28 Απριλίου 2013

David Harvey: Εξεγερμένες Πόλεις_ Πρόλογος στην ελληνική έκδοση και απόσπασμα

πηγή, "Η λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας"

Το νέο βιβλίο του David Harvey, Εξεγερμένες Πόλεις, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Παραθέτουμε τον πρόλογο που έγραψε για την ελληνική έκδοση ο καθηγητής Γεωγραφίας, Κωστής Χατζημιχάλης καθώς και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου

Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
 του Κωστή Χατζημιχάλη[1]
Το βιβλίο του Ντέιβιντ Χάρβεϊ είναι το πέμπτο που μεταφράζεται στα ελληνικά και μαζί με τις πολυάριθμες συνεντεύξεις και τις παλαιότερες μεταφράσεις άρθρων του συγκροτούν μια ικανοποιητική εισαγωγή στη σκέψη ενός από τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοούμενους του καιρού μας. Τα περιεχόμενα του παρόντος βιβλίου έχουν παρουσιαστεί στις τρεις διαλέξεις που είχε δώσει στην Αθήνα τον Ιούνιο 2012 (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Παρκάκι της Οδού Τσαμαδού) με μεγάλη προσέλευση κόσμου. Πολλά από τα επιχειρήματα του βιβλίου είχε επίσης την ευκαιρία να αναπτύξει στις δεκάδες συνεντεύξεις που έδωσε εκείνες τις δύο βδομάδες της παραμονής του στην Αθήνα, οι οποίες συνέπεσαν με τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 12.
Η κυκλοφορία του βιβλίου παγκόσμια αλλά και ειδικά στην Ελλάδα συμπίπτει με τη συγκυρία της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης. Η σημερινή κρίση για τον Χάρβεϊ ξεκινά από την αστικοποίηση, από τη φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2007, η οποία μεταφέρθηκε στην Ευρώπη το 2009, χτυπώντας πρώτα τους αδύναμους κρίκους που βρίσκονταν στο Νότο. Η αστικοποίηση για τους μαρξιστές γεωγράφους και κοινωνιολόγους της πόλης[2] δεν περιορίζεται μόνο στην κατασκευή κτιρίων, δρόμων και υποδομών. Επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής στην πόλη, από τη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών και την κατανάλωση που δημιουργεί μια πόλη μέχρι τη δημιουργία υπεραξιών σε γη και ακίνητα από τη συγκεντροποίηση αλλά και το κόστος (κοινωνικό και περιβαλλοντικό) που δημιουργούν τα παραπάνω.

Τις απόψεις του για συσχέτιση των διαδικασιών συσσώρευσης με την αστικοποίηση και τις πιθανότητες δημιουργίας κρίσεων τις έχει καταθέσει συστηματικά από τη δεκαετία του 1980, όταν νεοφιλελεύθεροι και εκσυγχρονιστές θεωρούσαν ότι το πάρτι θα συνεχιζόταν χωρίς προβλήματα. Από τότε γράφει για την επιχειρηματική μετεξέλιξη στη διοίκηση και στο σχεδιασμό των πόλεων, για τον τρόπο που αναπτύσσονται, με βίαιη υφαρπαγή του δημόσιου και του συλλογικού χώρου, για το ρόλο της γαιοπροσόδου και τις διαδικασίες gentrification, για τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Εντοπίζει τη σημαντική αλλαγή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την οποία θεωρεί μοχλό που επέτρεψε τη δημιουργία της φούσκας στα ακίνητα, στα τέλη της δεκαετίας 1980: τα νέα άυλα προϊόντα που δημιουργήθηκαν επιτρέπουν από τη μια πλευρά ενυπόθηκο δανεισμό και από την άλλη δανεισμό και πωλήσεις με βάση μελλοντικά έσοδα, τη δημιουργία, με άλλα λόγια, πλασματικών αξιών και πλασματικού κεφαλαίου. Στις ΗΠΑ τα νέα προϊόντα δεν περιορίστηκαν μόνο στους «μεγάλους» παίκτες, αλλά διαχύθηκαν στα μεσοαστικά και τα εργατικά στρώματα με επισφαλή εισοδήματα, με αποτέλεσμα την αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, την απότομη κάμψη της ζήτησης νέων κατοικιών και την υπερχρέωση των εργολάβων. Οι διαδικασίες αυτές δημιούργησαν ανυπέρβλητα προβλήματα στις τράπεζες που χορηγούσαν αφειδώς και συγχρόνως δάνεια σε αγοραστές και κατασκευαστές. Η αλληλεξάρτηση περιφερειακών τραπεζών με τις κεντρικές, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα εκτός ΗΠΑ και με τα διεθνή επενδυτικά χαρτοφυλάκια στα οποία «έπαιζαν» και δεκάδες ασφαλιστικά ταμεία, δήμοι αλλά και εθνικά κράτη δεν άργησε να μεταφέρει την κρίση και στην Ευρώπη με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο Χάρβεϊ είναι γεωγράφος (και όχι ανθρωπολόγος ή οικονομολόγος όπως τον αναφέρουν λανθασμένα οι προηγούμενες ελληνικές εκδόσεις), οι πόλεις και η  αστικοποίηση ήταν πάντα ο πυρήνας των γεωγραφικών ενδιαφερόντων του. Διαβάζει την αστικοποίηση μέσα από το Κεφάλαιο και τα άλλα έργα των κλασικών[3] και συνεχώς μας καλεί να τα χρησιμοποιούμε για να καταλάβουμε πώς παράγονται οι πόλεις. Η προσέγγισή του είναι καθαρά μαρξιστική και θέτει την πόλη στο επίκεντρο δύο συγκρουσιακών διαδικασιών: πρώτον, στις στρατηγικές αναδιάρθρωσης και επενδύσεων του κεφαλαίου σε συνεργασία με την επιβολή ελέγχου από την πολιτική εξουσία και, δεύτερον, στους αγώνες αντίστασης στις παραπάνω διαδικασίες από την εργατική τάξη και τους απόκληρους των πόλεων. Έτσι, η πόλη αναλύεται ως διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, ως τόπος επένδυσης του πλεονάζοντος κεφαλαίου, ως τόπος αντίστασης και ταξικών συγκρούσεων, ως ο προνομιακός τόπος που προσφέρεται για συνεύρεση και οργάνωση όλων αυτών που εργάζονται καθημερινά (ή έχουν αποκλειστεί) για να λειτουργήσει μια πόλη. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εφαρμοσμένες μελέτες του για τα παραπάνω είναι το Paris: Capital of Modernity (2005)[4], στην οποία περιγράφει την αστική ανάπτυξη του Παρισιού τον 19ο αιώνα, τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που την κατευθύνουν, τις επεμβάσεις του βαρόνου Οσμάν, τις κυρίαρχες χωρικές αναπαραστάσεις που τις συνοδεύουν και τις δραματικές κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της πόλης. Στις Εξεγερμένες πόλεις έχει πολλές παρατηρήσεις από το βιβλίο αυτό τις οποίες συνδέει με τις επεμβάσεις του Ρόμπερτ Μόουζες στη Νέα Υόρκη το 1942, αλλά και με την πιο πρόσφατη έκρηξη της αστικοποίησης στην Κίνα, στο Ντουμπάι και στις άλλες μεγαλουπόλεις του πλανήτη. Σημειώνει όμως ότι αυτή η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της αστικοποίησης απαιτεί καινοτομίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες με τη σειρά τους επιβάλλουν ρίσκα που οδηγούν σε κρίσεις.
Μια παρόμοια κρίση στο Παρίσι του 19ου αιώνα, μετά τις επεμβάσεις Οσμάν και την ήττα στον πόλεμο με τη Γερμανία θα οδηγήσουν στην κοινωνική έκρηξη, στην Κομμούνα του Παρισιού το 1871, την οποία, όπως και πριν από αυτόν ο Ανρί Λεφέβρ, τη θεωρεί όχι μόνο ένα λαϊκό/προλεταριακό ξέσπασμα, αλλά ως ένα κατεξοχήν κίνημα που αφορούσε το χώρο της πόλης, ήταν μια επανάσταση της πόλης.[5]
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο πρόλογος του βιβλίου είναι αφιερωμένος στον Ανρί Λεφέβρ και στο βιβλίο του Το δικαίωμα στην πόλη. Σημειώνει ότι ως αίτημα το δικαίωμα στην πόλη είναι κενό περιεχομένου αν δεν οριστεί ποιοι/ες το θέτουν και για ποιο λόγο. Γιατί, όπως σημειώνει, οι τραπεζίτες, οι εργολάβοι, οι δήμαρχοι έχουν και αυτοί «δικαίωμα» στην πόλη και μάλιστα το αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο συσσωρεύοντας κέρδη. Ο Λεφέβρ ωστόσο, όπως και ο Χάρβεϊ, θέτουν το αίτημα αυτό από την πλευρά των πολλαπλά αποκλεισμένων από  μια αξιοπρεπή διαβίωση στις σημερινές πόλεις. Και οι δύο γνωρίζουν ότι τα κινήματα πόλης αφορούν δικαιώματα, όχι την ταξική πάλη με τη στενή έννοια, δηλαδή ως σύγκρουση μόνο στους τόπους δουλειάς της μισθωτής εργασίας. Τα κινήματα αυτά, λόγω της φύσης τους, μπορούν ωστόσο να αναδείξουν τις ταξικές αντιθέσεις με την προϋπόθεση ένταξης των αιτημάτων στο εκάστοτε πλαίσιο των ταξικών αγώνων και στη συγκυρία. Ο Χάρβεϊ είναι κριτικός απέναντι σε ισοπεδωτικές προσεγγίσεις, όπως, λόγου χάρη, τα κινήματα γενικώς ενάντια στις περιφράξεις και ρωτά: Πώς μπορείς να προστατεύσεις κάτι αν δεν το περιφράξεις; Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν το πλαίσιο των αντιθέσεων (ποιος περιφράσσει τι και γιατί), και ο αγώνας εναντίον ή υπέρ των περιφράξεων και τα κινήματα για το δικαίωμα στη πόλη πρέπει να είναι έτοιμα με επιχειρήματα και τακτικές και για τις δύο εκδοχές.
Το βιβλίο είναι οργανωμένο σε δυο ενότητες. Η πρώτη, με τίτλο «Το δικαίωμα στην πόλη», είναι περισσότερο εκτεταμένη, με τέσσερα κεφάλαια, και η δεύτερη, με τίτλο «Εξεγερμένες πόλεις», πιο σύντομη, ιδιαίτερα τα δυο τελευταία κεφάλαια που έχουν μορφή σχολίων εφημερίδας. Τα περισσότερα κείμενα έχουν εκδοθεί σε περιοδικά σε λιγότερο εκτεταμένη μορφή, στο βιβλίο όμως έχουν εμπλουτιστεί και αποκτούν ένα συνεκτικό και μαχητικό ειρμό. Σε αυτά συναντάμε τη γνώριμη γραφή του Χάρβεϊ: την προτεραιότητα στη μεγάλη εικόνα για τις εξελίξεις, την ανάδειξη των κοινωνικών συγκρούσεων, των ανισοτήτων και της βίας του καπιταλισμού, τη συνεχή αναφορά στα κλασικά κείμενα των Μαρξ, Ένγκελς, Γκράμσι, την οξυδέρκεια της αριστερής γεωγραφικής σκέψης η οποία συσχετίζει τις διαδικασίες συσσώρευσης και των ροών των κεφαλαίων με το χώρο, τα πολλά παραδείγματα από όλο τον κόσμο (πάντα όμως από δευτερογενείς πηγές, χωρίς δική του προσωπική έρευνα), τις επεξεργασίες για την ανάδυση του πλασματικού κεφαλαίου / πλασματικού καπιταλισμού μέσα από τις καινοτομίες των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων. Και βέβαια τις πλατείες και τα κινήματα occupy.
Οι Εξεγερμένες πόλεις είναι ίσως το πιο «πολιτικό» από τα βιβλία που έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα και αναφέρονται στην πόλη και στην άνιση γεωγραφική ανάπτυξη. Στο βιβλίο θέτει ερωτήματα/ζητήματα παρά δίνει απαντήσεις. Συχνά έχει τη μορφή ενός μανιφέστου για την πόλη και το τι πρέπει να κάνουμε, στηριζόμενος στις σχολαστικότερες αναλύσεις που έχει κάνει σε προηγούμενα βιβλία, όπως, παραδείγματος χάρη, για τη γαιοπρόσοδο και για την καπιταλιστική συσσώρευση μέσω της αστικοποίησης κ.λπ. Εκτός από το βιβλίο του Spaces of Hope (2000)[6] μόνο στις Εξεγερμένες πόλεις επιχειρεί πέρα από την ανάλυση και ένα σχεδίασμα-πρόταση εναλλακτικών πρακτικών για την οργάνωση της αντίστασης στις πόλεις, επηρεασμένος ίσως από την προσωπική επαφή του με ακτιβιστές στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη το 2011.[7] Στην Αθήνα είχε έλθει και το 2006 και ίσως γι’ αυτό, για πρώτη φορά σε βιβλίο του, παρουσιάζονται τόσες αναφορές στην Ελλάδα (σύνολο 13, κυρίως σε Αθήνα και Πλατεία Συντάγματος).
Ορισμένα από τα επιχειρήματα που αναπτύσσει, ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου, μπορεί να εγείρουν αντιρρήσεις από εκείνους και εκείνες στην Αριστερά που θεωρούν το βιομηχανικό προλεταριάτο ως τη μόνη επαναστατική δύναμη ή που ενδιαφέρονται μόνο για τους γενικούς νόμους κίνησης του καπιταλισμού, ενώ παράλληλα παραβλέπουν τη σημασία των κινημάτων της πόλης ως συστατικών στοιχείων για την κοινωνική αλλαγή. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστούν ουτοπικές ή και αντιμαρξιστικές οι απόψεις του για οργάνωση και πάλη για τη δημιουργία «των κοινών της πόλης» (εδώ οι επιρροές από τον Χαρντ και τον Νέγκρι είναι φανερές, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις που εκφράζει στο βιβλίο),  για ιδιοποίηση από τους άμεσους παραγωγούς της αξίας που παράγεται καθημερινά από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Και σίγουρα κάποιοι οικονομολόγοι θα διαφωνήσουν με την ανάλυση που κάνει για την κρίση και για το πώς η αστικοποίηση είναι άλλοτε διέξοδος για την απορρόφηση πλεονάζοντος κεφαλαίου και άλλοτε υπεύθυνη για τις περιοδικές καπιταλιστικές κρίσεις. Για όσους/ες όμως είναι εξοικειωμένοι/ες με τη σκέψη και τις προτάσεις των αναρχικών γεωγράφων Πιοτρ Κροπότκιν και Ελιζέ Ρεκλί, της Ρόζα Λούξεμπουργκ, του Αντόνιο Γκράμσι, του Ανρί Λεφέβρ, της Ντορίν Μάσεϊ κ.ά., αλλά κυρίως για όσους και όσες έχουν συμμετάσχει ενεργά όλα αυτά τα χρόνια σε κινήματα πόλης και αλληλέγγυες συλλογικότητες οι σκέψεις του Χάρβεϊ στις Εξεγερμένες πόλεις  θα βρουν τη θέση τους δίπλα στις δικές τους εμπειρίες.
Ασκεί επίσης κριτική στον «οργανωτικό φετιχισμό της Αριστεράς», όπως τον αποκαλεί, στις ατέρμονες και αδιέξοδες αντιπαραθέσεις μεταξύ αναρχικών ή οριζόντιων-αμεσοδημοκρατικών σχημάτων με την «παλαιοαριστερή» αυστηρή ιεραρχία από πάνω προς τα κάτω. Διαφωνεί με τις παραδοσιακές οργανωτικές δομές της κομμουνιστικής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και με τα ρεύματα της ελευθεριακής Αριστεράς που αρνούνται να συζητήσουν το ρόλο της διοίκησης και ειδικότερα θέματα κράτους και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ως γεωγράφος, μιλά για την ανάγκη προσέγγισης σε πολλαπλές κλίμακες, ανάλογα με το πρόβλημα και το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης δράσης κάθε φορά. Για τις αποφάσεις, παραδείγματος χάρη, κατάληψης ενός πάρκου ή μιας πλατείας αρκεί μια ομάδα με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά για τη διαχείριση των προβλημάτων ολόκληρης της πόλης ή της περιφέρειας, καταλήγει, χρειάζονται άλλες αντιπροσωπευτικές δημοκρατικές οργανωτικές δομές.
Οι μαχητικές ή αγωνιστικές ιδιαιτερότητες (militant particularism, μια έννοια την οποία δανείζεται από τον Ρέιμοντ Γουίλιαμς [Raymond Williams]) δεν πρέπει, υποστηρίζει, να εμποδίζουν κοινές ριζοσπαστικές, ακτιβίστικες δράσεις ή, καλύτερα, ενεργητικές λύσεις. Και θέτει ακόμη μια φορά το θέμα του πλαισίου των αιτημάτων με παράδειγμα τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Ζαπατίστας, που δεν είναι, με τυπικά αριστερά κριτήρια, ριζοσπαστική. Ζητούν σεβασμό, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, που όμως στην περίπτωση τους είναι επαναστατικά και έτσι απέκτησαν παγκόσμια υποστήριξη.
Όπως όλα τα βιβλία, έτσι και οι Εξεγερμένες πόλεις θα διαβαστούν από διαφορετικές σκοπιές. Για όσους και όσες προέρχονται από συναφή πεδία με τη γεωγραφία ή έχουν άμεση συμμετοχή σε κινήματα που υπερασπίζονται τόπους σε κίνδυνο στην Ελλάδα των Μνημονίων το βιβλίο θα ενισχύσει τις γνώσεις και τα επιχειρήματά τους. Για εκείνους και εκείνες που βλέπουν μόνο τη μακροοικονομική εκδοχή της σημερινής κρίσης στη Νότια Ευρώπη και αναζητούν εκεί τις αντίστοιχες ερμηνείες το βιβλίο του Χάρβεϊ ελπίζω να τους προβληματίσει. Γιατί ο καπιταλισμός και οι κοινωνικές συγκρούσεις, πρώτον, δεν συμβαίνουν στη «μύτη μιας καρφίτσας» και, δεύτερον, γιατί η Αριστερά επιτέλους θα πρέπει να πάρει στα σοβαρά το γεγονός ότι ο χώρος, και ειδικά οι πόλεις, δεν είναι κάτι σαν «εξωτερικό περιβάλλον», μια δευτερεύουσα αντίθεση στην υπόθεση της ριζικής κοινωνικής αλλαγής που επικαλείται. Απαιτείται λοιπόν μια συνολική αλλαγή στον τρόπο σκέψης και δράσης των αριστερών και το βιβλίο αυτό θα είναι ένας πολύτιμος οδηγός.
[1] Ομότιμος καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (hadjimichalis@hua.gr).
[2] Εκτός από Χάρβεϊ, βλ., μεταξύ άλλων: H. Lefebvre, To δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και πολιτική, Αθήνα, Παπαζήσης, 1977· M. Castells, The Urban Question, Λονδίνο, E. Arnold, 1977· R. Peet, Radical Geography: Alternative Viewpoints on Contemporary Social Issues, Λονδίνο, Methuen, 1978· E. Sheppard ‒ T. Barnes, The Capitalist Space Economy: Geographical Analysis after Ricardo, Marx and Straffa, Λονδίνο, Unwin Hyman, 1990· D. Massey, For Space, Λονδίνο, Sage, 2005 (ελλ. έκδ.: Για το χώρο, μτφ. Ι. Μπιμπλή, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2008).
[3] Βλ. μεταξύ άλλων τα βιβλία The Limits to Capital, Λονδίνο, Blackwell, 1982, και The Urbanization of Capital, Λονδίνο, Blackwell, 1985.
[4] D. Harvey, ParisCapital of Modernity, Λονδίνο, Routledge, 2005.
[5] Βλ. και Ν. Βαΐου ‒ Κ. Χατζημιχάλης, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Αθήνα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλατζάς/Νήσος, 2012.
[6] D. Harvey, Spaces of Hope, Εδιμβούργο, Edinburgh University Press, 2000.
[7] Βλ. και τη συνέντευξή του τον Ιούνιο του 2011 στα μέλη της ομάδας Encounter Athens, «Οικονομική κρίση και αστικοποίηση» (συνέντευξη με τον γεωγράφο Ντέιβιτ  Χάρβεϋ), Γεωγραφίες 19, 2012, σ. 3-10.
Αναδιεκδίκηση της πόλης για αντικαπιταλιστική πάλη
του David Harvey, απόσπασμα από τις Εξεγερμένες Πόλεις
Αν η αστικοποίηση είναι τόσο σημαντική στην ιστορία της συσσώρευσης κεφαλαίου και οι δυνάμεις του κεφαλαίου μαζί με τους αμέτρητους συμμάχους τους πρέπει να κινητοποιούν ασταμάτητα ή ακόμα και να επαναστατικοποιούν κατά διαστήματα τη ζωή στην πόλη, τότε οι ταξικοί αγώνες, ανεξαρτήτως αν αναγνωρίζονται ρητά ως τέτοιοι, συνδέονται αναπόφευκτα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι αναγκασμένες να αγωνίζονται σθεναρά για να επιβάλλουν τη βούλησή τους στη διαδικασία της πόλης και σε ολόκληρους πληθυσμούς που δεν είναι δυνατόν, ακόμα και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες, να τεθούν υπό από τον πλήρη έλεγχό τους. Άρα προκύπτει ένα σημαντικό στρατηγικό πολιτικό ερώτημα: Σε ποιο βαθμό πρέπει οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες να επικεντρώνονται ρητά και να οργανώνονται στο ευρύτερο πεδίο της πόλης και του αστικού χώρου; Και αν το κάνουν, τότε πώς και γιατί ακριβώς;
                Η ιστορία των ταξικών αγώνων με βάση την πόλη είναι εντυπωσιακή. Τα διαδοχικά επαναστατικά κινήματα στο Παρίσι από το 1789 μέχρι το 1830 και από το 1848 έως την Κομμούνα του 1871 αποτελούν το πιο προφανές παράδειγμα του 19ου αιώνα. Στα μεταγενέστερα γεγονότα περιλαμβάνονται το Σοβιέτ της Πετρούπολης, οι Κομμούνες της Σαγκάης το 1927 και το 1967, η γενική απεργία του Σιάτλ το 1919, ο ρόλος της Βαρκελώνης στον Ισπανικό Εμφύλιο, η εξέγερση στην Κόρδοβα το 1969 και οι γενικότερες εξεγέρσεις στις πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960, τα κινήματα του 1968 (Παρίσι, Σικάγο, Μεξικό, Μπανγκόγκ και άλλα, όπως η αποκαλούμενη «Άνοιξη της Πράγας» και η άνοδος των τοπικών ενώσεων σε διάφορες γειτονιές της Μαδρίτης, οι οποίες αντιπροσώπευσαν το κίνημα κατά του Φράνκο (Franco) στην Ισπανία περίπου την ίδια περίοδο). Και πιο πρόσφατα έχουμε γίνει μάρτυρες του απόηχου που έχουν αυτοί οι παλαιότεροι αγώνες στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ το 1999 (οι οποίες ακολουθήθηκαν από παρόμοιες διαδηλώσεις στο Κεμπέκ, στη Γένοβα και σε πολλές άλλες πόλεις, ως μέρος ενός ευρέως διαδεδομένου κινήματος εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης). Ακόμα πιο πρόσφατα είδαμε μαζικές διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, στην πόλη Μάντισον του Ουισκόνσιν, στην Πλάζα ντελ Σολ στη Μαδρίτη και στην πλατεία Καταλούνια της Βαρκελώνης, στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, καθώς επίσης επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις στην Οαχάκα του Μεξικού, στην Κοτσαμπάμπα (2000 και 2007) και στο Ελ Άλτο (2003 και 2005) της Βολιβίας, μαζί με πολύ διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές πολιτικές εκρήξεις στο Μπουένος Άιρες το 2001-2002 και στο Σαντιάγο της Χιλής (2006 και 2011).
                Και, όπως δείχνει η ιστορία, δεν πρόκειται απλώς για μεμονωμένα αστικά κέντρα που εμπλέκονται. Σε αρκετές περιπτώσεις, το πνεύμα της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης εξαπλώθηκε με εντυπωσιακούς τρόπους λαμβάνοντας μεταδοτικό χαρακτήρα μέσα σε δίκτυα πόλεων. Μπορεί το επαναστατικό κίνημα του 1848 να ξεκίνησε στο Παρίσι, αλλά το πνεύμα της εξέγερσης εξαπλώθηκε στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στο Μιλάνο, στη Βουδαπέστη, στη Φρανκφούρτη και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία συνοδεύτηκε από το σχηματισμό εργατικών συμβουλίων και «σοβιέτ» στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στη Βαρσοβία, στη Ρίγα, στο Μόναχο και στο Τορίνο, όπως ακριβώς το 1968 τη θέση τους πήραν το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Μεξικό, η Μπανγκόγκ, το Σικάγο και αμέτρητες ακόμα πόλεις που έζησαν τις «μέρες της οργής» και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη βίαιη καταστολή. Η κρίση που εκδηλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες επηρέασε πολλές πόλεις ταυτόχρονα. Και σε μια εκπληκτική αλλά πολύ υποτιμημένη στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, στις 15 Φεβρουαρίου 2003, πολλά εκατομμύρια άνθρωποι κατέβηκαν ταυτόχρονα στους δρόμους της Ρώμης (με περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους θεωρήθηκε η μεγαλύτερη αντιπολεμική διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία), στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο, στην Αθήνα, με μικρότερο αλλά σημαντικό αριθμό διαδηλωτών (παρόλο που ήταν αδύνατον να γίνει ακριβής υπολογισμός εξαιτίας της αστυνομικής καταστολής) στη Νέα Υόρκη και στη Μελβούρνη, και με πολλές ακόμα χιλιάδες ανθρώπους σε σχεδόν 200 πόλεις στην Ασία (εκτός από την Κίνα), στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική, σε μια παγκόσμια διαδήλωση ενάντια στην απειλή του πολέμου με το Ιράκ. Το κίνημα, που εκείνη την περίοδο χαρακτηρίστηκε ως μία ίσως από τις πρώτες εκφράσεις της παγκόσμιας κοινής γνώμης, γρήγορα εξασθένησε, όμως άφησε πίσω του την αίσθηση ότι το παγκόσμιο δίκτυο των πόλεων είναι γεμάτο πολιτικές δυνατότητες οι οποίες παραμένουν ανεκμετάλλευτες από τα προοδευτικά κινήματα. Το τρέχον ρεύμα νεανικών κινημάτων που διαπερνά ολόκληρο τον κόσμο, από το Κάιρο μέχρι τη Μαδρίτη και το Σαντιάγο –για να μην αναφερθούμε στην εξέγερση στο Λονδίνο, την οποία ακολούθησε το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη προτού εξαπλωθεί στη συνέχεια σε αμέτρητες πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και τώρα πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο–, υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι πολιτικό στον αέρα της πόλης, το οποίο παλεύει να εκφραστεί.1
                Δύο ερωτήματα προκύπτουν από αυτή τη σύντομη παρουσίαση των πολιτικών κινημάτων στις πόλεις. Είναι άραγε η πόλη (ή ένα σύστημα πόλεων) απλώς ένα παθητικό μέρος (ή ένα ήδη ενυπάρχον δίκτυο) –το μέρος εκδήλωσης– όπου εκφράζονται βαθύτερα ρεύματα πολιτικού αγώνα; Επιφανειακά φαίνεται πως έτσι είναι. Ωστόσο, είναι επίσης σαφές ότι κάποια συγκεκριμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά στις πόλεις είναι πιο πρόσφορα για επαναστατικές διαδηλώσεις απ’ ό,τι κάποια άλλα – για παράδειγμα, η κεντρική θέση πλατειών όπως η Ταχρίρ, η Τιενανμέν και το Σύνταγμα, οι δρόμοι του Παρισιού όπου πολύ πιο εύκολα στήνονται οδοφράγματα σε σύγκριση με εκείνους του Λονδίνου ή του Λος Άντζελες ή η θέση του Ελ Άλτο, που του επιτρέπει να ελέγχει τις βασικές οδούς εφοδιασμού προς τη Λα Παζ.
                Ως εκ τούτου η πολιτική εξουσία συχνά επιδιώκει να αναδιοργανώσει τις αστικές υποδομές και την αστική ζωή προσβλέποντας στον έλεγχο των ανήσυχων πληθυσμών. Αυτό συνέβη, ως γνωστόν, και με τα βουλεβάρτα του Οσμάν στο Παρίσι, τα οποία θεωρήθηκαν ακόμα και τότε ως ένα μέσο άσκησης πολιτικού ελέγχου των ανυπότακτων πολιτών. Η περίπτωση αυτή δεν είναι μοναδική. Ο επανασχεδιασμός των κέντρων των πόλεων στις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από τις εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 απλώς έτυχε να δημιουργήσουν μεγάλα φυσικά εμπόδια λεωφόρων ‒τάφρους, στην πραγματικότητα‒ μεταξύ των οχυρωμένων ακριβών ιδιοκτησιών του κέντρου (downtown) και των υποβαθμισμένων γειτονιών του κέντρου (inner-city).[1] Οι βίαιες συγκρούσεις που σημειώθηκαν λόγω της προσπάθειας καταστολής των κινημάτων αντίστασης στη Ραμάλα της Δυτικής Όχθης (από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ) και στη Φαλούτζα του Ιράκ (από τον αμερικανικό στρατό) έπαιξαν σημαντικό ρόλο, ωθώντας σε μια επανεξέταση των στρατιωτικών στρατηγικών κατευνασμού, αστυνόμευσης και ελέγχου των αστικών πληθυσμών. Τα κινήματα αντίστασης όπως η Χεζμπολά και η Χαμάς, με τη σειρά τους, εφαρμόζουν όλο και περισσότερο στρατηγικές εξέγερσης στις πόλεις. Η στρατιωτικοποίηση δεν αποτελεί, φυσικά, τη μοναδική λύση (και, όπως έδειξε η Φαλούτζα, πιθανότατα να μην είναι και η καλύτερη). Τα σχεδιαζόμενα προγράμματα κατευνασμού στις φαβέλες του Ρίο προϋποθέτουν μια αστικοποιημένη προσέγγιση της κοινωνικής και ταξικής πάλης μέσα από την εφαρμογή μιας σειράς διαφορετικών δημόσιων πολιτικών στις προβληματικές γειτονιές. Η Χεζμπολά και η Χαμάς από την πλευρά τους συνδυάζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις από το εσωτερικό των πυκνών δικτύων του περιβάλλοντος των πόλεων με τη δημιουργία εναλλακτικών δομών διακυβέρνησης της πόλης, που περιλαμβάνουν τα πάντα, από την αποκομιδή των σκουπιδιών μέχρι την οικονομική υποστήριξη και μορφές διοίκησης στις γειτονιές.
                Επομένως είναι προφανές ότι η πόλη λειτουργεί ως σημαντικό μέρος πολιτικής δράσης και εξέγερσης. Τα πραγματικά χαρακτηριστικά του χώρου είναι σημαντικά, ενώ ο φυσικός και κοινωνικός ανασχεδιασμός και η εδαφική οργάνωση αυτών των χώρων αποτελεί ένα όπλο πολιτικών αγώνων. Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις η επιλογή και η διαμόρφωση του πεδίου δράσης παίζει σημαντικό ρόλο για τον καθορισμό του νικητή, και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις λαϊκές διαμαρτυρίες και τα πολιτικά κινήματα στο περιβάλλον της πόλης.2
                Το δεύτερο βασικό σημείο είναι ότι οι πολιτικές διαμαρτυρίες συχνά υπολογίζουν την αποτελεσματικότητά τους με βάση την ικανότητά τους να αποδιοργανώνουν τις οικονομίες των πόλων. Την άνοιξη του 2006, για παράδειγμα, προκλήθηκαν εκτεταμένες αναταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα στους πληθυσμούς των μεταναστών εξαιτίας μιας πρότασης που υποβλήθηκε στο Κογκρέσο η οποία αφορούσε την ποινικοποίηση των μεταναστών χωρίς χαρτιά (ορισμένοι από τους οποίους ζούσαν επί δεκαετίες στη χώρα). Οι μαζικές διαδηλώσεις οδήγησαν ουσιαστικά σε απεργία των μεταναστών εργατών, εξαιτίας της οποίας πάγωσε η οικονομική δραστηριότητα στο Λος Άντζελες και στο Σικάγο, με σοβαρό αντίκτυπο και σε άλλες πόλεις. Αυτή η εντυπωσιακή επίδειξη πολιτικής και οικονομικής ισχύος των ανοργάνωτων μεταναστών (νόμιμων και παράνομων) η οποία διέκοψε τη ροή της παραγωγής αλλά και την κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών σε μεγάλα αστικά κέντρα συνέβαλε σημαντικά στην ακύρωση της προτεινόμενης νομοθεσίας.
                Το κίνημα δικαιωμάτων των μεταναστών γεννήθηκε από το πουθενά και χαρακτηρίστηκε από μεγάλο βαθμό αυθορμητισμού. Στη συνέχεια όμως υποχώρησε γρήγορα, αφήνοντας πίσω του δύο μικρότερα αλλά ίσως σημαντικά επιτεύγματα, εκτός από την παρεμπόδιση ψήφισης της προτεινόμενης νομοθεσίας: το σχηματισμό μιας μόνιμης συμμαχίας μεταναστών εργατών και μια νέα παράδοση εορτασμού της Πρωτομαγιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ημέρας πορείας υπέρ των εργατικών διεκδικήσεων. Μπορεί αυτό το τελευταίο επίτευγμα να μοιάζει καθαρά συμβολικό, ωστόσο υπενθυμίζει τόσο στους μη συνδικαλισμένους όσο και στους συνδικαλισμένους εργάτες των Ηνωμένων Πολιτειών τη συλλογική τους δύναμη. Μέσα από τη γρήγορη υποχώρηση του κινήματος φάνηκε επίσης ένα από τα βασικά εμπόδια στη συνειδητοποίηση αυτής της δύναμης. Το κίνημα, η βάση του οποίου αποτελούνταν κυρίως από ισπανόφωνους, δεν κατάφερε να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά με την ηγεσία του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο για έναν καταιγισμό προπαγάνδας εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης που πρόσκειντο στη Δεξιά, τα οποία άρχισαν ξαφνικά να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τους Αφροαμερικανούς που έχαναν τις δουλειές τους εξαιτίας των παράνομων ισπανόφωνων μεταναστών.3
                Η ταχύτητα και η αστάθεια με την οποία τα μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας κάνουν την εμφάνισή τους και στη συνέχεια ατονούν κατά τις τελευταίες δεκαετίες χρήζει κάποιου σχολιασμού. Εκτός από την παγκόσμια αντιπολεμική διαδήλωση του 2003 και την άνοδο και την πτώση του κινήματος για τα δικαιώματα των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2006, υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα της ακανόνιστης πορείας και της άνισης γεωγραφικής έκφρασης των κινημάτων αντίστασης· συμπεριλαμβάνουν την ταχύτητα με την οποία οι εξεγέρσεις του 2005 στα γαλλικά προάστια και οι επαναστατικές εκρήξεις σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, από την Αργεντινή το 2001-2002 μέχρι τη Βολιβία το 2000-2005, ελέγχθηκαν και ενσωματώθηκαν εκ νέου στις κυρίαρχες καπιταλιστικές πρακτικές. Θα έχουν άραγε πιο σταθερή δύναμη οι διαδηλώσεις των indignados που εκδηλώθηκαν σε ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη το 2011, καθώς και το πιο πρόσφατο κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ»; Αποτελεί σοβαρή πρόκληση το να προσπαθήσει να κατανοήσει κανείς τις πολιτικές και επαναστατικές δυνατότητες τέτοιου είδους κινημάτων. Η μεταβαλλόμενη ιστορία και η πορεία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή υπέρ μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υποδηλώνει επίσης ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ ιδιαίτερη και ίσως ριζικά διαφορετική φάση του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Το κίνημα αυτό, που διαμορφώθηκε μέσα από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα περιφερειακά του παρακλάδια και έλαβε σταδιακά το χαρακτήρα περιοδικών διαδηλώσεων ενάντια στην Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, το G7 (τώρα G20) ή ενάντια σχεδόν σε κάθε διεθνή συνάντηση για οποιοδήποτε ζήτημα (από την κλιματική αλλαγή μέχρι το ρατσισμό και την ισότητα των φύλων), αυτό το κίνημα λοιπόν είναι δύσκολο να οριοθετηθεί επειδή πρόκειται για ένα «κίνημα των κινημάτων» και όχι για μια οργάνωση με κοινό στόχο.4 Όχι πως έχουν εξαφανιστεί οι παραδοσιακές μορφές αριστερής οργάνωσης (τα αριστερά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, τα εργατικά συνδικάτα και τα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά κινήματα όπως οι μαοϊκοί στην Ινδία ή το κίνημα των χωρικών χωρίς γη στη Βραζιλία). Φαίνεται όμως ότι πλέον όλα τους κολυμπούν μέσα σε έναν ωκεανό από διασκορπισμένα κινήματα που δεν διαθέτουν συνολική πολιτική συνοχή.
[1] Ο Harvey χρησιμοποιεί τις λέξεις downtown και inner city. Και οι δύο μεταφράζονται ως κέντρο, ωστόσο στην Αμερική το downtown περιγράφει το οικονομικό και εμπορικό κέντρο (και κέντρο του lifestyle της πόλης), ενώ το inner city τις υποβαθμισμένες και φτωχές κεντρικές περιοχές των πόλεων. (Σ.τ.Ε.)
1. Το ρητό «ο αέρας της πόλης απελευθερώνει» προέρχεται από το Μεσαίωνα, τότε που οι δήμοι με τους καταστατικούς χάρτες λειτουργούσαν ως «μη φεουδαρχικές νησίδες σε μια φεουδαρχική θάλασσα». Η κλασική αφήγηση ανήκει στον Henri Pirenne, Medieval Cities, Πρίνστον, Princeton University Press, 1925 [ελλ. έκδ.: Οι πόλεις του Μεσαίωνα: Δοκίμιο οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, μτφ. Π. Μούτουλας, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003].
2. S. Graham, Cities Under Siege: The New Military Urbanism, Λονδίνο, Verso, 2010.
3. Kevin Jonson & Hill Ong Hing, “The Immigrants Rights Marches of 2006 and the Prospects for a New Civil Rights Movement”, Harvard Civil Rights-Civil Liberties Law Review 42, σ. 99-138.
4. T. Mertes (επιμ.), A Movement of Movements, Λονδίνο, Verso, 2004· S. Motta & A.G. Nilson (επιμ.), ό.π., 2011.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *