από την εργασία που κάνει» (υπο­γραμμίσεις δικές μου) [15]. Όλες αυτές οι διαφορετικές εκδοχές του μαρξιστικού ίσου μέτρου μισθοδο-τούμενης εργασίας προέκυψαν και από την εξής σχετική θέση του Μαρξ:
«Η πολυπλοκότερη εργασία είναι απλώς απλή εργασία με περισσότερη δύναμη ή μάλλον πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, έτσι ώστε μια μικρό­τερη ποσότητα περίπλοκης εργασίας να είναι ισάξια με μια μεγαλύτερη ποσότητα πιο απλής εργασίας» [16].
Υπερασπιζόμενος τον Μαρξ στο Αντί-Ντύρινγκ, ο Ένγκελς στηλιτεύει τον Ντύρινγκ ότι στη συγκεκριμένη άποψη του Μαρξ δήθεν ανακάλυψε μια επικίν­δυνη σοσιαλιστική ανισότητα αναφορικά με τη διαφορετική αποτίμηση του χρό­νου μεταξύ της απλής και της σύνθετης (εξειδικευμένης, πνευματικά ανώτερης κ.λπ.) εργασίας. Ο Ντύρινγκ επικρίνει τον Μαρξ διότι αντί να υποστηρίζει ότι ο χρόνος της απλής και της σύνθετης εργασίας θα έπρεπε να είναι ίσος σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αντιθέτως θεωρεί ότι ο χρόνος της σύνθετης εργασίας αξίζει περισσότερο από τον ίσο χρόνο της απλής εργασίας επειδή συμπυκνώνε­ται μέσα σ' αυτόν περισσότερος μέσος χρόνος απλής εργασίας. Ο Ένγκελς, ερ­μηνεύοντας τον Μαρξ, τον δικαιολόγησε ότι με το συγκεκριμένο εδάφιο έδινε απάντηση στο ερώτημα για το τι «...καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων...», δηλαδή για ένα «απλό γεγονός, που συντελείται κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία» [16].
Εντούτοις, η διάκριση μεταξύ απλής και σύνθετης εργασίας στη διάρκεια χρόνου υπονοείται επίσης σαφώς και στην προαναφερθείσα θέση του Μαρξ: «Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της ερ­γασίας τους- [...] και η εργασία για να χρησιμεύσει σαν μέτρο πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη διάρκεια ή την ένταση της αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο» [4], αλλά και στην Κριτική στην Πολιτική Οικονομία («Δι­αφοροποιήσεις στη διάρκεια της εργασίας είναι η μόνη πιθανή διαφο­ρά που μπορεί να προκύψει, με ορισμένη υποτίθεται την ποιότητα της») (υπογραμμίσεις δικές μου) [17].
Προβλήματα της Μαρξιστικής ισότητας
Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που ο Μαρξ δεν συνεκτίμησε (ή δεν του ήταν εφικτό) στη διαμόρφωση της αντίληψης του για την ισότητα και για την εφαρ­μογή της στην εξελισσόμενη πρώιμη και ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία. Ανάλογα πάσχουν και οι θέσεις των κλασικών του Μαρξισμού για το ίδιο θέμα.
Εξάλλου, δεν μπορούσε ο Μαρξ και οι κλασικοί να προβλέψουν όλες τις κοινω­νικές αλλαγές σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο καπιταλισμό, ούτε βοηθήθηκε από το χαμηλό επίπεδο των επιστημών της εποχής του. Συνεπώς, δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν επιστημονικά το περιεχόμενο της εξελισσόμενης κομμουνι­στικής ισότητας, περιορίζοντας το κυρίως σε οικονομικό πλαίσιο.
Από τα βασικότερα προβλήματα είναι η θέση του Μαρξ ότι τα άτομα θα πρέ­πει να αμείβονται ανταποδοτικά και ανάλογα με τις μεταξύ τους εγγενώς άνι­σες ικανότητες. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μαρξ στον πρώιμο κομμουνισμό ορίζει την ισότητα στη διανομή του κοινωνικού πλούτου με βάση τη μισθοδοτούμενη εργασία ως ίσο κριτήριο μέτρησης της άνισης κοινωνικής συνεισφοράς των άνισων ως προς τις παραγωγικές ικανότητες ατόμων. Πέρα από το πρόβλημα του διαχωρισμού της εργασίας σε απλή και σύνθετη, ο Μαρξ ορίζει το μέτρο της ισότητας του με τη «σιωπηρή αναγνώριση» ότι για κάθε άτο­μο η «παραγωγική ικανότητα» είναι ένα «άνισο κληροδότημα», δηλαδή ένα γε­νετικό, «φυσικό προνόμιο» [4]. Όπως έχει ήδη δειχθεί εκτενώς αλλού, η κοινωνιοβιολογική άποψη (και πυρήνας της ιδεολογίας του σύγχρονου καπιταλισμού) περί έμφυτων διαφορών στις ικανότητες έχει ξεπεραστεί πλέον από τη βιολογία [5, 18-22], ενώ η εκ γενετής διανοητική ισοδυναμία της λειτουργικότητας του ανθρώπινου εγκεφάλου (για όλα τα εκ γενετής βιολογικώς φυσιολογικά άτομα) έχει επιβεβαιωθεί από τις πρόσφατες ανακαλύψεις στη βιοχημική λειτουργικό­τητα του [21,23,24]. Επιπλέον, η ιδέα των γενετικά κληρονομούμενων ταλέντων ('παιδιά θαύματα') έχει απορριφθεί και από την ψυχολογία, ακόμα και στο πε­ριπτωσιολογικό πλαίσιο [25, 26]. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν πίστευε ότι το κοινωνικό άτομο προσδιορίζεται μόνο από τα εγγενή χαρακτηριστικά του. Στην κριτική του για τον Προυντόν, έγραψε ότι «... η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης» [27].
Η προηγηθείσα παρουσίαση της αντίληψης του Μαρξ (αλλά και των πρωτα­γωνιστών της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης) για την ισότη­τα δείχνει ότι αυτή περιέχει στοιχεία οικονομικής αξιολόγησης που βρίσκουμε στα σύγχρονα καπιταλιστικά ιδεολογήματα περί αξιοκρατίας. Δηλαδή, το άτο­μο παίρνει πίσω από την κοινωνία αυτό που του αξίζει, το ποσό της εργασίας του (κοινωνικά πιστοποιημένο με κουπόνια στην πρώην ΕΣΣΔ), μετρημένο σε ισοδύναμα μισθοδοτούμενης εργασίας ανάλογα με τα ταλέντα και τις ικανό­τητες του. Η αρχή της τυπικής αστικής οικονομικής ισότητας "ανταλλαγή ίσων ανταλλακτικών αξιών" μεταλλάσσεται στη μαρξιστική ισότητα σε ανταλλαγή ίσων εργασιακών ισοδύναμων (μεταξύ άνισων ατόμων).
Το σκέλος της μαρξιστικής αρχής της ισότητας «στον καθένα ανάλογα με την απόδοση της εργασίας του», όσο κι αν ήταν καλοπροαίρετο στη σύλληψη του, θα καταλήξει να εμφορείται από την αρχή του ανταγωνιστικού κινήτρου για δικαιότερη μισθολογική αμοιβή "στον καθένα ανάλογα με τις εγγενείς του ικανότητες". Αυτό το αξιοκρατικό κίνητρο, ως δύσκολα διαχωριζόμενο από την αστική αρχή της αξιοκρατίας, θα αλλάξει σταδιακά την κοινωνική φύση του αν­θρώπου προς τον ανταγωνιστικό ατομικισμό. Αυτό το κίνητρο ήταν ένας από τους λόγους που η γραφειοκρατία των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλι­σμού υποδέχθηκε ασμένως και χωρίς αντιστάσεις την καπιταλιστική παλινόρ­θωση. Η αποδοχή από τον Μαρξιστικό κομμουνισμό της θέσης περί ύπαρξης εγγενών διανοητικών ή άλλων ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων καθιστά αδύ­νατο τον απογαλακτισμό του από τον καπιταλισμό, πυρήνας της ιδεολογίας του οποίου είναι ακριβώς αυτή η θέση [5]. Μια τέτοια ιδεολογική ενσωμάτωση στο κομμουνιστικό όραμα, όσο αισιόδοξα κι αν προσεγγιστούν οι ασαφείς εξισωτι­κές υποσχέσεις του, θα διαιωνίζει τις κοινωνικές ανισότητες για τους ακόλου­θους βασικούς λόγους.
Τα άτομα αντιλαμβάνονται την κοινωνική πραγματικότητα και επενεργούν σε αυτή με τις ικανότητες τους μέσα από τα μικροπεριβάλλοντά τους που τις διαμορφώνουν σε καθημερινή βάση (βλέπε επόμενο κεφάλαιο). Έτσι, τα άτο­μα τείνουν να εξιδανικεύουν τη σπουδαιότητα της κοινωνικής αξίας των ικα­νοτήτων τους και να δημιουργούν για τον εαυτό τους αντιλήψεις πνευματικής υπεροχής έναντι άλλων ατόμων. Επιπλέον, η αντίληψη της γενετικής εξάρτη­σης των ατομικών ικανοτήτων οδηγεί και στην εσφαλμένη αντίληψη για το ότι μπορούν να μετρηθούν (π.χ. με τα περιβόητα τεστ νοημοσύνης, ή IQ [19]). Οι αναπόφευκτες αμφισβητήσεις της ανωτερότητας των ικανοτήτων μεταξύ των ατόμων θα ασκούν κοινωνικές πιέσεις για την ποσοτική αξιολόγηση των δεξι­οτήτων τους στη διεκδίκηση πνευματικά 'ανώτερων' εργασιών, αλλά και για τον διακριτικό χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων. Επιπροσθέτως, αυτές οι λογι­κές θα δημιουργούν σε άτομα που προτιμούν να δραστηριοποιούνται πολιτι­κά (π.χ. έχουν εντρυφήσει στη ρητορική και έχουν αποκτήσει συγγραφική ευ­χέρεια) ανάλογες αντιλήψεις πολιτικής ιεραρχίας και τάσεις δημιουργίας μηχα­νισμών στήριξης της γονιδιακά εκπορευόμενης πολιτικής ανωτερότητας τους. Αναπόφευκτη εξέλιξη των μη αυτοδιαχειριστικών σοσιαλιστικών πολιτικών δο­μών εξουσίας θα είναι η δημιουργία υποστηρικτικών προς αυτές γραφειοκρα­τικών ομάδων από άτομα με ελιτίστικες αντιλήψεις (π.χ. τύπου κομματικής νε­ολαιίστικης πρωτοπορίας). Από το άλλο μέρος, η αντίληψη της γενετικής πνευ­ματικής ανισότητας θα στιγματίζει ορισμένα άτομα φαινομενικά υποδεέστερα στα μάτια άλλων, δημιουργώντας τάσεις απομόνωσης, αντιλήψεις μοιρολατρί­ας, αδιαφορίας και ήσσονος προσπάθειας για πνευματική εξέλιξη, ενώ σε άλλα θα δημιουργεί εκδικητικές και ανταγωνιστικές τάσεις κοινωνικής αναρρίχησης εις βάρος άλλων. Τέτοιες τάσεις θα ενισχύονται διαρκώς και δεν θα εκλείψουν ούτε σε συνθήκες υπεραφθονίας (πολλώ δε μάλλον σε έλλειψη) αγαθών. Θα θέτουν τη Μαρξιστική ισότητα σε διαρκή αμφισβήτηση, και τελικά θα οδηγήσουν και στην κατάρρευση του κομμουνιστικού οράματος. Αυτά τα προβλήματα δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ούτε στις αναρχικές κομμουνιστικές κοινωνίες, καθότι οι διακεκριμένοι στοχαστές του αναρχισμού Peter Kropotkin και Mikhail Bakunin τις οραματίστηκαν ως συγκροτημένες από άτομα εγγενώς διαφορετικά στις ικανότητες τους5. Όπως θα εξηγηθεί στο επόμενο κεφάλαιο, όλες αυτές οι καταστροφικές εξελίξεις μπορούν να αποτραπούν μόνο όταν ο κομμουνισμός διέπεται από μια αντικειμενική (επιστημονική) ηθική αρχή ισότητας, κατανοητή και αποδεκτή από όλους (μέσω της παιδείας) και επομένως κοινωνικά ενοποιη­τική. Τέτοια είναι η άνευ όρων ισότητα μεταξύ των ανθρώπων στις ικανότητες ειδωμένες μόνο ως επίκτητες.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η μαρξιστική ιστορική υλιστική προσέγγιση που θεωρεί την επίτευξη της ισότητας στην κομμουνιστική κοινωνία ως αναπόφευ­κτο αποτέλεσμα των δυνάμεων της ιστορικής αλλαγής. Θεωρεί ότι ο καπιταλι­σμός είναι προορισμένος να εμφανιστεί, να αναπτυχθεί και να εκφυλιστεί, γεν­νώντας τον κομμουνισμό, ο οποίος θα οικοδομηθεί στηριζόμενος στα επιτεύγ­ματα του καπιταλισμού, ενώ θα ξεπεράσει με απροσδιόριστους τρόπους τους περιορισμούς και τις επιρροές του. Η ιδέα ότι η κομουνιστική κοινωνία προορί­ζεται να γεννηθεί χωρίς να γνωρίζουμε το πώς, υποβαθμίζει κάθε προσπάθεια προσχεδιασμού και άμεσης υλοποίησης της. Ο μαρξισμός προσφέρει μικρή βοή­θεια στην αντιμετώπιση δύσκολων επιλογών για το σχεδιασμό της κομμουνιστι­κής κοινωνίας, και για τον προσδιορισμό του πολιτικού περιεχομένου της ισότη­τας που θα της αρμόζει.
Προβληματικός είναι και ο πολιτικός ρόλος του προλεταριάτου, της κοινωνι­κής τάξης που προορίζεται να επιβάλει και να εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Για τον μαρξισμό, το προλεταριάτο έχει μια ιστορική αποστολή με συγκεκριμένα χα­ρακτηριστικά: Είναι η κοινωνική τάξη που παράγει τον πλούτο και αποτελεί την πλειοψηφία κάθε κοινωνίας, είναι το υποκείμενο της καπιταλιστικής εκμετάλ­λευσης και έχει την απόλυτη ανάγκη να την καταργήσει. Αφήνοντας κατά μέ­ρος το ακανθώδες ζήτημα του προσδιορισμού του προλεταριάτου στη σημερινή εποχή, τα αποστολικά χαρακτηριστικά του δεν συνεργούν αναγκαστικά μεταξύ τους. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες τα άτομα με τη μεγαλύτερη ανάγκη (π.χ. οι άνεργοι προλετάριοι) κι εκείνα που υφίστανται ενεργητικά την εκμετάλλευση (οι εργαζόμενοι προλετάριοι) συγκροτούν χρονικά μεταβαλλόμενες κοινωνικές υποομάδες, όχι κατ' ανάγκη συμπορευόμενες συμφεροντολογικά — π.χ. τα πρώ­τα θα ήθελαν να είναι στη θέση των δεύτερων και όχι αντιστρόφως. Ο καπιτα­λισμός αντικαθιστά τον συνδικαλισμό με την ατομική ευθύνη στις οικονομικές διεκδικήσεις προκειμένου να μην μπορούν να υπάρχουν οικονομικά ομοιογενείς πλειοψηφικές κοινωνικές τάξεις σε μέγιστη εκμετάλλευση και μέγιστη ανάγκη,
και ως εκ τούτου με το μέγιστο κίνητρο για επανάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα, ο καπιταλισμός ενδέχεται να μην παράγει νομοτελειακά τους 'νεκροθάφτες' του, παρά μόνο όταν η αριστερά προωθεί τον σαφέστερο διαχωρισμό των τάξεων σε εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες.
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι και η προσμονή του Μαρξ για την αφθονία των αγαθών ως προϋπόθεση επίτευξης της κομμουνιστικής ισότητας, καθότι ήταν εντυπωσιασμένος από τις μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες του καπιταλισμού. Θεωρούσε τον καπιταλιστικό τρόπο και τις τεχνικές παραγω­γής ως αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αν και στην εποχή του οι παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες ανακύκλωσης (π.χ. οι χωρικοί της Κίνας λίπαιναν τα χωράφια τους με τα περιττώματα τους), ο Μαρξ δεν αναγνώρισε —ή το θεωρούσε ως κάτι δευτερεύον— στις τεχνικές και την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής ότι πρόκειται για μια οικο­νομία της σπατάλης. Έτσι, ο Μαρξ προέβλεψε ότι μια κομμουνιστική κοινωνία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της βιομηχανικής προόδου για την εξάλειψη της σπανιότητας των αγαθών, εξασφαλίζοντας έτσι ότι όλοι οι άνθρω­ποι θα έχουν άφθονους πόρους για μια ευημερούσα ζωή μετά την ολοκληρωτική κατάργηση της ταξικής κοινωνίας.
Όμως αυτή η πρόβλεψη είναι πλέον προβληματική ως προς την ορθότητα της και θέτει περιορισμούς στην εφαρμογή της μαρξικής ισότητας τόσο στον πρώ­ιμο όσο και στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, ιδιαίτερα υπό την εν εξελίξει κα­ταστροφή της φύσης την οποία διέβλεψε ο Μαρξ [30]. Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια οικολογική κρίση ανυπολόγιστων διαστάσεων (φαινόμενο θερμοκηπίου, έλ­λειψη πόσιμου νερού, εξάντληση φυσικών και ενεργειακών πόρων, τήξη πάγων, αποψίλωση δασών κ.λπ.). Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία βρισκόμα­στε αντιμέτωποι με την εξάντληση ενός βασικού ενεργειακού πόρου, του πετρε­λαίου. Σε αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η υποβάθμιση της βασικής επιστημονικής έρευνας ως μη άμεσα αποδοτικής οικονομικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες (που προκύ­πτουν κυρίως από τη βασική έρευνα), τη συνακόλουθη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, και την ανεξέλεγκτη μετατροπή του σε κερδοσκοπικό τραπεζικό εμπόρευμα και «φούσκα», και πιθανό νεκροθάφτη του χρηματιστηριακού καπι­ταλισμού. Εντούτοις, η βασική έρευνα του προηγούμενου αιώνα ακόμα παρά­γει νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα στην αυτοματοποίηση. Τέτοιο παράδειγμα είναι η υπό εξέλιξη τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης προϊόντων (όπως σπί­τια, αυτοκίνητα κ.λπ.) μέσω διαδοχικής πρόσθεσης επάλληλων στρώσεων υλι­κού. Μειώνει μεν το κόστος παραγωγής βγάζοντας τον εργάτη εντελώς έξω από την παραγωγική διαδικασία, αλλά τον καταργεί και ως καταναλωτή εμβαθύνο­ντας έτσι την κρίση του καπιταλισμού (ένας άλλος πιθανός νεκροθάφτης του).
Όλα αυτά τα εμπόδια για την επίτευξη της αφθονίας είναι απρόβλεπτο πότε και αν θα ξεπεραστούν, ιδιαίτερα με κίβδηλες σοσιαλιστικές πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετο σχετικό πρόβλημα είναι το ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τους σχετιζόμενους με αυτά περιορισμένους φυσικούς πόρους έχει πλέον επεκταθεί στην εποχή μας σε όλους τους φυσικούς πόρους (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ορυκτά έως και το νερό), την πνευματική ιδιοκτησία ακόμα και το γενετικό υλικό του ανθρώπου. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα περι­ορίζουν την αφθονία και την αξιοποίηση του συνόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών αν ελέγχονται από ιδιώτες στο πλαίσιο αριστερών πολιτικών σταδιακής μετάβασης σε σοσιαλιστικές κοινωνίες.
Η αφθονία των αγαθών δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια κομμου­νιστική κοινωνία, πρώιμη ή ανεπτυγμένη, παρά μόνο όταν είναι δομημένη στη βάση μιας κομμουνιστικής ισότητας χωρίς όρους. Όμως, η αφθονία των αγαθών δεν εξασφαλίζει την επίτευξη και διατήρηση της μαρξιστικής ισότητας για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, είναι αμφίβολο αν ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, διατηρώντας παράλληλα τις παραγωγικές δυνάμεις του καθώς και τους φυσι­κούς πόρους του πλανήτη μας, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Η ανισότητα στις ατομικές ικανότητες στον κομ­μουνισμό αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για ίση αμοιβή όταν οι πόροι είναι σχε­τικά περιορισμένοι. Και σε αφθονία αγαθών, τα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν ανώτερες ικανότητες θα διεκδικούν να ικανοποιούν περισσότερες και ακριβό­τερες ανάγκες (ανισότητα στις ανάγκες). Αυτό συνεπάγεται περισσότερη συσ­σώρευση και κατανάλωση αγαθών από τα υποτιθέμενα πιο ικανά άτομα, με μα­κροπρόθεσμη κατάληξη την έλλειψη σε πόρους. Δεύτερον, η ισότητα του Μαρξ, όπως ο ίδιος υποθέτει, θα καθιερώνεται σταδιακά υπό την υπολειπόμενη επιρ­ροή της οικονομικής νοοτροπίας και όλου του συστήματος ψυχικών κινήτρων και αξιών του καπιταλισμού, τα οποία υποτίθεται ότι θα εκλείψουν στην πορεία επίτευξης του προηγμένου κομμουνισμού. Όμως, μια τέτοια πορεία δύσκολα θα απέφευγε την καπιταλιστική παλινόρθωση. Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997) θεωρεί ότι το μετακαπιταλιστικό σύστημα επιρροής ενδημεί και στον Μαρξισμό:
«Αυτό το σύστημα το δημιούργησε και το επέβαλλε ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός το εγκολπώθηκε τελικά περίπου αμετάβλητο. Το κεντρικό του σημείο είναι η ιδέα ότι ο σκοπός της κοινωνικής ζωής είναι η απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, του "εθνικού προϊόντος" και τον "εθνικού πλούτον ". Αντή η απεριόριστη ανάπτυξη έχει γίνει το φετίχ της σύγχρονης κοινωνίας, είτε σαν αυτοσκοπός είτε σαν το απόλυτο μέσο για να φτάσουμε στην απελευθέρωση του ανθρώπου (αυτή είναι η μαρξιστι­κή παραλλαγή)» [31].
Ο Μαρξ προβληματίζει και με τις υποθετικές προβλέψεις του για την κα­θιέρωση της υπέρτατης αρχής της ισότητας στον προηγμένο κομμουνισμό της αφθονίας αγαθών, ενώ επαναλαμβάνει εμμέσως την αντίληψη του περί απλής και σύνθετης εργασίας (ως «αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωμα­τική εργασία»):
«Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν εξαφανιστεί η υποόουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, και με αυτή επίσης και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σω­ματική εργασία- όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής- όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις, και θα ανα­βλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου - τότε μόνο θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαί­ου και η κοινωνία θα εγγράφει στα πανό της: Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του!» (υπο­γραμμίσεις δικές μου) [4].
Ο Τρότσκι θα διευκρινίσει περισσότερο τη μαρξική «φόρμουλα» της ανώτε­ρης ποιότητας κομμουνιστικής ισότητας. Επιχειρεί να παραμερίσει το ιδεολογι­κό υπόβαθρο της (την ανισότητα στις ατομικές ικανότητες, δηλαδή «τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις») με αλτρουιστικές υποθέσεις (περί γενναιόδωρης κοινω­νικής απόκρισης) και υπεραισιόδοξες έως ακραίες ψυχοπαθολογικές προϋπο­θέσεις (που κυμαίνονται από την αφθονία αγαθών στην υψηλή πολιτιστική πει­θαρχία από φυσιολογικά, όχι «άρρωστα και ανώμαλα» άτομα - προσφέροντας έτσι περιθώρια παρερμηνειών και εφαρμογής παρόμοιων χαρακτηρισμών σε δι­αφωνούντες), και με την προσθήκη από τον Τρότσκι στη φόρμουλα μιας άλλης ισότητας που δεν προσδιόρισε:
«Τα δύο μέρη αυτής της φόρμουλας είναι αξεχώριστα. "Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του ", με την κομμουνιστική, όχι την καπιταλι­στική, έννοια, σημαίνει: Η εργασία έχει τώρα πάψει να είναι μια υποχρέ­ωση, και έχει γίνει μια ατομική ανάγκη- η κοινωνία δεν χρειάζεται πια τον καταναγκασμό. Μονάχα άρρωστα και ανώμαλα πρόσωπα θα αρνηθούν να εργαστούν. Δουλεύοντας "σύμφωνα με την ικανότητα τους" —δηλα­δή σύμφωνα με τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις τους, χωρίς να βιάζουν τον εαυτό τους— τα μέλη της κομμούνας, χάρη σε μια υψηλή τεχνική, θα γεμίζουν αρκετά τις αποθήκες της κοινωνίας, έτσι που η κοινωνία να μπορεί να δίνει γενναιόδωρα στον καθένα και σε όλους "σύμφωνα με τις ανάγκες τους", χωρίς ταπεινωτικό έλεγχο. Έτσι, η κομμουνιστική αυτή φόρμουλα με τις δύο αξεχώριστες πλευρές, προϋποθέτει αφθονία, ισότη­τα, μια ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, και μια υψηλή πολιτι­στική πειθαρχία» (υπογραμμίσεις δικές μου) [32].
Μάλιστα, ο Λένιν σημειώνει ότι αυτό θα συμβεί,
«Όταν όλα τα μέλη της κοινωνίας, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψη­φία, έχουν μάθει να διοικούν το κράτος, έχουν πάρει αυτό το έργο στα χέρια τους», ότι «οι άνθρωποι θα συνηθίσουν σταδιακά να παρατηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες της κοινωνικής ζωής που είναι γνωστοί εδώ και αιώνες και επαναλαμβάνονται χιλιάδες χρόνια. Θα εξοικειωθούν πα­ρατηρώντας τους, χωρίς βία, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς υποταγή, χωρίς τον ειδικό μηχανισμό εξαναγκασμού που ονομάζεται το κράτος», και ότι θα πρέπει να αφήνουμε «...εντελώς ανοικτό το ζήτημα των χρονικών περι­όδων και των συγκεκριμένων μορφών που θα πάρει η απονέκρωση, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για να λύσουμε τα ζητήματα αυτά» [33].
Η υποκειμενικότητα, ασάφεια και χρονική απεραντοσύνη (το «εντελώς ανοι­κτό το ζήτημα των χρονικών περιόδων», που εύκολα μετατρέπεται σε μονιμό­τητα) υλοποίησης των προαναφερθεισών προϋποθέσεων για την επίτευξη της κομμουνιστικής ισότητας, δεν μας φωτίζουν επίσης και ως προς το πώς η απαι­τούμενη ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, και η υψηλή πολιτιστική πειθαρχία θα ξεπηδήσουν στους ανθρώπους με μεταβατικές ανισοδιανεμητικές σοσιαλιστικές πολιτικές.
Με δεδομένο ότι οι ανάγκες προκύπτουν και από τα διαθέσιμα εισοδήματα και πόρους η απόκτηση των οποίων σχετίζεται με την ανισότητα στις ικανότη­τες, ανισότητα υφίσταται, κατ' επέκταση, και στην κοινωνική αξία και το περιε­χόμενο των αναγκών μεταξύ των ατόμων. Αν δεχθούμε την ισχύ της ανισότητας στις ικανότητες, αυτή αναγκαστικά μετατρέπεται και σε πνευματική ανισότητα στις ανάγκες. Επομένως η αρχή της μαρξικής κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του στον καθένα ανάλογα με τις ανά­γκες του» είναι ουσιαστικά προσδιοριστική αρχή της υποτιθέμενης γενετικής ανισότητας μεταξύ των ατόμων. Κι αυτό γιατί εξαρτά τη διανομή του κοινωνι­κού προϊόντος σε κάθε άτομο και την ικανοποίηση των αναγκών του ανάλογα με τους έμφυτους περιορισμούς που υφίστανται μεταξύ των ατόμων. Επίσης, ο Μαρξ παρακάμπτει το γεγονός ότι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής υπό καθεστώς άνισα αμειβόμενων ατομικών ικανοτήτων, δεν καταργεί την οικονομική εκμετάλλευση και τον διαχωρισμό της πνευματικής από τη χειρωνακτική εργασία. Απλά τα αντικαθιστά με μια άλλη μορφή εκμε­τάλλευσης, πνευματική, εξουσιαστική και γραφειοκρατική.
Η άποψη του Μαρξ ότι τα άτομα είναι άνισα ως προς τις υποτιθέμενες εγγενείς ικανότητες τους (ορισμένα άτομα έχουν λιγότερες ικανότητες και άλλα περισσότερες και άρα είναι ικανότερα για πιο σύνθετες εργασίες) είχε σημαντι­κές παρενέργειες. Η επιχειρηθείσα από τους κλασικούς του μαρξισμού πολιτική υλοποίηση της άνισης χρονικής αποτίμησης της απλής και της σύνθετης εργα­σίας [16], συνέβαλλε στην εμφάνιση της κομματικής γραφειοκρατίας (μαζί με τον συγκεντρωτισμό και την έλλειψη πραγματικής εσωκομματικής δημοκρατί­ας), στη διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας (ανώτερη και κατώτερη) και στην ανισόμετρη μισθολογική αποτίμηση τους στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, έως και στη διαστρεβλωμένη συνταγματοποίηση της μαρξικής κομμουνιστικής ισότητας, όπως διατυπώθηκε από τον Στάλιν: «από καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με την ερ­γασία του» [34]. Ο Τρότσκι θα στηλιτεύσει αυτή τη Σταλινική αρχή ως «εγγενώς αντιφατική, για να μην πούμε παράλογη» παραμόρφωση της Μαρξικής αρχής της κομμουνιστικής ισότητας «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», αλλά και απόδειξη «...όχι μόνο για τον ξεπεσμό του θεωρητικού επιπέδου των νομοθετών, αλλά και για το ψέμα με το οποίο, σαν ένας καθρέφτης του κυρίαρχου στρώματος, είναι διαποτισμένο το νέο σύνταγμα» [32].
Ol υποκειμενικά προσδιοριζόμενες και υπό υποκειμενικές προϋποθέσεις εφαρμοζόμενες μαρξικές αρχές της ίσης κατανομής του κοινωνικού πλούτου «σύμφωνα με τις ατομικές ικανότητες» και «με ίσο μέτρο την εργασία», δεν άρ­γησαν να μετατρέψουν την πρώην ΕΣΣΔ, όπως παραδέχθηκε και ο Λένιν, σε ένα «εργατικό κράτος με γραφειοκρατική διαστρέβλωση» [35]· ένα σοσιαλιστι­κό, κατ' όνομα, σύστημα που κατέρρευσε εκ των ένδον στα πρώην ανατολι­κά καθεστώτα, και που υφίσταται στην Κίνα ολοκληρωτικά στρεβλωμένο και οδεύον ολοταχώς προς τον καπιταλισμό.
Οι προαναφερθείσες αναντιστοιχίες στις υποθετικές ανισότητες στις ατομι­κές ικανότητες, στην τελεολογία του ιστορικού υλισμού, του ρόλου του προλε­ταριάτου, της αφθονίας αγαθών, της προβληματικής αποτίμησης της ατομικής εργασιακής συνεισφοράς και των υποκειμενικών και αβέβαιων προϋποθέσεων μεταμόρφωσης των ατόμων σε ενσυνείδητες κομμουνιστικές προσωπικότητες, εμπόδισαν τους κλασικούς του μαρξισμού να προσδιορίσουν τα ηθικά πρότυπα μιας ουσιαστικής κομμουνιστικής ισότητας για άμεση εφαρμογή. Πίστευαν ότι η ιστορική αλλαγή θα δώσει τις σωστές απαντήσεις για το εφικτό του περιεχομέ­νου της μαρξιστικής ισότητας. Το μόνο που ζητείται από τα άτομα είναι να είναι έτοιμα για πολιτική δράση όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία. Πολιτικά σχέδια, ηθι­κά ιδανικά, βασικά δικαιώματα, επανεξέταση της μαρξικής ισότητας αποφεύ­γονται ως ουτοπικές πολυτέλειες και σοσιαλιστικοί αναθεωρητισμοί. Το ξεπέρα­σμα των ορίων της μαρξικής ισότητας θα πρέπει να είναι στην καρδιά του μαρξιστικού προβληματισμού για μια επαναστατική αριστερά. Μπορεί να γίνει με το πάντρεμα του Μαρξισμού με τις σύγχρονες θετικές επιστήμες, ιδιαίτερα τις βιο­λογικές, για τον επαναπροσδιορισμό της ιδεολογικής βάσης και του περιεχομέ­νου της κομμουνιστικής ισότητας και τη μετεξέλιξη της σε ισότητα άνευ όρων.
Για μια νέα ιδεολογική βάση και περιεχόμενο της σοσιαλιστικής ισότητας
Ο Μαρξ απέρριπτε τις κατηγορίες ότι έγραφε «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος» [36]. Επομένως, και η αντίληψη του για την ισότητα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αδιαμφισβήτητη ιδεολογική συνταγή, ιδιαίτερα όταν η εφαρμογή της από τους κλασικούς του μαρξισμού και τους μεταγενέστερους πολιτικούς εκφραστές του υπήρξε ανεπιτυχής.
Όπως δείχθηκε προηγουμένως, η οικονομική αξιοκρατική λογική της ισότη­τας με βάση τις ατομικές ικανότητες διακατέχει τη σκέψη του Μαρξ και των κλα­σικών του Μαρξισμού για τον πρώιμο κομμουνισμό. Οι όροι «ισότητα», «ανισό­τητα», «ίσος, «άνισος», ιδιαίτερα σε σχέση με τον Μαρξικό όρο «προικοδότηση» (κληροδότημα), προϋποθέτουν μέτρηση ποσοτική, με ένα «μέτρο», μια ανθρώ­πινη επινόηση, κοινωνική σύμβαση. Για την ισότητα στον πρώιμο κομμουνισμό, ο Μαρξ θέτει ως μέτρο την ένταση (μη μετρήσιμη) και τη διάρκεια (μετρήσιμη) της εργασίας. Για την ισότητα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό (σε αφθονία αγα­θών), θέτει ως μέτρο την ικανοποίηση (μη μετρήσιμη) των ατομικών αναγκών, που θα είναι άνισες και μετρήσιμες ως σχετιζόμενες σε μεγάλο βαθμό με τις γε­νετικά προερχόμενες (συνεπώς μετρήσιμες) άνισες ατομικές ικανότητες.
Ο Antonio Gramsci (1891-1937), ένας από τους σημαντικότερους Μαρξι­στές στοχαστές στον 20ό αιώνα, δείχνει να αποκλίνει από τη Μαρξική αντίληψη της ισότητας. Στα Τετράδια της Φυλακής, ο Gramsci αναφέρει τη βιολογική επιστήμη («...που επιβεβαιώνει τη "φυσική" (-ψνχο-φυσική) ισότητα όλων των επιμέρους στοιχείων του ανθρώπινου «είδους»- όλοι γεννιούνται με τον ίδιο τρόπο, κλπ.») μεταξύ των συντελεστών δημιουρ­γίας της αίσθησης της (βιολογικής) ισότητας στους ανθρώπους [37].
Μια πραγματική κομμουνιστική ισότητα μπορεί να διαφοροποιηθεί πλή­ρως από την αστική ισότητα μόνο αν προσδιοριστεί στο περιεχόμενο της χωρίς προϋποθέσεις για όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως των φαινομενικών διαφορών τους στις ικανότητες. Μια τέτοια ισότητα είναι εφικτή επειδή βασίζεται στην αρχέτυπη κοινωνιο-βιολογική ισότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων. Επομέ­νως, έχει επιστημονική θεμελίωση και δεν είναι ένας αφύσικος στόχος ασύμβατος με την ανθρώπινη φύση [38]. Από το 1985, οι καθηγητές του Harvard Richard Levins (πληθυσμιακός γενετιστής) και Richard Lewontin (εξελικτικός βιολόγος και γενετιστής) είχαν συμπεράνει ότι «γεννιόμαστε ως άγραφος πίνακας στον οποίο η κοινωνία γράφει το μήνυμα της» [39]. Οι ανισόμετρες επιρροές του κα­πιταλισμού που ασκούνται διαρκώς επί του ατόμου, ακόμα και από τη στιγμή της σύλληψης του, είναι αυτές που κυρίως προκαλούν τις φαινομενικές διαφο­ρές στις ικανότητες μεταξύ των ανθρώπων. Και είναι η προβαλλόμενη από τον καπιταλισμό γενετική τους προέλευση που αιτιολογεί 'επιστημονικά' την ιδεο­λογία του ατομικισμού (ο γενετικός προκαθορισμός της πολιτικο-οικονομικής θέσης κάθε ατόμου), όπως έχει διατυπωθεί κυνικά από τη Margaret Thatcher (πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου): «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγ­μα όπως η κοινωνία. [...]. Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες και υπάρχουν οικο­γένειες...» [40].
Οι έννοιες "ατομικότητα" κι "εγώ" αποτελούν μια παραμόρφωση της πραγ­ματικότητας όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, ιδιαίτερα στον καπι­ταλισμό. Η ύλη της οποίας αποτελούμε μέρος είναι ένα ενιαίο όλον αναφορικά με την ενιαία υποατομική προέλευση της. Συνακόλουθα, ισοδυναμία υφίσταται μεταξύ των διαφορετικών στοιχειακών/μοριακών εκδηλώσεων της ύλης στο βι­οχημικό/βιολογικό (κύτταρα/οργανισμοί), στο εγκεφαλικό-λειτουργικό και στο εξ όλων αυτών επηρεαζόμενο κοινωνικό επίπεδο. Επομένως, η ιδέα της ισότη­τας, όπως και της ελευθερίας, δεν αποτελεί κοινωνική παραχώρηση προς το άτο­μο αλλά είναι οικουμενικό γνώρισμα της ζώσας ύλης, τουλάχιστον στη Γη. Η βιολογία, αλλά και η φυσική, έρχονται λοιπόν να επιβεβαιώσουν τον Έλληνα σοφιστή Αντιφώντα 2,5 χιλιάδες χρόνια αργότερα.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι πνευματική, μη μετρήσιμη και ανεξάρτητη της βιολογικής δομής (φυσιολογικής ή μη) του ατόμου και των φά­σεων εξέλιξης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το περιεχόμενο της εδράζεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο ο οποίος είναι αναπτυξιακά ισοδύναμος σε όλα τα βιολογικώς (εκ γενετής) φυσιολογικά άτομα ανεξαρτήτως φύλου ή εθνότητας. Όπως έχει δειχθεί διεξοδικά, η διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπινου εγκεφά­λου διαμορφώνεται δυναμικά λόγω της απεριόριστης βιοχημικής ευπλαστότητάς του, που βασίζεται σε ένα γενετικό υπόστρωμα κοινό για όλους τους ανθρώ­πους. Αυτή η ευπλαστότητα διαμορφώνει τις διανοητικές εγκεφαλικές λειτουρ­γίες, κυρίως μετά την γέννηση, ως απόκριση στη διαρκή -και διαφορετική σε κάθε άτομο- επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος και ποικίλων βιοχημικών παραγόντων (π.χ. θρεπτικές ουσίες τροφών, τοξικά χημικά και οι "επιγενετικές" αλλαγές που προκαλούν στο ανθρώπινο γονιδίωμα, κ.λπ.), και όχι από αμετά­βλητους έμφυτους παράγοντες (στάμπες χαρισμάτων) όπως τα ανύπαρκτα γονί­δια "ευφυίας", "ταλέντων" κ.λπ. [5,18-22,24,26,39].
Τα άτομα έχουν πεπερασμένες διανοητικές δυνατότητες για να συλλαμ­βάνουν το σύνολο των περίπλοκων συνιστωσών της κοινωνίας στη διάρκεια της ζωής τους. Κάθε άτομο αναπτύσσει ένα διαφορετικό από άλλα άτομα και απροσδιόριστο σύνολο ικανοτήτων. Τα άτομα μπορούν να αντιλαμβάνονται μόνο ορισμένες από τις συνιστώσες του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, κυρί­ως συνδεόμενες με τα δικά τους κοινωνικά μικροπεριβάλλοντα, που κατεξοχήν τους επηρεάζουν στην ανάπτυξη των δικών τους ικανοτήτων. Η δε διεύρυνση αυτών των ικανοτήτων στον μέγιστο δυνατό βαθμό, εξαρτάται από χρονικά και τοπικά ανισόμετρες και μεταβαλλόμενες κοινωνικές και προσωπικές επιρροές. Αυτές ασκούνται στα άτομα από τις διαχεόμενες κοινωνικές πληροφορίες και γνώσεις, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο και τους στόχους των υφιστάμενων εκπαιδευτικών και πολιτισμικών αξιών. Επιπλέον, οι φαινομενικά διαφορετικές ατομικές ικανότητες είναι αποτέλεσμα απρόβλεπτων μικροπεριβαλλόντων που εν δυνάμει εμφανίζονται, αναπτύσσονται, μεταλλάσσονται ή αντικαθίστανται από άλλα. Όλα αυτά επηρεάζουν με διαφορετικούς και απρόβλεπτους τρόπους τη μεγιστοποίηση των -δυνητικά ισοδύναμων σε όλους τους ανθρώπους- συν­δυαστικών διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπινου εγκέφαλου. Αυτό αντα­νακλά στο είδος και αριθμό των δημιουργούμενων ατομικών ικανοτήτων, αλλά και στην ικανότητα των ατόμων να αντιμετωπίζουν τους περιορισμούς των αν­θρώπινων αισθητηρίων οργάνων στην αναγνώριση ή παραμόρφωση της κοινω­νικής πραγματικότητας. Στις ίδιες περιβαλλοντικές επιρροές και αίτια διαμόρ­φωσης υπόκεινται και οι ατομικές ανάγκες, καθότι προσαρμόζονται, εξαρτώ­νται, υπηρετούν και ικανοποιούνται κυρίως τις ατομικές ικανότητες.
Επειδή το διανοητικό περιεχόμενο της ισότητας εκδηλώνεται ως μια απεριό­ριστη ποικιλία μορφών ικανοτήτων, είναι άκρως υποκειμενική η ατομική απο­τίμηση του με το μαρξικό μέτρο της ίσης εργασίας. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι οι ικανότητες μπορούν να αξιολογηθούν με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, η ποσοτικοποίηση τους δεν θα ήταν εφικτή διότι το διανοητικό τους πε­ριεχόμενο εκδηλώνεται επίσης εσωτερικά. Το ενδεικτικό παράδειγμα της απο­κάλυψης, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, των κρυφών εκπληκτικών διανοητι­κών δυνατοτήτων του περίφημου αστροφυσικού Stephen Hawking, καταδεικνύει το αδύνατο της ποσοτικής αξιολόγησης των ατομικών δεξιοτήτων και ικανοτή­των.
Από όλα αυτά συνάγεται ότι οι ικανότητες ενός ατόμου δεν μπορούν να αξιολογούνται αντικειμενικά ως περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικά χρήσιμες από κάποιων άλλων ατόμων. Επομένως, το πολυσύνθετο σύνολο των επίκτητα αναπτυσσόμενων πολυποίκιλων ικανοτήτων, που διαφέρει από άτομο σε άτομο, θα πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο σε μια υπό δυναμική εξέλιξη κομμουνιστική κοινωνία. Επιπλέον, δεν υφίσταται αντικειμενικός τρόπος ισόμετρης συγκριτικής αποτίμησης των ειδικών και των απλών εργασιών ως προς τις αντιστοιχού­σες διανοητικές ικανότητες. Κύριοι λόγοι είναι ότι το εντατικό και χρονοβόρο σκέλος της σύνθετης εργασίας το έχει αναλάβει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής (π.χ. αρχιτεκτονικά, μηχανολογικά σχέδια, ηλεκτρονική βιβλιογραφική υποστή­ριξη ερευνητικών και συγγραφικών δραστηριοτήτων κ.ά.), και ότι η έρευνα και η παραγωγή απαιτούν πλέον συλλογική εργασία. Συνεπώς, το πρότυπο ίσης ερ­γασίας στη Μαρξιστική ισότητα (του πρώιμου κομμουνισμού) είναι άκυρο για την αποτίμηση της απλής και σύνθετης εργασίας σε αντιστοιχούσα εργασιακή ποσότητα, ένταση, ποιότητα και χρόνο. Επιπρόσθετα, οι προσωπικές ανάγκες (στον πρώιμο και ανεπτυγμένο κομμουνισμό) θα πρέπει να εναρμονίζονται με την -ισοδύναμη για όλα τα άτομα- ανθρώπινη φύση, αντί με προσωπικούς και εφήμερους στόχους, κυρίως, σχετιζόμενους με προσωπικές ικανότητες. Υπό αυ­τό το πρίσμα, η κομμουνιστική ισότητα μπορεί να υφίσταται μόνο χωρίς προϋ­ποθέσεις, και ανεξαρτήτως σταδίων της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ιδεολογικός πυρήνας της κομμουνιστικής ισότητας χωρίς όρους είναι η αδια­πραγμάτευτη αρχή της δυνητικής εγγενούς διανοητικής ισότητας μεταξύ ατό­μων. Συνέπεια αυτού είναι η ουσιαστική (και όχι διαταγματική) κατάργηση των διαχωρισμών μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, ανδρικών και γυναικείων ικανοτήτων και απασχολήσεων, μεταξύ οικοκυρικής και άλλων ει­δών κοινωνικής προσφοράς κ.ά. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ισότητας τα άτομα ανα­πτύσσουν και αξιοποιούν ποικίλες ικανότητες προς όφελος της κοινωνίας για ισότιμες δραστηριότητες όπως προσωπική εργασία, φροντίδα σπιτιού, ανατρο­φή τέκνων κ.λπ., ή διάφορες γενικότερες κοινωνικές ενασχολήσεις και συνει­σφορές. Επίσης, η μεγιστοποίηση των ατομικών πνευματικών ικανοτήτων προ­κύπτει αναγκαστικά ως μόνο κίνητρο άμιλλας μεταξύ πνευματικά ισότιμων ατό­μων, προκειμένου το ατομικό να νοηματοδοτείται από το κοινωνικό όφελος. Κι αυτό, διότι κανένας πλέον δεν θα έχει λόγο να προσπαθεί να αποδεικνύει ότι είναι πνευματικά άρα και μισθολογικά ανώτερος από κάποιον άλλο. Έτσι, οι ανταγωνιστικές διαιρετικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων που πιστεύουν στη μοναδική γενετική αξία των ικανοτήτων τους δεν θα έχουν νόημα ύπαρξης, όπως και τα αντίστοιχα μισθολογικά/εισοδηματικά ανταγωνι­στικά κίνητρα.
Στο επίπεδο των υλικο-πνευματικών κοινωνικών αγαθών, η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων θα πρέπει να υλοποιείται με την ισότιμη κατανομή τους με­ταξύ όλων των παραγωγών, με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης φύσης. Εφόσον η εργασία στην κομμουνιστική κοινωνία οφείλει να έχει μόνο κοινωνικό περιεχόμενο και να αποσκοπεί στην ανάδειξη και ανάπτυξη της συ­νεργατικής και της συλλογικής ατομικότητας, κάθε παραγωγική μορφή της θα πρέπει να θεωρείται κοινωνικά ισοδύναμη και ισότιμη μεταξύ των ατόμων.
Στον κομμουνισμό παραγωγική εργασία είναι κάθε οικειοθελής προσωπική δραστη­ριότητα που ωφελεί έμμεσα ή άμεσα την κοινωνία. Δεν περιλαμβάνει δραστη­ριότητες του ατόμου για την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών (χόμπι κ.λπ.), παρά μόνο εκείνες που είναι επίσης επωφελείς για την κοινωνία. Για εργασία με­γαλύτερης έντασης από άλλες, ο αριθμός των συμμετεχόντων εργαζόμενων θα αυξάνει αναλογικά. Ανεξαρτήτως έντασης και απαιτούμενων προσωπικών ικα­νοτήτων για την εκτέλεση της, η εργασία (απλή ή σύνθετη) αποτιμάται με ίδιο μέτρο τη χρονική διάρκεια (ανεξαρτήτως σταδίων προς ανεπτυγμένο κομμου­νισμό), και με ίση συνολική χρονική διάρκεια (π.χ. μηνιαία) για όλες τις μορφές εργασίας, έτσι ώστε όλα τα άτομα να έχουν τον ίδιο ελεύθερο χρόνο. Αυτό το μέτρο δεν αποτελεί και μέτρο της κομμουνιστικής ισότητας, διότι αυτή είναι ηθι­κή καθώς και άνευ όρων αρχή. Η εργασία δεν θα αποτιμάται μισθολογικά στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό (στον πρώιμο αυτό ενδέχεται να γίνεται, και μέχρι την οριστική εξάλειψη του χρήματος), αλλά με τρόπους και μέσα καθορισμένα με κοινωνική συμφωνία (π.χ. με πιστοποιητικό διανομής/ανταλλαγής).
Σε αντίθεση με τον Μαρξ, που θεωρεί ότι στοιχεία του αστικού δικαίου κι επομένως και η ανισότητα των μισθών θα διατηρηθούν ακόμη και κατά τη με­ταβατική περίοδο προς τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι η άμεση εξίσωση των μισθών και των εισοδημάτων κάθε φύσης είναι απόλυ­τη προϋπόθεση για τη θεμελίωση και την ομαλή λειτουργία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας διότι η ιεραρχία (δηλ. ανισότητα) στην εξουσία εκδηλώνεται, παγιώ­νεται, αυτοτροφοδοτείται και αντικατοπτρίζεται επίσης ως «ιεραρχίες εισοδη­μάτων και κοινωνικής θέσης» [41]. Στο αμεσοδημοκρατικό μοντέλο του Καστοριάδη όλες οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκτελούνται από τους ενδιαφερο­μένους, και η «διαρκής επιλεξιμότητα και ανακλητότητα των αντιπροσώπων» είναι απόλυτη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της κομμουνιστικής κοι­νωνίας. Άλλες εξίσου σημαντικές προϋποθέσεις είναι η «συστηματική προσπά­θεια για τη συλλογή και τη διάδοση πληροφοριών [connaissance] σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα» σε όλους τους πολίτες, προκειμένου να εξασφαλι­στεί η αποτελεσματική συλλογική διαβούλευση και η «απόλυτη ισότητα μισθών» [41].
Η εξίσωση όλων των μισθών και των εισοδημάτων είναι ένα απ' τα πρώτα μέτρα που θα πρέπει να πάρουν τα λαϊκά συμβούλια σε περίπτωση κοινωνικής μετατροπής,
«Έτσι που αυτό το μέτρο δεν θα είναι μακρινό αποτέλεσμα, αλλά αρχικό μέσον για να καταργηθεί, να κοπεί σύρριζα η "οικονομική" ή "οικονομιστική " νοοτροπία, αυτή που μας κάνει να θέλουμε περισσότερα απ' τους άλλους, ή να θέλουμε να πάρουμε την τάδε θέση για να πάρουμε περισσό­τερο απ' τους άλλους [...]. Ο οικονομικός ανταγωνισμός μέσα στην κοινωνία υπάρχει επειδή, και έχει σαν προϋπόθεση το ότι, οι κοινωνικοί θε­σμοί αντικειμενικά επιτρέπουν την οικονομική ανισότητα, και το σύστη­μα αξιών το καθιερωμένο αξιολογεί θετικά αυτούς που "έχουν»" ή "κερ­δίζουν" και αρνητικά τους άλλους [...]. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνει η ιδέα "Εγώ κερδίζω περισσότερα από σένα", τόσο γελοία όσο και η ιδέα: "Εγώ είμαι καλύτερος από σένα γιατί η προγιαγιά μου κοιμήθηκε με το Βασιλιά που έκανε τον προπάππου μου Βαρόνο"» [31].
Όμως, η μισθολογική/εισοδηματική ισότητα του Καστοριάδη («...μέχρι να γί­νει εφικτή η κατάργηση του χρήματος» [42]) είναι ανεφάρμοστη χωρίς τη διεύ­ρυνση του ιδεολογικού πλαισίου της αλλά και του προσδιορισμού κατάλληλων αξιακών κινήτρων διατήρησης της. Η "οικονομιστική" νοοτροπία στα άτομα δεν καταργείται μόνο με την κατάργηση των κοινωνικών θεσμών και των αξιών τους που διαιωνίζουν την οικονομική ανισότητα. Επίσης, απαιτεί την εξάλειψη της αντίληψης σχετικά με την ύπαρξη εγγενών πνευματικών ανισοτήτων μετα­ξύ των ατόμων, η οποία είναι η κύρια αιτία όλων των οικονομικών ανταγωνιστι­κών κινήτρων και μορφών ανισότητας που διαιρούν τους ανθρώπους. Αν αυτή η αντίληψη δεν διαχωριστεί από την Καστοριαδική μισθολογική/εισοδηματική ισότητα, αναπόφευκτα θα δημιουργεί συναισθήματα αδικίας στα άτομα εκείνα που πιστεύουν ότι οι έμφυτες ικανότητες τους θα είναι πάντα ανώτερες από των άλλων ατόμων και θα πρέπει να αξιολογούνται αντίστοιχα ως έχουσες τελεολο­γική γενετική βάση.
Η ίση κατανομή των υλικο-πνευματικών πόρων είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ισότητα στην πιο απόλυτη μορφή της, όπως σημει­ώνεται και από τον Γκράμσι: «Όμως η ιδέα ότι η πλήρης και τέλεια πολιτική ισό­τητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οικονομική ισότητα [...] παραμένει σωστή..» [43]. Στην ουσία, πραγματική ισότητα υφίσταται μόνο όταν τα άτομα έχουν ίση ενεργητική και αποτελεσματική (όχι απλά συνταγματικά κατοχυρωμένη) ευκαι­ρία να συμμετέχουν στην πολιτική διαχείριση της κοινωνίας τους. Δεν αρκεί τα άτομα να ψηφίζουν αλλά θα πρέπει να είναι ενήμερα για το τι αποφασίζεται. Αυτό προϋποθέτει ότι τα άτομα διαθέτουν αποτελεσματική ικανότητα να κρί­νουν, κάτι που συνεπάγεται τόσο την πρόσβαση σε ολόπλευρη παιδεία και τη διάθεση απαραίτητου χρόνου για ενημέρωση και προβληματισμό, όσο και την ισότιμη συμμετοχή στην οικονομία και την πολιτική. Μια τέτοια ισότητα μπορεί να ανθίσει μόνο σε αυτοδιαχειριζόμενες κοινωνίες, όπου τα μέλη τους είναι πε­πεισμένα ότι συμμετέχουν ισότιμα.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι προσδιοριστική και του πνευμα­τικού περιεχομένου της. Στόχος της δεν μπορεί να είναι απλά η καλή διατήρηση της βιολογικής φύσης του ανθρώπου αλλά η εξυπηρέτηση εκείνων των προσωπικών αναγκών που προάγουν την πληρότητα της πνευματικής φύσης του, της ευημερίας του γενικότερα. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβα­ση στους πόρους και σε όλα τα υλικά και πνευματικά μέσα που προάγουν την ευημερία τους. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα είναι και ίσοι και ως προς το περι­εχόμενο της σοσιαλιστικής ευημερίας, που οφείλει να είναι κατά βάση πνευμα­τικό. Απαιτεί ότι η πνευματική καλλιέργεια που προωθείται από την κοινωνία θα είναι τέτοια, που, σε συνδυασμό με την κατάργηση του χρήματος, εμποδίζει τη μετατροπή των υλικών πόρων σε καταναλωτικά αγαθά και ως εκ τούτου σε ψευδείς ανάγκες απόκτησης υλικής ευημερίας. Βέβαια, το υλικό επίπεδο των σοσιαλιστικών κοινωνιών θα είναι εκείνο που θα θέτει τα όρια των μέσων (και τη διαθεσιμότητα τους) για την άνθηση του συνόλου των πολιτών, και θα δια­σφαλίζει ότι αυτά μπορεί να περιορίζονται προκειμένου να προηγούνται τα άμε­σης ανάγκης μέσα ευζωίας (π.χ. υγειονομική περίθαλψη).
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων δεν ταυτίζεται με τις εκχυδαϊσμένες εξισωτικές αντιλήψεις κατά της ατομικής διαφορετικότητας και υπέρ της εξυ­πηρέτησης των ατομικών αναγκών με ταυτόσημους τρόπους και μέσα. Αποδέ­χεται τις φαινομενικές διαφορές στις ικανότητες, όπως και το δικαίωμα σε αυτές τις διαφορές. Όμως, η διαφορά δεν ταυτίζεται με την ανισότητα, ούτε η ισότη­τα με την ομοιομορφία. Εξάλλου, οι διαφορές στα άτομα συμπληρώνουν η μία την άλλη κι επομένως δεν επιτρέπεται να τις διακρίνουμε (εμείς ως κοινωνικά και πολιτικά όντα) σε "ανώτερες" και "κατώτερες". Εντούτοις, η ισότητα στη διαφορά που προτάθηκε από τον Αμερικανό φιλελευθεριακό σοσιαλιστή φιλό­σοφο Murray Brookchin ως «ισότητα των άνισων που δεν αρνείται το δικαίωμα στη ζωή από εκείνους των οποίων οι δυνάμεις αποτυγχάνουν ή είναι λιγότερο ανεπτυγμένες απ' ό,τι άλλων» [44], εφόσον δεν διασαφηνίζει την προέλευση τους (γενετική ή όχι) ενδέχεται να εκφυλιστεί σε φιλανθρωπική ισότητα για τους αδύναμους, απροστάτευτους από γενετικό στιγματισμό και με μειωμένη αυτο-εκτίμηση.
Από το άλλο μέρος, εξυπηρέτηση των προσωπικών αναγκών με ταυτόση­μους τρόπους και μέσα δεν μπορεί να υφίσταται διότι οι επιλογές των υλικο-πνευματικών αγαθών και μέσων από τα άτομα για την επίτευξη της ευημερί­ας τους έχει και υποκειμενικές διαστάσεις. Δηλαδή, η αντίληψη της ευημερίας εξαρτάται και από την αξία των αγαθών, υλικών και πνευματικών, όπως την βι­ώνει κάθε άτομο ξεχωριστά. Η εμπειρία ενός ατόμου από κάποιο αγαθό μπορεί να αποτιμάται ως αρνητική ενώ κάποιου άλλου ατόμου ως θετική για την ευη­μερία του. Σε αντιστάθμισμα, μια σοσιαλιστική κοινωνία θα πρέπει να ενθαρ­ρύνει και να διαμορφώνει προτιμήσεις για ατομικές επιδιώξεις και δραστηριό­τητες που διέπονται από αξίες συμβατές με αυτοδιαχειριστικές δραστηριότητες και στόχους. Παράλληλα, θα πρέπει να προωθεί μια ποικιλία πηγών ανθρώπινης ευημερίας για να μπορούν τα άτομα να τις επιλέγουν αξιολογώντας διαφορετι­κούς τρόπους ζωής. Εξάλλου, η κομμουνιστική κοινωνία είναι επίσης μια κοινω­νία πολύπλευρης πνευματικής άνθησης. Ο Μαρξ σημείωσε ότι ο κάθε άνθρωπος θα έχει τη δυνατότητα «...να πηγαίνει για κυνήγι το πρωί, για ψάρεμα το μεση­μέρι, να εκτρέφει αγελάδες το απόγευμα, και να είναι κριτικός το βράδυ» [45].
Πλήρης πνευματική ανάπτυξη (κοινωνικοπολιτική) σε βιολογικώς φυσιολο­γικά άτομα μπορεί να υφίσταται και να διατηρείται μόνο σε συνθήκες κομμου­νιστικής ισότητας άνευ όρων, όπου η ατομικότητα αναγνωρίζεται και αποκτά πνευματική αξία μεταξύ κοινωνικοποιημένων ατόμων μέσα από διαρκή συνερ­γατική δημιουργική επικοινωνία και αμαλγαματοποίηση προσωπικών και συλ­λογικών εμπειριών. Σε αντιδιαστολή, ο καπιταλισμός δημιουργεί (και θα το κά­νει ακόμα και σε υπολειπόμενη κατάσταση) ατομικιστικές αλληλεπιδράσεις (σχέσεις ανταγωνισμού, εξουσίας, μίσους κ.λπ.) και διάφορες μορφές κοινωνι­κού απομονωτισμού (λόγω π.χ. κοινωνικο-ταξικών και εργασιακών ιεραρχιών, ανεργίας, χρήσης ναρκωτικών κ.λπ.), που διαστρεβλώνουν την κοινωνική πραγ­ματικότητα, λιπαίνουν αντικοινωνικές ιδεολογίες και προκαλούν ψυχικές δια­ταραχές ακόμα και στο βιολογικό πλαίσιο της εγκεφαλικής λειτουργίας. Τα άτο­μα χειραγωγούνται να αλληλεπιδρούν υποσυνείδητα με τη στρεβλή εικόνα της κοινωνίας με μεταφυσικά (π.χ. γιόγκα, θρησκείες), καταναλωτικά και άλλα υπο­κατάστατα επικοινωνίας (π.χ. κοινωνική διαδικτύωση, κινητά τηλέφωνα), με τα οποία αποκτούν ψευδή αίσθηση αυτοεκτίμησης, υπεροχής, ατομικότητας κ.λπ.
Η κομμουνιστική ισότητα θα πρέπει να εγγυάται στα άτομα όχι μόνο την πρόσβαση στην ευημερία για μια ολοκληρωμένη ζωή, αλλά και τις δυνατότη­τες για μια τέτοια ζωή. Θα αποτελούσε ασήμαντο ιδανικό να έχει ο άνθρωπος απλώς την δυνατότητα να κυνηγά το πρωί και να γίνεται κριτικός θεάτρου μετά το δείπνο, αν αισθάνεται ότι π.χ. δεν συναποφασίζει ισότιμα για τις λειτουργικές και εξελικτικές διεργασίες της κοινωνίας του. Επιπλέον, μια κομμουνιστική κοι­νωνία ισότητας δεν θα πρέπει να επιβάλλει πρότυπα ευημερίας. Για παράδειγ­μα, δεν θα αισθανόταν καλά κάποιος αν συνάδελφοι του τον εξανάγκαζαν να συμμετέχει σε προκαθορισμένες δραστηριότητες όσο αγνές κι αν ήταν οι προ­θέσεις τους. Ένα άλλο στοιχείο της κομμουνιστικής ισότητας είναι να παρέχει στα άτομα τις δυνατότητες για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων της συνει­δητής επιλογής τους. Εντούτοις, ενώ οι επιλογές συμβάλλουν στην ισότιμη ευη­μερία, μόνο αυτές που πραγματικά την προάγουν είναι ζωτικές για την ισότητα των ανθρώπων.
Μια κομμουνιστική κοινωνία ισότητας θα πρέπει να ξεπερνά τα όποια προ­βλήματα οφείλονται σε λανθασμένες ατομικές επιλογές. Αν τα άτομα αναλάμ­βαναν όλο το βάρος μιας λανθασμένης απόφασης το μακροπρόθεσμο αποτέλε­σμα θα ήταν η επιστροφή στην ταξική κοινωνία. Τα μέλη μιας αυτοδιαχειριζό­μενης κομμουνιστικής κοινωνίας θα πρέπει να προβλέπουν, να διερευνούν, να διαλέγονται και να συναποφασίζουν για την αντιμετώπιση των λανθασμένων ατομικών επιλογών. Ειδάλλως, τα άτομα δεν θα μαθαίνουν να κάνουν τις σω­στές επιλογές, θα είναι απρόθυμα να επιλέγουν αγαθά ουσιαστικής, έμμεσης και μακροπρόθεσμης ωφέλειας τους, και οι αποφάσεις τους δεν θα χαρακτηρίζο­νται από συναδελφικότητα και υπευθυνότητα έναντι των συμπολιτών τους.
Συμβατότητα Μαρξισμού και κομμουνιστικής ισότητας άνευ όρων
Η ισότητα σε μια δίκαιη κοινωνία επιβάλλεται ως ηθική αρχή. Ωστόσο, ο Μαρξ τείνει να αποφεύγει σαφείς θεωρητικολογίες επί ηθικών αρχών, θεωρώντας ανάλογες επιχειρηματολογίες ως ιδεολογική σκόνη στα μάτια των εργατών από τους υπερασπιστές του καπιταλισμού. Εντούτοις, ο Μαρξισμός δεν είναι εντε­λώς ηθικά ξεπερασμένος δεδομένου ότι η κριτική του για την ανισότητα αφορά και στην αλλοτρίωση και τη αποξένωση των ατόμων. Ο Μαρξ αναφέρεται όχι μόνο στην αδικία όσων αντιμετωπίζουν δεινά ενώ κάποιοι άλλοι όχι, αλλά και στην παραμόρφωση των ηθικών αξιών που τα δεινά προκαλούν, κάνοντας έμ­μεση αναφορά στην ιδέα για μια καλή ζωή που οι άνθρωποι δικαιούνται να ζή­σουν. Η οικονομική ανισότητα δεν μπορεί να είναι αποδεκτή γιατί υποβαθμίζει τον άνθρωπο υπό την έννοια ότι του στερεί την αξιοπρέπεια, την αυτοδιάθεση, τη δυνατότητα να αναπτύξει τις προτιμήσεις του, και τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικές διαδρομές για την ευημερία.
Η αντίληψη του Μαρξ για την εκμετάλλευση επικεντρώνεται στην αδικία ορισμένων που έχουν περισ­σότερο πλούτο απ' ό,τι άλλοι, η οποία ασκείται με την ιδιοποίηση του προϊόντος της εργασίας των εργατών από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Δηλαδή, το ηθικό επιχείρημα της εκμετάλλευσης στον Μαρξ συνδέεται με την επίδραση της αλλοτρίωσης και της ανισότητας στη δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν καλά [9]. Ο κομμουνισμός για τον Μαρξ, σύμφωνα με τον Αυστριακό Μαρξι­στή κοινωνικό φιλόσοφο Max Alder (1873-1937), δεν θα συμβεί επειδή δικαιολο­γείται ηθικά αλλά επειδή έχει αιτιακή προέλευση, που συνιστά ταυτόχρονα και ηθική δικαίωση του [46].
Το έργο του Μαρξ δεν περιέχει κάποια κανονιστική ηθική θεωρία για τη δι­καιοσύνη και την ισότητα παρότι ο ίδιος τα διαπραγματεύεται περιστασιακά στο πλαίσιο της οικονομικής κριτικής του για τον καπιταλισμό [47,48]. Ο Γάλ­λος μαρξιστής φιλόσοφος Yvon Quiniou υποστηρίζει ότι μια 'κανονιστική ηθι­κή' ωστόσο ανιχνεύεται νωρίς στη σκέψη του Μαρξ αν και κατά κάποιο τρό­πο προβληματική: «Sa presence est evidente: Marx Γα clairement assumee a titre de motivation initiale de son itineraire theorico-pratique» [«H παρουσία της είναι προφανής: ο Μαρξ σαφώς την υπέθεσε ως αρχικό κίνητρο της θεωρητικής και πρα­κτικής διαδρομής του» (μετάφραση δική μου)] [49]. Εντούτοις, η προβληματική του Ένγκελς (στο Αντί-Ντύρινγκ) επί των ηθικών αρχών και συναφών αξιών -ως έκφραση του οικονομικού πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων, ως έχουσες μη ηθικολογικό χαρακτήρα (δηλ. με φιλοσοφικό στήριγμα την 'αιώνια ανθρώπινη φύση'), και αποτελούσες μέρος της διαλεκτικής ιστορικο-κοινωνικής διαδικασί­ας - δεν αποκλείει τη διαμόρφωση κάποιας θεμελιώδους ηθικής αρχής που θα διέπει την κομμουνιστική κοινωνία. Ο Γιώργος Μανιάτης, μαρξιστής καθηγητής Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συμπυκνώνει την προβληματική του Ένγκελς στο συμπέρασμα ότι η «δυνατότητα μιας παναν­θρώπινης ηθικής» είναι ιστορικά πιθανή ως «μια μη προσχηματισμένη, δεοντο­λογική επιταγή [...] αλλά τελικό προϊόν μιας ιστορικής διαδικασίας» [46].
Υπό αυτό το πρίσμα, η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων είναι συμβατή με τον Μαρξισμό, και μπορεί να γίνει ιστορικά μια πανανθρώπινη ηθική αρχή διότι η ιδεολογική βάση της -η γενετικά ισοδύναμη για όλους τους ανθρώπους κοι­νωνική διάνοια- δεν είναι κάποια υποκειμενική δεοντολογική επιταγή αλλά επι­στημονικός νόμος της ζώσας φύσης.
Ισότητα και η Αριστερά
Η κομμουνιστική ισότητα χωρίς προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι το ηθικό υπό­βαθρο μιας σύγχρονης αριστερής ιδεολογίας σε ένα ανάλογα διαμορφωμένο μαρξιστικό πλαίσιο. Ένας κομμουνισμός που δεν βασίζεται στη χειροπιαστή πανανθρώπινη ηθική αρχή της βιολογικής ισότητας αποτελεί φευγαλέο όραμα για κάποια δίκαιη κοινωνία (το ανάλογο του Παραδείσου), όπου οι προβαλλό­μενες ως γενετικά άνισες διαφορετικές ατομικές ικανότητες (περισσότερα/λιγό­τερα 'θεία' χαρίσματα) εξισορροπούνται στην ελπίδα μιας αφηρημένης σοσιαλι­στικής ισότητας (ανάλογης της επουράνιας δικαιοσύνης).
Μια τέτοια κομμουνιστική ισότητα θα βοηθήσει στην ανάδειξη, εξήγηση και εξομάλυνση των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων μεταξύ των διαφόρων ρεφορ­μιστικών, ορθόδοξων και λοιπών τμημάτων της σύγχρονης αριστεράς. Η πολι­τική πολυδιάσπαση της αριστεράς σε ποικίλα κόμματα/ρεύματα/κινήματα σχε­τίζεται, μεταξύ άλλων λόγων (κοινωνικών και γνωσιοθεωρητικών), με το περι­εχόμενο της μαρξικής ισότητας και τις παραποιήσεις του, όπως αποτυπώνονται στις διαφορετικές αριστερές πολιτικές και στρατηγικές για τον σοσιαλισμό/κομ­μουνισμό.
Στο βαθμό που συμμερίζονται τη μαρξική θέση περί ανισότητας στις ικανότητες μεταξύ των ανθρώπων, διαφωνούν μεταξύ τους στις δοσολογίες οι-κονομικο-πολιτικής ανισότητας και δημοκρατίας που θα πρέπει να εφαρμόζο­νται στις μεταβατικές σοσιαλιστικές κοινωνίες. Δηλαδή, προσαρμόζοντας τον μαρξισμό σε λογικές δικαιότερης και δημοκρατικότερης ανταμοιβής των προ­σωπικών ικανοτήτων, τον εκφύλισαν σε αντιδημοκρατικά γραφειοκρατικά κα­θεστώτα 'υπαρκτού σοσιαλισμού', ορθόδοξους κομμουνισμούς, ευρωκομμουνιστικούς και σοσιαλδημοκρατικούς αναθεωρητισμούς. Έτσι, εγκλώβισαν τον επαναστατικό Μαρξισμό σε ουτοπικές κυβερνητικές στρατηγικές σταδιακής αποδυνάμωσης του καπιταλισμού και όχι ριζικής ανατροπής του. Μια τέτοια αριστερά δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει σταθερές σοσιαλιστικές κρατικές δομές με τη χρησιμοποίηση μεταβατικών ανισοδιανεμητικών οικονομικών μο­ντέλων, που η ιστορική πείρα έδειξε ότι μονιμοποιούνται, οδηγούν τελικά στην καπιταλιστική παλινόρθωση, και δυσφημίζουν το κομμουνιστικό ιδανικό. Επι­πλέον, η προώθηση από την αριστερά μιας ισότητας αξιοκρατικής λογικής στο πλαίσιο μεταβατικών πολιτικών στρατηγικών προς το σοσιαλισμό, δεν είναι ένα ελκυστικό πολιτικό ιδανικό διότι είναι δυσδιάκριτο από το αστικό ιδανικό του 'καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο'. Η σύνδεση της ισότητας, έστω της σο­σιαλιστικής, με τις ατομικές ικανότητες αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πο­λιτική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Η κομμουνιστική ισότητα άνευ όρων μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος δημι­ουργίας μιας σύγχρονης αριστεράς, ιδεολογικά ελκυστικής και απελευθερωμέ­νης από τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα και όρια της μαρξιστικής ισό­τητας. Η νέα αριστερά θα πρέπει να είναι οργανωμένη σε εθνικά κόμματα που λειτουργούν κάτω από ένα συμφωνημένο κοινό καταστατικό με μια τέτοια ισό­τητα για πυρήνα του, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί πραγματικά ως διεθνι­στική και όχι ως μια Βαβέλ από αντιμαχόμενες μαρξιστικές αιρέσεις.
Μια τέτοια αριστερά θα μπορέσει να εμπνεύσει και να ενοποιήσει τα δια­φορετικά κοινωνικά στρώματα που αντιλαμβάνονται υποκειμενικά την εκμε­τάλλευση τους. Με δεδομένη τη διαρκή εξαθλίωση στην οποία θα οδηγεί ο κα­πιταλισμός τα άτομα, και με τον ατομισμό τους να μειώνεται σταδιακά λόγω της εντεινόμενης πολιτικής του αγριότητας, μια αριστερά που προετοιμάζεται για την ανατροπή του θα μπορεί πιο εύκολα να παρουσιάζει την κομμουνιστι­κή ισότητα άνευ όρων ως το μόνο ιδανικό που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, η καταστροφή του περιβάλλοντος και η εξάντληση των φυσικών πόρων από τον καπιταλισμό και ο συνεπαγόμενος κίνδυνος εξαφάνισης του αν­θρώπου θα επιταχύνει τη συνειδητοποίηση της ιστορικής αναγκαιότητας του κομμουνισμού.
Με την ανάληψη της εξουσίας, η αριστερά θα πρέπει να θέσει την κομμουνι­στική ισότητα χωρίς όρους ως άμεσα υλοποιήσιμο πολιτικό στόχο, όχι ως κάποιο μακρινό όραμα. Έτσι θα μπορέσει να κόψει το Γόρδιο δεσμό των παλινορθωτικών επιρροών του καπιταλισμού στην οικοδόμηση μιας μη αναστρέψιμης κομμουνιστικής κοινωνίας. Το νέο προζύμι του κομμουνισμού δεν θα είναι αμόρ­φωτοι εργάτες αλλά πολίτες που θα μπορούν σε σύντομο διάστημα να αποκτή­σουν θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις οικονομικο-πολιτικής αυτοδιαχείρισης με την ελεύθερη ηλεκτρονική πρόσβαση στις απαιτούμενες πληροφορίες. Αυ­τή η διαδικασία θα επιταχυνθεί παγκοσμίως όταν ο κομμουνισμός οικοδομείται πρωτίστως στις σημαντικότερες καπιταλιστικές χώρες.
Ευχαριστίες
Ο συγγραφέας ευχαριστεί τους ακόλουθους συναδέλφους για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις τους: Ευτύχη Μπιτσάκη, τέως καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπι­στήμιο Ιωαννίνων και εκδότη του περιοδικού Ουτοπία, αναφορικά με τις θέσεις του Μαρξ για την ισότητα· Γιώργο Μανιάτη, καθηγητή Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για ζητήματα μαρξιστικής ηθικής· Δημήτρη Καπογιάννη, αναπληρωτή καθηγητή στην Ιστορία και τις Αρχές Συνεργατισμού στο ΤΕΙ Με­σολογγίου, σε θέματα μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας· Θεώνη Αναστασοπούλου, Λέκτορα στη Φιλοσοφία της Εξέλιξης και της Ζωής στο Τμήμα Βιολογίας του Πα­νεπιστημίου Πατρών, σε θέματα φιλοσοφίας· Μαρία Παναγιωτονάκου, φιλόλογο (Αγγλική Φιλολογία), επί της νοηματικής αρτιότητας του κειμένου.

Βιβλιογραφία
  1. Freeman, Κ. Ancilla to the Pre-Socratic Philosophers: A Complete Translation of the Fragments in Diels, Fragmente Der Vorsokratiker, 87, B. fragm. 44, σ. 147. Oxford, UK: Basil Blackwell, 1956.
  2. Voltaire, F. -M. A. Eriphile, play, act II, scene I. 1732.
  3. Arneson, R. Egalitarianism. In Zalta, Ε. N. (ed). The Stanford Encyclopedia of Philoso­phy, Spring 2009.
  4. Marx, K. Critique of the Gotha Programme (1875), Part I (σ. 13-30), Marx/Engels Se­lected Works, Vol. 3 (https://http://www.marxists.org/archive/marx/works/1875/ gotha/chOl.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publish­ers, 1970.
  5. Georgiou, C. D. Analogies between Aristotle's Ontology and Biological Ideologies on Human Nature. Nature Society & Thought 2004; 17(1): 47-65.
  6. Locke, J. Two Treatisses of Government (p. 289). England: Cambridge University Press 1967.
  7. Cohen, G. A. History, Labour, and Freedom: Themes from Marx. New York: Oxford University Press, 1988.
  8. Cohen, G. Α. Self-Ownership, Freedom, and Equality. Cambridge: Cambridge Univer­sity Press, 1995.
  9. Marx, K. Economic and Philosophic Manuscripts of 1844. Critique of Hegel's Phi­losophy in General (transl. Mulligan, M.: http://www.marxists.org/archive/marx/ works/1844/manuscripts/hegel.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), Moscow: Progress Publishers, 1959.
  10. Fromm, E. Marx's Concept of Man. 4. The nature of man. 2. Man's self-activity (http:// www.marxists.org/archive/fromm/works/1961/man/ch04.htm, τελευταία πρόσβα­ση 04-03-2013). New York: Frederick Ungar Publishing 1961.
  11. Darwin, C. Descent of Man, Chapter V - On the Development of the Intellectual and Moral Faculties. D. Appleton and Co., 1871.
  12. Marx, K. Marx-Engels Correspondence 1862: Marx to Engels in Manchester. Marx-En-gels Collected Works, vol. 41 (1860-64, Letters), 1985 (http://www.marxists.org/ar-chive/marx/works/1862/letters/6206_l 8.htm).
  13. Engels, F. Anti-Duhring, Part I, Philosophy. Ch. 10. Morality and Law: Equality. Leip­zig (transl. Burns, E. from the 1894 Stuttgart 3rd edition), 1878.
  14. Lenin, V. I. The State and Revolution, Chapt. 5, Sect. 3. Peking: Foreign Languages Press, 1976.
  15. Trotsky, L. The Revolution Betrayed, Chap. 3: Socialism and the State, Part 1. The Tran­sitional Regime (transl. Eastman,M.: http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/ revbet/ch03.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1936.
  16. Engels, F. Anti-Duhring, Part II, Political Economy. Ch. 6. Simple and Compound La­bour. Leipzig (transl. Burns, E. from the 1894 Stuttgart third edition), 1878.
  17. Marx, K. A Contribution to the Critique of Political Economy, Part I. The Commod­ity (transl. Ryazanskaya, S. W., http://www.marxists.org/archive/marx/works/1859/ critique-pol-economy/chOl.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publishers, 1859.
  18. Lewontin, R. C, Rose, S., Kamin, L. Not in Our Genes: Biology, Ideology and Human Nature. New York: Pantheon, 1984.
  19. Schiff, M., Lewontin, R. C. Education and class: The irrelevance oflQ genetic studies. Oxford University Press, 1987.
  20. Lewontin, R. C. Biology as Ideology: The Doctrine of DNA. New York: Harper Perennial, 1992.
  21. Γεωργίου, Χ. Εξελικτική ψυχολογία: Η σύγχρονη μορφή της κοινωνιοβιολογί-ας. Ουτοπία 69: 75-90,2006.
  22. Γεωργίου, Χ. Βιολογικός αναγωγισμός και θρησκευτικός βιταλισμός στο απόσπα­σμα: διαλεκτική, βιολογική ισότητα και η αριστερά. Ουτοπία 92: 67-98,2010.
  23. Γεωργίου, Χ. Είναι οι διανοητικές ικανότητες μας βιολογικά ή κοινωνικο­πολιτικά εξαρτώμενες;, Διάπλους 24: 30-35,2008.
  24. Γεωργίου, Χ. Βιολογικός ντετερμινισμός, άτομο και κοινωνίες ισότητας. Ουτο­πία 87: 93-130,2009.
  25. Γεωργίου, Χ. Δεν υπάρχουν εκ γενετής ταλέντα και'παιδιά θαύματα', Αντιτε-τράδια της Εκπαίδευσης 92: 86-93,2010.
  26. Howe, Μ. J. Α., Davidson, J. W., Sloboda, J. A. Innate talents: Reality or myth? Behav­ioral and Brain Sciences 1998; 21: 399-442.
  27. Marx, K. The Poverty of Philosophy. The Metaphysics of Political Economy. 3. Com­petition and Monopoly (transl. from French by the Institute of Marxism Lenin­ism, 1955. http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/poverty-philoso-phy/index.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Moscow: Progress Publishers, 1955.
  28. Kropotkin, P. The Conquest of Bread. New York: G. P. Putnam's Sons (http://dwardmac. pitzer.edu/Anarchist_Archives/kropotkin/conquest/toc.html, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1906.
  29. Bakunin, Μ. Stateless Socialism: Anarchism. New York: The Free Press (http://www.marxists.org/reference/archive/bakunin/works/various/soc-anar.htm,     τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1953.
  30. Bitsakis, Ε. La nature dans la pensee dialectique; Karl Marx, precurseur de Tecologie. Paris: L'Harmattan, 2001.
  31. Καστοριάδης, Κ., To επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, Ύψιλον, Αθήνα, 2000.
  32. Trotsky, L. The Revolution Betrayed, Chap. 10: The Soviet Union in the Mirror of the New Constitution, Part 1. Work "according to ability" and personal property (transl. Eastman, M.: http://www.marxists.org/archive/trotsky/1936/revbet/chl0.htm, τε­λευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1936.
  33. Lenin, V. I. The State and Revolution, Chapt. 5, Sect. 2. Peking: Foreign Languages Press, 1976.
  34. Stalin, J. V. Constitution (Fundamental law) of the Union of Soviet Socialist Repub­lics, 1936, Chapter I: The Organization of Society, Article 12 (http://www.marx-ists.org/reference/archive/stalin/works/1936/12/05.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), Works, vol. 14, London: Red Star Press Ltd., 1978.
  35. Lenin, V. I. The Party Crisis. Lenin's Collected Works, vol. 32 (pp 43-53), 1st English Edition, Edition Moscow: Progress Publishers (http://www.marxists.org/archive/ lenin/works/1921/jan/19.htm,τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1965.
  36. Marx, Κ. The Capital, vol. 1,4th German edition (Engels), Engl, trans., σ. 13,1890.
  37. Hoare, Q., Smith, G. N. Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci (o. 684), London: from the edition published by Lawrence & Wishart, 1971.
  38. Bitsakis, E. Is human nature compatible with socialism. Critique 2005; 33(1): 157-186.
  39. Levins, R., Lewontin, R. C. The Dialectical Biologist (σ. 23). Cambridge: Harvard Uni­versity Press, 1985.
  40. Thatcher, Μ. Interview for Woman's Own. Thatcher Archieve (http://www.margarett-hatcher.org/document/106689, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1987.
  41. Castoriadis, C. On the Content of Socialism ("Sur le contenu du socialisme, II," S. ou B., nr. 22, July 1957, trans. Curtis, D. Α.: http://www.marxists.org/archive/ castoriadis/1957/socialism-2.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), 1957.
  42. Castoriadis, C. Postscript on Insignificance: Dialogues with Cornelius Castoriadis (Socialism or Barbarism, 2. The Socialist Program, #27: http://www.notbored.org/ PSRTI.pdf, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013), London: Bloomsbury (Continu­um), 2011.
  43. Hoare, Q., Smith, G. N. Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci (p.525), London: from the edition published by Lawrence & Wishart, 1971.
  44. Brookchin M. Toward an Ecological Society (σ. 80). Montreal: Black Rose Books 1996.
  45. Marx, K. The German Ideology. V. I, Critique of Modern German Philosophy Accord­ing to Its Representatives Feuerbach, B. Bauer and Stirner. Part I: Feuerbach: Op­position of the materialist and idealist outlook. A. Idealism and Materialism: Pri­vate Property and Communism (http://www.marxists.org/archive/marx/works/1845/ german-ideology/chOla.htm, τελευταία πρόσβαση 04-03-2013). Marx-Engels Collected Works, vol. 5 (Fall 1845 to mid-1846), 1932.
  46. Μανιάτης, Γ., Η Διαλεκτική της Χειραφέτησης: Η σχέση πολιτικής και ηθικής, Στοχαστής, Αθήνα, 2011, σ. 352.
  47. Σαραφιάνος, Δ. Από την κριτική του ουρανού στην κριτική της γης: Σκέψεις για μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης δικαιοσύνης και ηθικής στο έργο του Μαρξ, Ουτοπία 2011; 94: 49-70.
  48. Καλτσώνης, Δ. Ο Μαρξ για το δίκαιο στη σοσιαλιστική κοινωνία, Ουτοπία 2011; 94: 71-88.
  49. Quiniou, Υ. Etudes materialistes sur la morale. Paris: Ed. Kime (σ. 66), 2002.

Υποσημειώσεις
  1. Οι απαρχές του Διαφωτισμού θα βρουν τις ανθρώπινες ελευθερίες στο πλέον υποβαθμι­σμένο επίπεδο τους, με μια παράλληλη έξαρση αντιδυναστικών κοινωνικών αγώνων και αγρο­τικών εξεγέρσεων (ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του Που αιώνα στη Βρετανία και του 18ου αιώνα στη Γαλλία και την Αμερική). Οι Γάλλοι διαφωτιστές φιλόσοφοι και εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα (Rousseau, Voltaire, Diderot κ.ά., και ο Αμερικάνος συγγραφέας Thomas Paine) θα καλλιεργήσουν την ιδέα της εκ γενετής ισότητας όλων των ανθρώπων (με άξονα το γνωστό τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), παράλληλα με την ανάπτυξη της ιδέας των εγγε­νών σε κάθε άνθρωπο «φυσικών» δικαιωμάτων και ελευθεριών από Σκώτους και Αγγλους δι­αφωτιστές φιλόσοφους του Που και 18ου αιώνα (John Locke, David Hume κ.ά.). Ωστόσο, μετά την Παλινόρθωση στη Γαλλία (1833) τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θα επισκιαστούν από τον «φιλελευθερισμό», την ιδεολογία της τότε ακμάζουσας αστικής τάξης. Έτσι, το ιδεολογικό πρόβλημα σχετικά με την εκ γενετής ισότητα, η οποία ουδέποτε υπερίσχυσε στην πράξη σε αυτές τις αστικές κοινωνίες (π.χ. ύπαρξη δουλείας στις γαλλικές κτήσεις, συνταγματική ανισοτιμία των μαύρων στις ΗΠΑ, δικαίωμα ψήφου μόνο στους πλούσιους άνδρες στην Αγγλία), λύθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα με την εισαγωγή της αρχής της ισότητας στις ευκαιρίες (σταδιοδρομίες). Η τελευταία αναφέρεται στην ίση πρόσβαση στις ευκαιρίες ανάλογα με τις ικανότητες και τα ταλέντα κάθε ατόμου, και βασίζεται στο ότι η οικονομία διανέμει θέσεις εργασίας με ειδικά πλεονεκτήματα, οι οποίες θα πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους υπο­ψήφιους που επιλέγονται σύμφωνα με την αξία τους. Δηλαδή, οι ανταγωνιζόμενοι δρομείς ξε­κινούν όλοι από την ίδια αφετηρία και έχουν ίσες ευκαιρίες να τερματίσουν πρώτοι αξιοκρα­τικά, αρκεί να τους το επιτρέπουν οι εγγενείς ικανότητες τους [5]. Η αξιοκρατία ανάγεται σε ένα κορυφαίο ηθικό ιδανικό και πλαίσιο συγκριτικής αξιολόγησης των εγγενών ικανοτήτων των μεμονωμένων παραγωγών για παροχή αγαθών και υπηρεσιών εντός μιας μεταβαλλόμενης οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
2. Σύμφωνα με τον Locke κάθε άτομο έχει τα ίδια βασικά ηθικά, φυσικά δικαιώματα («ζωή, ελευθερία, υγεία, αγαθά») [6]. Φυσικά δικαιώματα θεωρούσε αυτά που για κάθε άτομο πηγά­ζουν πρωταρχικά εκ του γεγονότος και μόνο ότι υπάρχει, και έχει το δικαίωμα να συνεχίζει να υπάρχει, και που είναι ανεξάρτητα αυτών που καθιερώνονται με κρατικές θεσμικές ρυθμίσεις και παραδοσιακές πεποιθήσεις. Τα φυσικά δικαιώματα δικαιοδοτούν σε κάθε άτομο μια σειρά από απαιτήσεις έναντι όλων των άλλων ατόμων, τις οποίες αυτά θα πρέπει να σέβονται απο­λύτως. Για τον Locke, η ατομική ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δικαίωμα επειδή κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα πάνω στο προϊόν της εργασίας του [6], άποψη που επικρίθηκε από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο. Υπό αυτή την οπτική, η συγκεκριμένη αντίληψη του Locke περί ιδιοκτησίας συνιστά απόρριψη της ισότητας και όχι μια εκδοχή της.
3. Αυτή η φράση είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο ουτοπικό σοσιαλιστή και δη­μοσιογράφο Louis Blanc («ά chacun selon ses besoins, de chacun selon ses facultes»), στο άρθρο του "Η οργάνωση της εργασίας" (L'Organisation du travail) στη σοσιαλιστική εφημερίδα Revue du Progres, το 1839.
4.0 Μαρξ δεν υιοθέτησε τον Δαρβινικό ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, όπως φαίνεται σε επιστολή του στον Ένγκελς στις 18-06-1862: «Ο Δαρβίνος, που τον ξαναδιά­βασα, με διασκεδάζει όταν λέει πως εφαρμόζει τη θεωρία τον Μάλθους τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα, σαν να μην ήταν το κεντρικό θέμα με τον Μάλθους ότι δεν εφαρμόζει τη θεωρία τον για τα φυτά και τα ζώα, αλλά μόνο στα ανθρώπινα όντα - και με γεωμετρική πρόοδο - σε αντί­θεση με τα φυτά και τα ζώα» Είναι αξιοσημείωτο πως ο Δαρβίνος ξαναβρίσκει στα ζώα και στα φυτά την αγγλική κοινωνία με τον καταμερισμό εργασίας, τον ανταγωνισμό, το άνοιγμα καινούργιων αγορών, 'τις εφευρέσεις'και τον 'αγώνα για την ύπαρξη'του Μάλθους» [12].
5. Από τον αναρχο-κομμουνιστή Peter Kropotkin, π.χ. αναφορικά με την τέχνη στο The Conquest of Bread (Need for Luxury, V): «χιλιάδες άνθρωποι προικισμένοι με ένα ορισμένο ποσό ταλέντου, καλλιεργούν κάθε κλάδο.....» (υπογραμμίσεις δικές μου) [28], και από τον αναρχικό κολεκτιβιστή Mikhail Bakunin, ο οποίος προσδιόρισε τη «βασική αρχή του σοσιαλισμού» με τις εξής επιμέρους φράσεις: «για την οργάνωση της κοινωνίας με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, θα πρέπει να βρει, με τη γέννηση του, περίπου ίσα μέσα για την ανάπτυξη των διαφορετικών ικανοτήτων του και για τη χρησιμοποίηση τους στην εργασία του. Και να οργανώσει μια τέτοια κοινωνία που [...] θα δώσει τη δυνατότητα σε κάθε άτομο να απολαύσει τον κοινωνικό πλούτο [...] μόνο στο μέτρο που συμβάλλει άμεσα προς τη δημιουργία αυτού του πλούτου» (υπογραμμίσεις δικές μου) [29]. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς κομμουνιστές της δεκαετίας του 1880, ο Bakunin δεν πίστευε στο αξίωμα, «Από τον καθένα ανάλογα με τα μέσα του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», αλλά στη ριζικά διαφορετική αρχή, Άπό τον καθένα σύμφωνα με τα μέσα του (ικανότητες), στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του (εργασία)'.

* Ο Χρήστος Γεωργίου είναι Καθηγητής Βιοχημείας (c.georgiou@upatras.gr), στο τμήμα Βιολο­γίας, Πανεπιστήμιο Πατρών. Η εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ (τεύχος 104, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2013)

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *