05 Αυγούστου 2013

Είκοσι τέσσερις (24) ‘’άλλοι’’ λιγότεροι…

σημειώσεις, πηγή αριστερό blog
Τουλάχιστον 24 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους νωρίς το πρωί της 1ης Αυγούστου στα θαλάσσια νερά, μεταξύ Λέσβου και Τουρκίας.  Ένα πλοιάριο φορτωμένο με μετανάστες χωρίς χαρτιά, που κατά πάσα πιθανότητα είχε ως τελικό προορισμό την Ελλάδα, βυθίστηκε στα ανοιχτά των τουρκικών ακτών.
Δεν πρόκειται για κάποια πρωτόφαντη είδηση, αλλά για συνηθισμένο φαινόμενο. Κάθε χρόνο στα νερά της Μεσογείου, στην κοίτη μιας περιοχής που φιλοξένησε τόσους πολιτισμούς, εκατοντάδες άνθρωποι πνίγονται στην προσπάθεια να φτάσουν σε κάποιες ‘’απέναντι’’ ακτές.
Και ας βασιλεύουν σε αυτούς τους προορισμούς η ανεργία και η φτώχεια. Πίσω τους είναι η φρίκη του πολέμου, η βεβαιότητα του θανάτου από την πείνα ή την βόμβα.

Είναι συζήτηση αυτή τώρα, μέρες ανέχειας που περνάμε και εμείς; Πόσοι πια χωράνε εδώ ή και στην Ευρώπη; Συνηθισμένα τα ερωτήματα.
Το δυστύχημα είναι ότι ο τρόπος που βλέπουμε αυτά τα θέματα,  των ‘’άλλων’’ φτωχών και κατατρεγμένων,  έχει πολλή στενή σχέση με τη ματιά στα δική μας κατάσταση. Πως την αντιλαμβανόμαστε, πως την εξηγούμε, πως την αντιπαλεύουμε.
Δεν είναι ώρα για ηθικοπλαστικές παραινέσεις. Τα πράγματα είναι σκληρά, ωμά για όλους. Οι ‘’άλλοι’’ δεν είναι μόνο οι μετανάστες. Είναι απλά οι έξω από ‘’εμάς’’. Ή πιο σωστά είναι η άβυσσος αυτών που είναι έξω από ένα σύνολο ανερμάτιστων ‘’εγώ’’. Που μας κάνουν ένα μεγάλο αριθμό, αλλά δεν συνιστούν απαραίτητα και μια κοινωνία.
Μήπως, οι μετανάστες είναι υπερβολικά πολλοί;
Μη ξεκινήσουμε από τα νούμερα, ούτε από αφηρημένες θέσεις.
«Οι ‘’άλλοι’’ είναι πάντα υπερβολικά πολλοί», γράφει ο Zygmunt Bauman και συνεχίζει: «Οι ‘’άλλοι’’ είναι εκείνοι οι τύποι που έπρεπε να είναι λιγότεροι. Θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν καθόλου. Εμείς δεν είμαστε ποτέ αρκετοί. ‘’Εμείς’’, είμαστε οι άνθρωποι εκείνοι που θα έπρεπε να είναι περισσότεροι’’.
Κάθε κοινωνία, ελεεινολογεί το παρόν της αλλά με ένα τρόπο που να  αθωώνει τους επιβήτορές του. Φτιάχνει μια τέλεια εκδοχή της, αλλά για το μέλλον. Η ακραία λογική είναι ίσως αυτή της θρησκείας, όπου αυτό το μέλλον είναι μεταθανάτιο. Αλλά παντού θα βρει κανείς την πονηρή παρηγορητική διαφυγή από το αβάσταχτο παρόν και κυρίως από την αναζήτηση των ενόχων και των αιτιών.
Στα όρια της υπαρκτής βάρβαρης κοινωνικής πραγματικότητας και ενός ψεύτικου λαμπρού μελλοντικού ειδώλου της για το οποίο υποτίθεται ότι διαμορφώνονται οι πολιτικές και οι νόμοι, απορρίπτονται, στοιβάζονται, φυτοζωούν και πεθαίνουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Αυτοί είναι οι ΄’άλλοι’’. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι μόνο ένα μικρό τους μέρος. Ένα απειροελάχιστο μέρος.
Αλλά ακόμη και αν εσωτερικά δούμε τις μετακινήσεις αυτές, θα εκπλαγούμε από κάποια πράγματα.
Ας  ρίξουμε μια ματιά στην προσφυγιά.
Από τα 10-11 εκατομμύρια προσφύγων σε όλο τον κόσμο, μόλις το 1,5 εκατομμύριο κινείται εκτός των συνόρων της χώρας τους. Όσο για τις  χώρες υποδοχής και μετακίνησης, οι 8 στις 10 είναι αναπτυσσόμενες ή/και πάμφτωχες χώρες, με πρώτες το Πακιστάν, το Ιράν και  τη Συρία. Κατά τεκμήριο λοιπόν αυτοί οι ΄΄άλλοι’’ είναι ομοεθνείς ή έστω ομο-πάτριδες.
Στην μετανάστευση τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Αλλά η  λεγόμενη ‘’κοινή αίσθηση’’ όπως αυτή κατασκευάζεται, απέχει απίστευτα από την πραγματικότητα.
Ο μέσος δυτικός έχει μια στερεότυπη εικόνα εκατομμυρίων ανθρώπων που εισβάλλουν στην περιοχή τους, με κίνδυνο για τον ‘’τρόπο ζωής’’ του.
Όπως παρατήρησε  ο διευ­θυντής σύνταξης του περιοδικού Forbes, αν ολόκληρος ο πληθυσμός της Κίνας και της Ινδίας μετακόμιζε στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες η πληθυσμιακή πυκνότητα που θα είχε δημιουργηθεί δεν θα υπερέβαινε εκείνη της Αγγλίας, της Ολλανδίας ή του Βελγίου. Ωστόσο, λίγοι θα θε­ωρούσαν την Ολλανδία χώρα με προβλήματα «υπερπληθυσμού», ενώ ατέλειωτες ανησυχίες εκφράζονται για τον υπερπληθυσμό της Αφρικής ή της Ασίας, με την εξαίρεση των «Τίγρεων» της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η Αφρική ωστόσο, έχει 55 κατοίκους ανά τετραγωνικό μίλι (ενώ σε όλη την Ευρώπη ζουν κατά μέσο όρο 261 άτομα ανά τετρα­γωνικό μίλι, ακόμα κι όταν συμπεριλάβουμε τις στέπες και τους παγετώ­νες της Ρωσίας), στην Ιαπωνία 857, στην Ολλανδία 1.100, στην Ταϊβάν 1.604 και στο Χονγκ Κονγκ 14.218.
Κάθε εκμεταλλευτική εξουσία νομιμοποιείται και αναπαράγεται μέσα από την παραγωγή του φόβου, που την καθιστά αναγκαία. Ο φόβος του άγνωστου ή/και του ‘’άλλου’’, είναι από τους πλέον παραλυτικούς. Άρα και πολύ χρήσιμος, ειδικά για τη σημερινή καπιταλιστική εξουσία σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων.
Η ανθρώπινη τρωτότητα και αβεβαιότητα αποτελούν μηχανισμό νομιμοποίησης κάθε εξουσίας και κάθε πολιτική εξουσία υποβάλλεται σε τακτική ανανέωση των διαπιστευτηρίων της. Ειδικά αν πρόκειται για μια άρχουσα αστική τάξη, σε μια όλο και πιο πολωμένη κοινωνία, με τεράστιο χάσμα μεταξύ πλούτου και φτώχειας.
Πράγματα που ισχύουν σε κάθε εποχή; Με μια έννοια, ναι. Από πολλές απόψεις, όχι. Η ίδια η ύπαρξη και λειτουργία του ‘’κοινωνικού κράτους’’ στον καπιταλισμό, πέρα από την συμπύκνωση εργατικών και λαϊκών καταχτήσεων, αντιπροσώπευε την εγγύηση εξουδετέρωσης των ακραίων κινδύνων, ακόμη και τη ‘’μεγαλόθυμη’’ διόρθωση των ατομικών ‘’αποτυχιών’’. Η ανεργία για παράδειγμα, ήταν μια προσωρινή κατάσταση εκτός εργασίας και η κρατική αρωγή υποστήριξης, συμπύκνωνε την αισιόδοξη προοπτική σε κάποιο βάθος χρόνου, μικρό ή μεγάλο.
Σήμερα όμως το ‘’κράτος πρόνοιας’’ καταργείται. Δε θα μειωθεί ή/και καταργηθεί απλά το επίδομα ανεργίας. Είναι πιο μεγάλη η αλλαγή: Ένα μεγάλο κομμάτι νεολαίας, δε θεωρείται απλά προσωρινά εκτός εργασίας, αλλά εκτός χρησιμότητας. Δεν είναι ά-νεργοι, αλλά  ά-χρηστοι, περιττοί. Απομυζούν από  κάτι στο οποίο δε συνέβαλαν. Είναι μια καταστατική αλλαγή: Η αδυναμία να συμμετάσχει κανείς στο παιχνίδι της αγοράς, τείνει όλο και περισσότερο να θεωρείται όχι απλά ανικανότητα (looser), αλλά έγκλημα.
Το κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όλο και λιγότερο μπορεί να πουλήσει προστασία (έστω προσωρινή), από την οικονομική ανασφάλεια που γεννά η καπιταλιστική αγορά. Η εξουσία έχει ανάγκη από την παραγωγή μιας άλλης ανασφάλειας. Και αυτή όλο και περισσότερο παίρνει μορφή στις έννοιες της προσωπικής ασφάλειας ή/και της εθνικής ασφάλειας. Η τελευταία βέβαια νοείται μόνο ως απειλή από όμορες ή/και πιο αδύνατες εθνότητες και όχι ως επιβολή και κυριαρχία των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών.
Τα πιο προηγμένα καπιταλιστικά κράτη του κόσμου, με πρώτη τις ΗΠΑ, με ένα πράγμα ασχολούνται από το πρωί ως το βράδυ: Τρομοκρατία, αναμονή επιθέσεων, κίνδυνοι για την ασφάλεια. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες τα ζητήματα της ‘’ασφάλειας’’, μπαίνουν σε πρώτη γραμμή και φυσικά συνδέονται τεχνηέντως ακριβώς με τους ''άλλους’’.
Θυμάμαι μια φτωχή γυναίκα στην αναμονή ιατρείου, να αναφωνεί γεμάτη τρόμο, κοιτάζοντας τη φωτογραφία των απεργών πείνας μεταναστών: ‘’Θεέ μου! Είναι όλοι άνδρες και νέοι! Πιστεύω πως έχει γίνει εισβολή και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι’’.
Δεν πρόκειται για  αυθόρμητη τάση, αλλά διαμορφωνόμενη μεθοδικά. Η βρετανική Guardian έγραψε κάποια στιγμή: ‘’διογκώνουμε την ιστορία με τους πρόσφυγες και το άσυλο. Εκδότες αποκαλούν τη Βρετανία παράδεισο κακοποιών, συνδέοντας ευθέως πρόσφυγες και τρομοκράτες’’.
Δεν πρόκειται  λοιπόν μόνο για την ανάγκη της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Ούτε για τη σπουδαιότητα του καθήκοντος να ανοιχτεί μέτωπο στις εθνικιστικές υστερίες ή για ρατσιστικές προκαταλήψεις.
Όσο θα βαθαίνει το γδάρσιμο των εργαζομένων, τόσο θα σηκώνεται η ακροδεξιά φιλολογία για τους κινδύνους της ‘’ασφάλειας’’ από τους ‘’άλλους’’. Αν το δημόσιο χρέος, θα είναι το μόνο που θα ανήκει πραγματικά στο λαό, η δημόσια κρατική καταστολή, (μαζί με την εφορία φυσικά!) θα είναι ο μοναδικός τομέας του κράτους που θα ισχυροποιείται. Με αυτή την έννοια, οι φασίστες της Χρυσής Αυγής, αποτελούν πραγματικά, όχι τόσο τις φωνές του ταγματασφαλίτικου και χουντικού παρελθόντος, όσο τον πυρήνα του νέου ολοκληρωτισμού του καπιταλισμού της εποχής μας.

ΥΓ: σε ότι αφορά τη μετανάστευση, καλό είναι να θυμάται κανείς ότι η Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι είναι χώρα μεταναστών η ίδια, κάθε άλλο παρά έχει πλημμυρίσει από ξενο-γεννημένους και αλλοεθνείς. Αντίθετα, έχει γεννηθεί σε άλλη χώρα το 6,4% των κατοίκων της, κάτω από τα μισά του γενικού ποσοστού στις χώρες του ΟΟΣΑ (13,2%). Από την άλλη, χώρες που βρίσκονται ψηλότερα όλων σε αυτό δείχτη (Αυστραλία, Ελβετία κλπ), κάθε άλλο παρά είναι φτωχές και ανίσχυρες.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *