13 Μαρτίου 2013

SEMPRE LIBERI

Δημοκρατία. Όλοι την πιάνουν στο στόμα τους, την παραστρατημένη. «Μας» την αποκαλούν οι πιο γήινοι, η «δημοκρατία μας», σαν να της περνούν γλυκερά ένα χέρι στη μέση, αφήνοντάς το να κατέβει και λιγάκι, οι άλλοι σκέτο «Δημοκρατία» αλλά με το «Δ» λίγο χτυπητό, προφορικό κεφαλαίο, σαν να τη στήνουν απέναντί τους να τους ποζάρει. Τη φαντάζεται κανείς να τριγυρνάει από γλώσσα σε γλώσσα, σαλιωμένη, ζέχνοντας αναρίθμητα χνώτα, δίχως στιγμή να ξαποστάσει αλλά και δίχως στιγμή να σημάνει κάτι για κάποιον, έστω για λίγο, πάντοτε έτοιμη, βολική, πρόχειρη, εύκολη, του καθενός.
Αυτό έχουμε άραγε στο μυαλό μας όταν λέμε ότι η δημοκρατία ανήκει σε όλους, κατοικεί εκεί όπου είναι ο «λαός»;

Όσο πάντως τη στριφογυρίζουμε από τον έναν στον άλλον ασταμάτητα, ορισμένα ζητήματα υποτίθεται πως είναι λυμένα. Λυμένο είναι, λόγου χάρη, πως δεν ανταλλάσσουμε ποτέ λίγη ελευθερία για λίγη περισσότερη ασφάλεια. Λέμε ότι σε τούτη την ιστορική μορφή της δημοκρατίας, με την καταγωγή που διεκδικεί από τον δυτικό δημοκρατικό ριζοσπαστισμό, δεν ανεχόμαστε να τιμωρηθεί έστω κι ένας για του οποίου την ενοχή έχουμε και την παραμικρή αμφιβολία, προκειμένου η κοινότητά μας να νιώσει πιο ασφαλής. Λέμε ότι, απεναντίας, προτιμούμε να νιώθουμε την κοινότητα σε κίνδυνο, απειλούμενη ακόμη, αν το αντίθετο σημαίνει την αδικία εναντίον ενός που δεν είναι αδιαμφισβήτητα υπεύθυνος. Έτσι λέμε.
Όμως, βλέπουμε ότι σε τούτη την περίοδο κλιμάκωσης της έντασης –και ας μην κάνουμε τους ντετέκτιβ τώρα, ας πούμε απλώς ότι εντείνεται η ανασφάλεια ως το σημείο του τρόμου– πολλοί από εμάς πρόθυμα ανταλλάσσουμε λίγη ελευθερία για λίγη περισσότερη ασφάλεια. Δεν είναι ότι, νέτα σκέτα, ένα ανάλγητο, αυταρχικό κράτος μάς επιβάλλει μια βία που δεν τη θέλουμε. Όχι, τουναντίον, κάποιοι τη θέλουμε, την αποζητάμε, είμαστε πεισμένοι ότι ένας άλλος εκεί έξω είναι ο εχθρός μας, ότι μας απειλεί, και καλοδεχόμαστε το κράτος να έρθει με τη βία και την καταστολή του να τον συνθλίψει.
Πού ανήκει λοιπόν η δημοκρατία; Στους «θεσμούς» που γίνονται καθρέφτες του φόβου μας, κόλακες των προκαταλήψεών μας, μισθοφόροι του μίσους μας; Σε εμάς «τους ίδιους»; Και τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει όταν εμείς οι ίδιοι δεν τη θέλουμε και τόσο τελικά τη δημοκρατία, όταν εμείς ‒όχι όλοι ασφαλώς, αλλά πολλοί– όχι μόνο αποδεχόμαστε τους όρους του διλήμματος «ελευθερία ή ασφάλεια» αλλά επιλέγουμε κιόλας ευθύς αμέσως την «ασφάλεια», όταν εμείς οι ίδιοι στις κρυφές δημοσκοπήσεις σε μεγάλο ποσοστό απαντούμε ότι «μια χούντα θα μας σώσει»;
Και πώς αλλάζουμε εμείς «οι ίδιοι»; Καταλήγουμε να αναμασάμε τις ψευδοφιλελεύθερες επικλήσεις στην «ατομική ευθύνη», σαν να μην έχει αποδειχθεί σε κάθε νουνεχή πως αυτή είναι συνάρτηση των κοινωνικών μας σχέσεων, της κοινωνίας που κουβαλάμε μέσα μας και που μας ορίζει, λες και η «ατομικότητα» είναι μια ουσία ανιστορική; Ή καταφεύγουμε στην κοινοτοπία περί «παιδείας» – κάτι που το ακούμε ως μάντρα και των πλέον απαίδευτων: «χρειάζεται παιδεία», «το πιο σημαντικό είναι η παιδεία», «ο Έλληνας δεν έχει παιδεία» και πάει λέγοντας; Κι από ποιον τη ζητάμε την «παιδεία»; Από –πάλι– τους τρισκατάρατους «θεσμούς»; Ή ομνύουμε στο καινό δαιμόνιο του «κινηματισμού» και της «αυτοοργάνωσης» και περιμένουμε η «παιδεία» να μορφοποιηθεί σαν αμινοξύ που κολυμπάει σε αρχέγονη κοινωνική σούπα;
Είχε γράψει ο Ζαν Ροστάν: Η απαισιοδοξία μου είναι τόση που φτάνω να αμφισβητώ την ειλικρίνεια των απαισιόδοξων. Ειλικρινά, έτσι νιώθω.
-
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 14

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *