01 Δεκεμβρίου 2013

Έχει μέλλον ο Κομμουνισμός στη δύση;

Στη μνήμη του Costanzo Preve
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΉ ΣΗΜΑΙΑ
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 22/3/1992
του Κοστάντσο Πρέβε
Τα ιστορικά γεγονότα της τριετίας 1989-1991 δεν επέ­φεραν βεβαίως το τέλος της εποχής της παγκόσμιας κομμουνιστικής ιδέας, αλλά αναμ­φίβολα έκλεισαν έναν ιστορικό κύ­κλο που άρχισε το 1917.Εν συντο­μία: Ο κομμουνισμός δεν τελείωσε, αλλά έκλεισε ο ιστορικός κομμου­νισμός του 20ού αιώνα. Πρέπει να διαχωρίσουμε με καθαρότητα δύο διαστάσεις του προβλήματος, για να μπορέσουμε να τις αναλύσουμε χωριστά. Εν πρώτοις, η ικανότητα του μαρξισμού να απαντήσει με σα­φή φιλοσοφικό τρόπο στην σύγχρο­νη ιδεολογία, του τέλους της ιστο­ρίας, φιλοσοφική έκφραση της πρό­σφατης στρατηγικής νίκης της φά­σης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστι­κού συστήματος. Και στη συνέχεια, η πολιτική ικανότητα των κομμου­νιστών να επανακαθορίσουν ολο­κληρωτικά μια στρατηγική και μια τακτική σε βαθμό που να αποφύγουν την περιθωριοποίηση τους σε ένα ρόλο αποκλειστικά ηθικό, ιδεολο­γικό και μαρτυρίας.
Το δεύτερο κα­θήκον μοιάζει πιο δύσκολο από το πρώτο. Όσον αφορά δε το πρώτο, εμείς οι μαρξιστές έχουμε στρατη­γικά διευκολυνθεί από την απίστευ­τη χυδαιότητα και επιφανειακότητα των θεωριών του τέλους της ι­στορίας.Εν συντομία, η ιδεολογία του τέ­λους της ιστορίας είναι σήμερα εκ­φρασμένη σε δύο κύριες μορφές. Η πρώτη χονδροειδής και ….hard, η δεύτερη πιο σοφιστικέ και …soft. Σχηματοποιώντας, η χονδροειδής και χυδαία μορφή είναι κυρίως αμερικανοιαπωνική, και εκφράζει συμβολικά την ιδεολογική κάλυψη του ανοιχτού νεοϊμπεριαλισμού που είδαμε σε δράση στον πόλεμο του Κόλπου, ενώ η καλλιεργημένη και σοφιστικέ είναι κυρίως γαλλο­γερμανική, και θα ήθελε να ενσαρ­κώσει συμβολικά την ευρωπαϊκή ε­νοποίηση, στη δική της διάσταση της σύγχρονης μετα-κομμουνιστικής επιστέγασης της μακράς ιστορίας της χριστιανικής και αστικής Δύσης.
Ένα παράδειγμα της πρώτης μορφής είναι το βιβλίο του αναλφά­βητου Καλιφορνέζου Φράνσις Φουκουγιάμα και του μπεστ-σέλερ του για το τέλος της ιστορίας. Εδώ η φι­λοσοφία γίνεται ετοιμοπαράδοτη, έτοιμη σε πέντε λεπτά σαν ένα χά­μπουργκερ και ένα χοτ-ντογκ. Απί­στευτα λάθη που δεν θα συγχωρού­νταν σε ένα αδαή φοιτητή, σημα­δεύουν τα έργα αυτού του τσαρλα­τάνου. Μόνο δύο παραδείγματα. Ο Χομπς, λέει ο Φουκουγιάμα, επηρε­άστηκε από τον Νεύτωνα. Αλλά, αλίμονο, ο Ισαάκ Νεύτων ήταν α­κόμα παιδάκι όταν δημοσιεύτηκε ο Λεβιάθαν του Χομπς. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Αγγλία το 1640-1650, ισχυρίζεται ο Φουκουγιάμα, διεξή­χθη μεταξύ Καθολικών και Προτε­σταντών. Επειδή δεν συνέβη έτσι, ο Φουκουγιάμα ζητά συγχώρεση σε έ­να άρθρο, για το λάθος, λέγοντας ότι μπέρδεψε τον εμφύλιο εγγλέζικο πόλεμο με τον τριακονταετή γερ­μανικό πόλεμο. Η ερμηνεία του για τον Hegel είναι σε επίπεδο συζήτη­σης καφενείου μεταξύ απροετοίμα­στων φοιτητών, εν τούτοις πάνω σ’ αυτήν στηρίζεται η ιερατική του προφητεία για την αιωνιότητα του καπιταλισμού.
Ένα παράδειγμα της δεύτερης μορφής δίνεται αντίθετα από τη σύγχρονη ακαδημαϊκή γερμανική φιλοσοφία. (Η φιλελεύθερη παραλ­λαγή της οποίας δίνεται από τον Ραλφ Ντάρεντορφ, ενώ η σοσιαλδημοκρατική, είναι παρούσα στον Γιούργκεν Χάμπερμας). Εδώ είμα­στε μακριά από την άγνοια και την χυδαιότητα του Φουκουγιάμα. Α­ντιθέτως υπάρχει πλήρως επίγνωση της μιζέριας του Τρίτου Κόσμου και του ζητήματος του «δυϊσμού της κατηγορίας πολιτών» που δημιουρ­γείται στην Ευρώπη, στη βάση της διάκρισης ανάμεσα στους μετανά­στες και τους πολίτες, περιοχές α­δύνατες και περιοχές ισχυρές, κλπ.
Συγχρόνως, παρά την μεγαλύτε­ρη διανοητική νοθεία, ακόμα και αυτή η γερμανική φιλοσοφία, ξεκι­νάει με την εντελώς αναπόδεικτη προϋπόθεση της σημερινής και ορι­στικής δύσης του κομμουνισμού σαν πραγματικού ιστορικού κινή­ματος. Αυτή η δύση επιβεβαιώνεται έμμεσα βασισμένη στη σκέψη του «ορίζοντα του μοντέρνου» στην ο­ποία «το μοντέρνο» ορίζεται συγκε­κριμένα Λάντα στη βάση των οικο­νομικών και πολιτικών κατηγο­ριών της σύγχρονης φάσης του τρό­που της καπιταλιστικής παρα­γωγής.
Ο Χάμπερμας είναι αναμφισβήτητα 100 φορές πιο αξιοσέβαστος από τον Φουκουγιάμα. Παρ’ όλα αυτά, ειλικρινά πιστεύουμε ότι οι μαρξιστές σ’ αυτή τη στιγμή που τακτικά βρίσκονται σε άμυνα, μπο­ρούν να ανακάμψουν στρατηγικά με το πέρασμα λίγων χρόνων, από τη στιγμή που πρακτικά όλες οι οι­κονομικές, κοινωνικές και πολιτι­στικές αντιθέσεις του καπιταλι­σμού και του ιμπεριαλισμού είναι εν δράσει. Όποιοι γράφουν είναι λοι­πόν αισιόδοξοι για τις απαιτήσεις της ιδεολογικής ταυτότητας, ενώ ειλικρινά μας φαίνεται πιο δύσκολη η κατάσταση στο οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο. Για να καταλά­βουμε τι ακριβώς θέλει να πει σήμε­ρα, τι πρέπει να επαναθεμελιώσει και να ξαναχτίσει ένα κομμουνιστι­κό κόμμα, είναι αναγκαίο να κατα­λάβουμε ότι μεγάλο μέρος των κλα­σικών διαφωνιών για το κόμμα (Λέ­νιν και Ρόζα Λούξεμπουργκ, Στάλιν και Τρότσκι, Τολιάτι και Τορέζ, κλπ.) αυτή τη στιγμή έχει αποκλει­στικά μια ιστορική και αρχαιολογι­κή αξία. Είναι σίγουρα χρήσιμο να διατρέξουμε εκ νέου τις κυριότερες στιγμές της συζήτησης, αλλά η κα­τάσταση στην οποία βρισκόμαστε είναι ποιοτικά καινούρια και κάθε αναλογία είναι εκ των πραγμάτων απατηλή.
Η πολιτική τακτική των δυτι­κών κομμουνιστικών κομμάτων, στις ουσιαστικές γραμμές της, ε­μπνεύστηκε μέχρι το 1989 από τη στρατηγική υπόθεση που εκφρά­στηκε στο 7ο συνέδριο της κομμου­νιστικής διεθνούς του 1935. Εν συ­ντομία, μια ενωτική συμμαχία των δυνάμεων της Αριστεράς, ονομαζό­μενη λίγο-πολύ «λαϊκό μέτωπο» που έχει σαν στρατηγικό αντίπαλο την Δεξιά, στην οποία αποδίδονται τάσεις φασιστικές και αντιδημο­κρατικές και σαν τακτικό σύμμαχο τη σοσιαλδημοκρατία, της οποίας «το κράτος πρόνοιας» και οι νεο-κεϋνσιανές πολιτικές θεωρούνται σα ένας πολιτικός προθάλαμος της φάσης της σοσιαλιστικής κοινω­νίας. Αυτή η στρατηγική υπόθεση, εκπληκτικά δυναμωμένη από την κατάσταση που δημιουργήθηκε κα­τά την διάρκεια και μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να εξειδικευτεί και να ορισθεί ανάλογα με τους διά­φορους ιστορικούς αστερισμούς, χωρίς όμως ποτέ να απορριφθεί ου­σιαστικά και να τροποποιηθεί ποιο­τικά.
Εν πρώτοις, στις χώρες που απε­λευθερώθηκαν από την ιμπεριαλι­στική αποικιοκρατία, ο τακτικός ρόλος του συμμάχου των κομμουνι­στών δεν επιτεύχθηκε από την κλα­σική σοσιαλδημοκρατία (σαφώς α­νύπαρκτη) αλλά από την αντιιμπεριαλιστική εθνική αστική τάξη ή τουλάχιστον από κάποιες ποιο θαρ­ραλέες πτέρυγες της.
Δεύτερον, στις χώρες που για ι­στορικούς λόγους δεν υπήρξε ποτέ μια δυνατή σοσιαλδημοκρατία (ό­πως η Ιταλία), οι κομμουνιστές α­ναγκάστηκαν να παίξουν ένα διπλό πολιτικό και κοινωνικό ρόλο εκεί­νου της επαναστατικής πρωτοπο­ρίας και εκείνου της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλε­σμα να δημιουργηθεί ένα πολιτικό σχήμα πρωτόγνωρο και μη-ταξινομήσιμο (στο λεξιλόγιο του Τολιάτι, μια «καμηλοπάρδαλη», δηλαδή ένα ζώο που θεωρητικά δεν θα ‘πρεπε να υπάρξει αλλά που ό­μως παρ’ όλα αυτά υπάρχει).
Τρίτον, στις χώρες που για ιστο­ρικούς και κοινωνικούς λόγους η σοσιαλδημοκρατία δεν υπήρξε πο­τέ και στις οποίες όμως υπήρξε έ­νας δυνατός λαϊκισμός (από την Ελλάδα ως την Αργεντινή), ο τοπι­κός κομμουνισμός είχε διακυμάν­σεις τακτικής εξτρεμιστικού αλλά κυρίως οπορτουνιστικού τύπου, που έκφραζαν την στρατηγική ανι­κανότητα και πάνω απ‘ όλα την ε­πιθυμία της ενσωμάτωσης στο πο­λιτικό σύστημα, με πρόσχημα τον ισχυρισμό ότι ήταν «άμεσος εκπρό­σωπος» των μαζών απέναντι στη μεγάλη καπιταλιστική αστική τά­ξη.
Αυτά τα τρία σενάρια σαρώθη­καν από τα γεγονότα της ιστορικής τριετίας που μόλις πέρασε: 1989-1991. Συγχρόνως, παρά την φαινο­μενική διαφορετικότητα τους, αυτά τα τρία σενάρια είχαν όλα ένα ελά­χιστο κοινό παρονομαστή: τη γεω­γραφική και γεωπολιτική προϋπό­θεση της ύπαρξης του σοσιαλιστι­κού στρατοπέδου, σε συνάρτηση με την βαθιά πεποίθηση της ιστορικής δυνατότητας μετασχηματισμού του, που μπορούμε συνθετικά να ο­ρίσουμε σαν «δυνατότητα εκδημο­κρατισμού» του ιστορικά δομημέ­νου το 1900 κομμουνισμού.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *