30 Μαρτίου 2013

Mερικοί μύθοι γύρω από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα

 πηγή, κίνηση απελάστε τον ρατσισμό
8Ο αθλητισμός στον αρχαίο ελληνικό κόσμο δεν είναι ακριβώς όπως τον περιέγραψε η νεαρή ακόμη αστική τάξη του 18ου και του 19ου αιώνα. Τότε που με ρομαντικές διαθέσεις στρεφόταν στην ελληνική κλασική αρχαιότητα για να αντλήσει ιδέες, επιχειρήματα και πρακτικές που θα τη βοηθούσαν στη σύγκρουσή της με το προηγούμενο σύστημα που κατέρρεε, αλλά και στην προσπάθειά της για την οικοδόμηση της δικής της κοινωνίας, του καπιταλισμού.
Όπως και άλλες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, έτσι και ο αθλητισμός των αρχαίων Ελλήνων γνώρισε το ανάλαφρο περιτύλιγμα αγνότητας το οποίο κατασκεύασαν γι’ αυτόν οι διανοούμενοι της ευρωπαϊκής (της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς) μπουρζουαζίας δεκάδες αιώνες μετά, προκειμένου να εξαγνίσουν και να δικαιώσουν τις προθέσεις και τους σκοπούς της τάξης που ανερχόταν στην εξουσία.
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1. Δουλοκτητικές κοινωνίες
Το πρώτο και κύριο στοιχείο που έχει παραχαράξει η σύγχρονη θεώρηση του αθλητισμού σε σχέση με την αρχαία Ελλάδα είναι η ταξική φύση όλων των κοινωνιών εκείνης της εποχής. Τόσο η ομηρική Ελλάδα, όσο και η κλασική Ελλάδα της Αθήνας και της Σπάρτης είναι κοινωνίες δουλοκτητικές (η παραγωγή του υλικού πλούτου βασίζεται στη δουλεία). Σε πολλές περιπτώσεις οι δούλοι είναι αριθμητικά τόσο πολλοί, ώστε απαιτείται η συνεχής πολεμική εκπαίδευση των καταπιεστών ελεύθερων πολιτών, αν οι τελευταίοι θέλουν να διατηρήσουν την εξουσία τους σε βάρος των υπόδουλων. Για παράδειγμα, οι είλωτες και οι εξεγέρσεις τους εν πολλοίς διαμόρφωσαν ολόκληρη τη σπαρτιατική κοινωνία. Το ίδιο και οι εξεγέρσεις στα μεταλλεία του Λαυρίου όσον αφορά την Αθήνα. Πρώτο μέλημα συνεπώς κάθε πόλης ήταν η σωματική άσκηση γιατί ο εχθρός δεν ήταν απλώς στη διπλανή πόλη, αλλά έξω από την πόρτα, στα διπλανά χωράφια.
Η μιλιταριστική λογική αυτή εκφράζεται πολύ έντονα κι από πολλούς αρχαίους συγγραφείς που στέκονται απόλυτα επικριτικά ενάντια στον αθλητισμό γενικά: αν η άσκηση γίνεται για τον πόλεμο, τότε έχει καλώς. Ο ίδιος ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι οι κινήσεις της πάλης έχουν στενή συνάφεια με αυτές της μάχης και πρέπει να τις μαθαίνουν οι νέοι κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς και όχι απλά για να γίνουν καλύτεροι παλαιστές (Νόμοι Ζ’ 796α). Αντίστοιχες απόψεις διατυπώνουν ο Σόλων και ο Αριστοτέλης, καθώς και συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου όπως ο Φιλόστρατος.
Ωστόσο, ακόμα και ανάμεσα στους ελεύθερους πολίτες υπήρχαν ταξικές διαφορές. Έτσι η συμμετοχή, ειδικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν είναι ισότιμη. Οι αθλητές πρέπει να λείψουν από την πόλη τους για αρκετούς μήνες, εγκαταλείποντας την εργασία τους. Πρέπει επίσης φθάνοντας στην Ολυμπία, εκτός από τα προς το ζην, να πληρώσουν τους προπονητές που θα τους προετοιμάσουν, διαδικασία που ίσχυε υποχρεωτικά. Τέλος, θα έπρεπε να ξοδέψουν τεράστιες περιουσίες αν ήθελαν να συμμετάσχουν σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες, αφού τα εν λόγω σπορ ήταν ιδιαίτερα πολυδάπανα (γι’ αυτό συνήθως σε αυτά διακρίνονται βασιλείς και τύραννοι). Αλλά και για τους ίδιους τους θεατές η έλευση στην Ολυμπία ήταν, για τους ίδιους λόγους, χρονοβόρα και ακριβή, πράγμα που σημαίνει ότι κι εδώ οι εύποροι είχαν τον πρώτο λόγο.
Σε κάθε περίπτωση ολόκληρος ο αρχαίος ελληνικός κόσμος ανήκει, όπως και η εποχή που ζούμε, στην περίοδο των ταξικών κοινωνιών. Ωστόσο ο διαχωρισμός σε τάξεις δεν είναι η «κανονική» κατάσταση του ανθρώπινου είδους. Ιστορικά αυτή η περίοδος είναι πάρα πολύ μικρή σε διάρκεια σε σχέση με ένα αταξικό παρελθόν δεκάδων χιλιάδων χρόνων. Σε αυτές τις αταξικές κοινωνίες μέσα στις οποίες ο άνθρωπος πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του στον πλανήτη, αυτό που αποκαλούμε σήμερα «αθλητισμό» ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό. Η φυσική εξάσκηση ήταν μέρος της καθημερινής πραγματικότητας και όχι κάτι ξεκομμένο από την διαδικασία της δουλειάς. Τα ανταγωνιστικά σπορ προέκυψαν μέσα από την ανάπτυξη των ταξικών κοινωνιών μέσα στις οποίες μια προνομιούχα μειονότητα -είτε μια στρατιωτική είτε μια θρησκευτική κάστα- κάταφερε να πάρει τον έλεγχο του υπερπροϊόντος που παραγόταν από τις αγροτικές οικονομίες.
Γι’ αυτό το λόγο και ο «αθλητισμός» στις αταξικές κοινωνίες δεν έμοιαζε καθόλου με τον αθλητισμό που γνωρίζουμε σήμερα είτε στις δουλοκτητικές κοινωνίες είτε στο σύγχρονο καπιταλισμό. Στο μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του ο «αθλητισμός» δεν είναι ανταγωνιστικός επειδή δεν προέρχεται και δεν αντανακλά κοινωνίες αντίπαλων τάξεων. Στα πρωτόγονα παιχνίδια το ζήτημα δεν ήταν να βγει κάποιος πρώτος αλλά το να πετύχει κάτι ολόκληρη η ομάδα, όχι απέναντι σε κάποια άλλη ομάδα, αλλά απέναντι στα στοιχεία της φύσης. Το νόημα ήταν να βιώσουν και να αποκομίσουν κάτι όλοι. Ακόμη και όταν ανταγωνίζονταν ως αντίπαλες ομάδες το στοιχείο της ισότητας ήταν κυρίαρχο. Ο Γάλλος Jacques Meunier περιέγραφε το πώς παίζουν ακόμη και σήμερα οι ινδιάνοι MorHs στην Αμαζονία: «Ο παίκτης που σκοράρει αυτόματα αλλάζει ομάδα. Με αυτό τον τρόπο οι νικώντες αποδυναμώνονται και οι ηττούμενοι ενισχύονται. Η διαφορά εξισώνεται με αυτό τον τρόπο».
2. Αγώνες για την κληρονομιά
Ο αθλητισμός στην ελληνική αρχαιότητα -και όχι μόνον στην ελληνική- συνδεόταν βασικά με λατρευτικά έθιμα, ωστόσο σε μια πρώτη φάση αφορούσε νεκρικές τελετές. Οι περικοπές της Ιλιάδας που αφορούν τέτοιους αγώνες (π.χ. οι αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας για να τιμήσει το χαμό του Πάτροκλου) είναι περίφημες. Αντίστοιχοι είναι οι αγώνες που διοργανώνονται για τον Πελία στην Ιωλκό και για τον Οιδίποδα στη Θήβα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι δημόσιοι αγώνες, κυρίως αυτοί που εξελίχθηκαν στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες, -τους Ολυμπιακούς, τα Πύθια, τα Ίσθμια, και τα Νέμεα- δεν ήταν στο ξεκίνημά τους παρά επικήδειοι αγώνες, που τελούνταν δίπλα στα μνημεία του Πέλοπα στην Ολυμπία, του Μελικέρτη στην Κορινθία, του Οφέλτη στη Νεμέα και του Πύθωνα στους Δελφούς.
Όπως υποστηρίζουν μάλιστα κάποιοι συγγραφείς (π.χ. ο Αιμ. Μιρώ), αυτοί οι αγώνες σε μια πρώιμη φάση ήταν πραγματικές μάχες, ακριβώς στην προσπάθεια διαδοχής του νεκρού. Οι απόγονοι του εκλιπόντος -γιοι ή άλλοι συγγενείς- συγκρούονταν μεταξύ τους με φυσικό τρόπο για την κληρονομιά, για θέσεις, τιμές, περιουσία και ενίοτε για τη σύζυγο ή την κόρη του νεκρού. Η με συμβολικό τρόπο επιβίωση του «εθίμου» καθιερώθηκε και έδωσε αυτό που ονομάζεται αθλητικός αγώνας.
3. Αγώνες για έπαθλα
Ο αρχαιοελληνικός αθλητικός αγώνας δεν έχει στόχο τη γυμναστική ή την ψυχαγωγία των συμμετεχόντων. Έχει σκοπό την επίδειξη σωματικής υπεροχής, είναι η με φυσικά μέσα επικράτηση επί του αντιπάλου. Ο αθλητικός αγώνας έχει πάντα νικητή, συνήθως έναν, αφού συχνά ένα είναι και το έπαθλο που έχει αθλοθετηθεί. Οι αθλητές δεν αγωνίζονταν για δάφνες και δόξες αλλά για πολύ συγκεκριμένα υλικά αγαθά: Όπλα και άλλα αντικείμενα από σίδηρο, πολύτιμα μέταλλα, ζώα, δούλους και γυναίκες. Τα έπαθλα που αθλοθέτησε ο Αχιλλέας για να τιμήσει το νεκρό φίλο του, όπως μας πληροφορεί ο Όμηρος, είναι εντυπωσιακά: «… έβγαζε από τα καράβια του βραβεία, λέβητες και τρίποδες και άλογα και μουλάρια και δυνατά βόδια και ομορφοζωσμένες σκλάβες και σταχτί σίδερο» (μτφ. Από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος). Αυτές οι περιγραφές των επάθλων μάς εισάγουν ήδη στον κόσμο για τον οποίο μιλάμε: Οι γυναίκες θεωρούνται πολύ κατώτερες του άνδρα, καθώς φτάνουν μόνο στο επίπεδο του ζώου. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα άλλο κλασικό ομηρικό «έπαθλο» είναι η νύφη (η πιο γνωστή περίπτωση αγώνων για εκλογή γαμπρού είναι αυτοί του Οδυσσέα κόντρα στους μνηστήρες). Στην Ολυμπία οι γυναίκες δεν είχαν θέση ούτε ανάμεσα στους θεατές.
4. Σημασία έχει η νίκη και όχι η συμμετοχή…
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ο νικητής, εκτός από τα έπαθλα, παίρνει και όλη τη δόξα. Αυτός είναι ο αγαθός, ο ενάρετος, ο πρώτος. Η αριστοκρατική αυτή αντίληψη της ιστορίας εκφράζεται από πολλούς συγγραφείς και στον αθλητισμό. Αντίθετα, ο δεύτερος όχι μόνο δεν αξίζει τίποτε, αλλά γίνεται και αντικείμενο χλευασμού. Ο μύθος θέλει πολλούς ηττημένους των Ολυμπιάδων να κρύβονται και να μην επιστρέφουν στην πόλη τους για να μην αντιμετωπίσουν την κατακραυγή των συμπολιτών τους. Μάλιστα στις Πλαταιές της Βοιωτίας υπήρχε νόμος σύμφωνα με τον οποίο αν κάποιος Ολυμπιονίκης της πόλης, στο αγώνισμα του οπλίτη δρόμου, συμμετείχε σε επόμενη Ολυμπιάδα και έχανε, τότε αυτός θανατωνόταν! Επειδή μάλιστα υπήρχε η περίπτωση ο ηττημένος να εξαφανιστεί, έπρεπε πριν από την αναχώρηση για τον αγώνα να παρουσιάσει εγγυητές, οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν αυτοί με τη ζωή τους σε περίπτωση που δεν νικούσε.
Η σημασία της πρωτιάς αντανακλάται και στο κλασικό ομηρικό απόφθεγμα που μέρος του κοσμεί τα στρατιωτικά εθνόσημα της σύγχρονης Ελλάδας: «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (πάντα να αριστεύεις και να ξεπερνάς τους άλλους).
5. …αλλά υπάρχει και νίκη χωρίς συμμετοχή
Αντανάκλαση της ταξικής φύσης των κοινωνιών στις οποίες διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το τραγελαφικό γεγονός της νίκης χωρίς προσωπική συμμετοχή. Οι νίκες αυτές αφορούσαν κυρίως το επικίνδυνο και εξαιρετικά δαπανηρό αγώνισμα της αρματοδρομίας. Σε αυτό το αγώνισμα μπορούσαν πρακτικά να συμμετάσχουν μόνον οι ιδιαίτερα πλούσιοι πολίτες που είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν άλογα ή φοράδες, να αγοράζουν τα ίδια τα άρματα, καθώς και να πληρώνουν εκπαιδευμένους ηνιόχους. Αλλά εξαιτίας της επικινδυνότητας του αθλήματος (θάνατοι και τραυματισμοί από ανατροπές) φυσικά οι εύποροι αυτοί ιδιώτες δεν εξέθεταν τους εαυτούς τους. Είναι χαρακτηριστικό πως, παρότι υπήρχε αυστηρότατος νόμος που απαγόρευε την παρουσία γυναικών ακόμη και μεταξύ των θεατών στην Ολυμπία, το 390 π.Χ. νικήτρια στις αρματοδρομίες αναδείχθηκε η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου (δηλαδή κέρδισε ο ηνίοχος και το άρμα που έστειλε). Ακόμη πιο τραγελαφικές ήταν οι νίκες του Αλκιβιάδη στην 91η Ολυμπιάδα: Κέρδισε όχι μόνον την πρώτη, αλλά και τη δεύτερη και την τέταρτη θέση, και θα μπορούσε να πάρει και άλλες τέσσερις θέσεις στην πρώτη οκτάδα, αφού είχε το χρήμα, αλλά και τη φιλοδοξία να αποστείλει… επτά άρματα (τέθριππα).
Εξάλλου και σε πλειάδα άλλων Ολυμπιάδων πρώτευσαν, όπως θα δούμε παρακάτω, μονάρχες και τύραννοι χωρίς καν να παρίστανται στους αγώνες.
6. Το στεφάνι της δεισιδαιμονίας
Ο κότινος, το στεφάνι ελιάς (ή δάφνης ή δρυός) με το οποίο στέφονταν οι νικητές σε διάφορους αγώνες δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση το αφιλοκερδές φρόνημα των ανθρώπων (αναφέραμε ήδη το μέγεθος των επάθλων). Πιο πολύ είχε να κάνει με επιβιώσεις προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών, καθώς οι άνθρωποι πίστευαν στις μαγικές ιδιότητες συγκεκριμένων δένδρων. Ακόμη και η απλή επαφή με ένα κλωνάρι, νόμιζαν, αρκούσε για να μεταδώσει στον άνθρωπο αυτή τη μαγική δύναμη. Ο αθλητής μέσω του κλώνου ερχόταν σε επαφή με την υπερφυσική δύναμη που κατοικούσε μέσα στο δέντρο. Αυτή η «θεία μετάληψη» είναι ο λόγος που το λιτό στεφάνι της αγριελιάς εκτιμάται τόσο, ώστε κάποιοι από τους Ολυμπιονίκες ξεψυχούν από συγκίνηση την ώρα της στέψης τους.
Στους ιστορικούς και τους κλασικούς χρόνους βρίσκονται πολλές επιβιώσεις της λατρείας του δέντρου. Στο θρησκευτικό περιβάλλον των ιστορικών χρόνων και κατά τη φάση της ολοκλήρωσης του Ολυμπιακού πανθέου, αυτή η πίστη εισχωρεί σε όλες τις τελετουργίες των Ελλήνων, και επομένως και στις αθλητικές. Οι αγώνες αποκτούν έναν προστάτη θεό, στο όνομα του οποίου και πραγματοποιούνται. Το στεφάνι είναι φορέας της αρχικής μεταφυσικής δύναμης, αλλά τώρα το πνεύμα το οποίο εμπεριέχεται και μεταδίδεται είναι πνεύμα θεϊκό και όχι μαγικό. Το κλαδί των αγώνων που στεφανώνει τους νικητές εμπλουτίζεται και με άλλες θρησκευτικές αξίες και γίνεται «ιερό», όπως και οι αγώνες. Ο νικητής θεωρείται ως ο ευνοούμενος του θεού, ο θνητός που ο θεός τον αξιώνει για την κατάκτηση της ευτυχίας.
Η τελετή της στέψης του νικητή των αγώνων έχει και άλλους συμβολισμούς, καθώς απεικονίζει την τελετή στέψης των αρχαίων βασιλιάδων, οι οποίοι σε κάποιο στάδιο της αρχαϊκής κοινωνίας είχαν ιερό χαρακτήρα ή αποτελούσαν την ενσάρκωση της θεότητας.
Η λατρεία των δέντρων έχει διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ιστορία της προχριστιανικής Ευρώπης, αλλά και άλλων λαών της Γης. Οι παίκτες της μπάλας των ινδιάνων Τσερόκι πλένουν το σώμα τους με το νερό των ριζών του φυτού κάτγουντ, για να κάνουν δυνατούς μυς. Ο Δρυΐδης και ο Αστερίξ γνωρίζουν επίσης αντίστοιχα κόλπα. Οι ηγέτες της χριστιανικής εκκλησίας, που σήμερα διαμαρτύρονται για τον «κρυπτο-ειδωλολατρικό» χαρακτήρα των σημερινών Ολυμπιακών τελετών (π.χ. αφή της φλόγας), θέλουν να ξεχνούν ότι και στον χριστιανικό κόσμο επιβιώνουν οι ίδιες δεισιδαιμονίες: οι θρησκευτικο-θεραπευτικές ιδιότητες της δάφνης, τα βάγια με το κλαδί της ελιάς (Κυριακή των Βαΐων), το χριστουγεννιάτικο δέντρο κ.λπ.
7. Ολυμπιακά έπαθλα: μεγάλα και υλικά
Ένα από τα πλέον ρομαντικά στοιχεία του περιτυλίγματος που κατασκευάστηκε για τους αρχαίους Ολυμπιακούς είναι ότι επρόκειτο για στεφανίτες αγώνες, για αγώνες δηλαδή όπου το μόνο έπαθλο είναι το στεφάνι του νικητή. Πρόκειται για απίστευτο ψεύδ…ος: Για πολλούς αιώνες οι υλικές απολαβές των Ολυμπιονικών ξεπερνούσαν τη φαντασία ακόμη και του πλέον ακριβοπληρωμένου αθλητή της σημερινής εποχής –τηρουμένων των αναλογιών φυσικά. Εκτός από το φημισμένο γκρέμισμα των τειχών, στην Αθήνα οι Ολυμπιονίκες σιτίζονταν δωρεάν στο Πρυτανείο (τιμή εξαιρετικά πολυδάπανη και καθόλου ευκαταφρόνητη, αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Σωκράτης αξίωνε από τους δικαστές την ίδια αντιμετώπιση για τα όσα έκανε αυτός για την πόλη). Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Σόλων θεσμοθέτησε να δίνονται στους Αθηναίους αθλητές ως ανταμοιβή σημαντικά χρηματικά ποσά, ορίζοντας τις πεντακόσιες δραχμές για τον Ολυμπιονίκη, τις εκατό για τον Ισθμιονίκη και ανάλογα ποσά για άλλους νικητές. Για να καταλάβουμε το υπέρογκο μέγεθος της ανταμοιβής πρέπει να αναλογισθούμε ότι ένα πρόβατο ή ένας μέδιμνος δημητριακών κόστιζαν μία δραχμή, ή ότι οι πεντακόσιες δραχμές αναλογούσαν σε εκατό βόδια. Και είναι γνωστό ότι η τάξη των πεντακοσιομέδιμνων ήταν η πιο πλούσια τάξη στην Αθήνα. Μπορούσε δηλαδή κάποιος με μία μόνο νίκη στην Ολυμπία να αλλάξει κοινωνική τάξη. Ο Δίων ο Χρυσόστομος αναφέρει και μεγαλύτερα ποσά που δίνονταν σε άλλες πόλεις, όπως το ποσόν των πέντε ταλάντων. Πρόκειται για αστρονομικό ποσόν για την εποχή, αν αναλογιστούμε ότι η αξία του αττικού ταλάντου ανερχόταν στις 6.000 δραχμές! Ο Ολυμπιονίκης Δεξίλαος φέρεται ότι χρησιμοποίησε μόλις το ένα δέκατο της αμοιβής του για να χτίσει στην Αθήνα πολυτελή έπαυλη.
Ο Αριστοφάνης, εκφράζοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην εποχή του, βάζει τον ίδιο τον Πλούτο να αποφασίζει να ασχοληθεί με τους αγώνες γιατί το θεωρεί προσοδοφόρο και σύμφορο επάγγελμα. Ο Δημοσθένης εναντιώνεται στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών που ισχύουν για τους ευεργέτες της πόλης, αφού «καθ’ όλο το χρόνο οι Αθηναίοι δίνουν μέγιστες δωρεές σε αυτούς που νικούν σε αγώνες».
Εκτός από την ατέλεια (ισόβια φοροαπαλλαγή), τις γενναίες παροχές και τις τιμητικές θέσεις (προεδρία στους αγώνες), οι Ολυμπιονίκες δικαιούνταν μερίδιο από τα λάφυρα του πολέμου, ενώ απολάμβαναν πληθώρα διοικητικών, στρατιωτικών και θρησκευτικών αξιωμάτων. Μάλιστα σε πολλές πόλεις υπήρξαν και φαινόμενα θεοποίησης των Ολυμπιονικών (στη Σπάρτη ο Ιπποσθένης λατρευόταν ως Ποσειδώνας, ενώ οι Θάσιοι λάτρευαν ως θεό τον Θεαγένη).
8. Απερίγραπτη βία
Έτσι κι αλλιώς οι ομηρικές περιγραφές αθλητικών αγώνων βρίθουν βίας και φρίκης. Ωστόσο, τα ίδια συμβαίνουν συχνά και μέσα στον Ολυμπιακό στίβο πολλούς αιώνες αργότερα. Παραμορφωμένα πρόσωπα, κατάγματα, συντριβή οστών, τυφλώσεις, στραγγαλισμοί και -φυσικά- θάνατοι ήταν συχνά τα αποτελέσματα των αγώνων, και μάλιστα με την ανοχή των ελλανοδικών και των θεατών.
Ο Παυσανίας αναφέρει την περίπτωση του Σώστρατου, αθλητή του παγκρατίου, ο οποίος είχε το παρατσούκλι «Ακροχερσίτης», επειδή έπιανε τα άκρα των χεριών του αντιπάλου του και τα συνέτριβε. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση του παλαιστή Λεοντίσκου από τη Σικελία, ο οποίος, κατά τις περιγραφές, «δεν ήξερε να νικά τους αντιπάλους του, αλλά επικρατούσε συνθλίβοντας τα δάκτυλά τους». Κινηματογραφική σκηνή φρίκης μας δίνει ο Ευρυδάμας ο Κυρηναίος, ο οποίος στέφθηκε μεν νικητής, ωστόσο κατά τη διάρκεια του αγώνα ο αντίπαλός του του έσπασε τα δόντια, και αυτός, για να μη το δείξει και πάρει θάρρος ο αντίπαλος, τα κατάπιε!
Η πυγμαχία και η πάλη παρέχουν στους αρχαίους συγγραφείς πολλά παραδείγματα για να εκφράσουν την απέχθειά τους για τον αθλητισμό. Ωστόσο εκείνο που ξεπερνά κάθε φαντασία είναι το παγκράτιο. Ο Φιλόστρατος λέει ότι αποτελούσε το πιο επικίνδυνο είδος πάλης και δίνει μια αποκρουστική περιγραφή για τους αθλητές: λυγίζουν αστραγάλους, στρεβλώνουν χέρια, δίνουν γροθιές και κουτουλιές, και πηδούν πάνω στους αντιπάλους. Πρέπει δε να είναι ικανοί σε διάφορους τρόπους στραγγαλισμού, αφού αυτός επιτρέπεται. Οι Ηλείοι επέτρεπαν μόνον το στραγγαλισμό στο παγκράτιο, ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι επέτρεπαν και το δάγκωμα και την εξόρυξη οφθαλμών με τα δάχτυλα!
Ο Παυσανίας περιγράφει στα Αρκαδικά ένα χαρακτηριστικά ανατριχιαστικό επεισόδιο βίας στον αγώνα μεταξύ των παγκρατιαστών Κρεύγα και Δαμόξενου: Καθώς βράδιαζε και δεν νικούσε κανείς, συμφώνησαν να δώσει ο ένας στον άλλον ένα χτύπημα το οποίο θα έπρεπε να το δεχθούν όρθιοι και ακίνητοι. Την αρχή έκανε ο Κρεύγας που χτύπησε το Δαμόξενο με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι. Όταν ήρθε η σειρά του Δαμόξενου, αυτός έχωσε το χέρι του με τα μυτερά του νύχια στο σώμα του Κρεύγα, άρπαξε τα σπλάχνα του και τα ξερίζωσε. Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως. Οι κριτές δεν έδωσαν τη νίκη στο Δαμόξενο, όχι επειδή σκότωσε τον αντίπαλό του, αλλά επειδή θεώρησαν ότι δεν έδωσε ένα χτύπημα, αλλά περισσότερα, όσα ήταν τα δάχτυλα του χεριού του!
Ο Δημοσθένης υπογραμμίζει ότι ο νομοθέτης θεωρεί ουσιαστικά αθώο τον αθλητή εκείνο που σκοτώνει έναν συναθλητή του στη διάρκεια ενός αγώνα, καθώς η ευθύνη δεν βαραίνει το δράστη, αλλά το… θύμα το οποίο δεν είχε την κατάλληλη φυσική κατάσταση ώστε να υπομείνει τα χτυπήματα, είτε στην πάλη είτε στην πυγμαχία είτε στο παγκράτιο (Δημοσθένης, Κατ’ Αριστοκράτους).
Μάλιστα στη βαρβαρότητα αυτών των αγωνισμάτων δεν συμμετείχαν μόνον οι άνδρες, αλλά και έφηβοι και παιδιά. Στην 37η Ολυμπιάδα (635 π.Χ.) εισήχθη η πάλη των παίδων, στην 41 Ολυμπιάδα (616 π.Χ.) η πυγμαχία των παίδων και στην 145η Ολυμπιάδα (200 π.Χ.) το παγκράτιο των παίδων.
Όπως καταγγέλλει ακόμη και ο κατ’ επάγγελμα υμνητής των ολυμπιακών νικών, ο Πίνδαρος, οι θάνατοι πρέπει να ήταν πολλοί στους αγώνες, αλλά να αποκρύπτονταν συστηματικά, για να μην τρωθεί το κύρος και μειωθεί η συμμετοχή. Έγραφε ο Πίνδαρος: «Πλείστοι των αγωνιζομένων απέθανον εν τω σταδίω. Τούτο δε ουκ έστι πρόδηλον, ουδέ γαρ πάσι συμβαίνει αλλά κεκάλυπται ο τοιούτος κίνδυνος τη αδηλία».
Αλλά και οι θεατές φαινόταν να το διασκεδάζουν με το μακάβριο θέαμα: «Σηκώνονται από τα καθίσματά τους, κραυγάζουν, κινούν τα χέρια τους, άλλοι ανεμίζουν τα ρούχα τους, άλλοι χοροπηδούν και άλλοι ψευτοπαλεύουν με τους διπλανούς τους»! (Φιλόστρατος, Εικόνες).
9. Παράνομες πολιτογραφήσεις (μεταγραφές)
Σήμερα στον αθλητισμό έχει γενικευτεί αυτό που στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ αποκαλείται το φαινόμενο των μισθοφόρων. Οι ελληνικές ομοσπονδίες σε μια σειρά αθλήματα, όπως η άρση βαρών, το πινγκ πονγκ και διάφορες πολεμικές τέχνες, έχουν προχωρήσει στην εξαγορά αθλητών από άλλες χώρες, βασικά από την πρώην ανατολική Ευρώπη, πολιτογραφώντας τους -παράνομα- ως Έλληνες και Ελληνίδες. Οι διεθνείς ομοσπονδίες κάνουν τα στραβά μάτια ή και ενισχύουν αυτή τη διαδικασία, καθώς η αθλητική καταλήστευση των φτωχών ανατολικοευρωπαϊκών και κυρίως αφρικανικών κρατών είναι πλέον ο κανόνας. Εκτός από την Ελλάδα, το ίδιο κάνουν μια σειρά άλλες πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως και αυτό δεν είναι καινούργιο: προηγήθηκαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Οι πιο πλούσιες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου διέθεταν σημαντικά οικονομικά ποσά για να δελάσουν αθλητές ώστε οι τελευταίοι να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να αγωνιστούν γι’ αυτές. Και αυτό γιατί από την ομηρική κιόλας εποχή τα προσωπικά κατορθώματα δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά χωρίς παράλληλα να αναγνωριστεί και η συνεισφορά της πόλης την οποία εκπροσωπούσε ο αθλητής.
Παραδείγματα πράνομων πολιτογραφήσεων υπάρχουν πολλά: Στην 73η και στην 74η Ολυμπιάδα, ο Αστύλος από τον Κρότωνα της Νότιας Ιταλίας κέρδισε σε δύο αγωνίσματα (στο στάδιον και στο δίαυλο), ωστόσο στην 75η Ολυμπιάδα (480 π.Χ.) εμφανίστηκε ως Συρακούσιος, καθώς -όπως μαρτυρά ο Παυσανίας- δωροδοκήθηκε από την πόλη αυτή της Σικελίας. Σε αυτή την Ολυμπιάδα ο Αστύλος κέρδισε σε τρία αγωνίσματα, δίαυλο, στάδιο και οπλίτη δρόμο, χαρίζοντας ουράνια δόξα στους εργοδότες του.
Οι Συρακούσιοι ενέχονται και σε άλλες παράνομες πολιτογραφήσεις όπως αυτή του Δίκωνα, Ολυμπιονίκη από την Καυλωνία στην 97η Ολυμπιάδα, ο οποίος στην 99η Ολυμπιάδα το παίζει και αυτός Συρακούσιος.
Σύμφωνα πάντα με τον Παυσανία, ο Σωτάδης από την Κρήτη πρώτευσε στην 99η Ολυμπιάδα (384 π.Χ.) στο δόλιχο, ωστόσο στην 100ή Ολυμπιάδα εμφανίστηκε ως… Εφέσιος κερδίζοντας και πάλι στο αγώνισμά του (αφού είχε εξαγοραστεί από την πόλη αυτή της Μικράς Ασίας).
10. Δωροδοκίες αντιπάλων και ελλανοδικών
Ο Γαληνός μιλάει επικριτικά για εκείνους τους αθλητές που επιδιώκουν τον πλουτισμό τους μέσω των αγώνων, ενώ ο Φιλόστρατος στον Γυμναστικό του θεωρεί ως μία από τις αιτίες για τη παρακμή των αγώνων τη φιλοχρηματία ορισμένων αθλητών, που έχει ως αποτέλεσμα άλλοι να πουλάνε τον αγώνα και άλλοι να εξαγοράζουν τη νίκη. Οι δωροδοκίες στον αρχαίο κόσμο δεν αφορούσαν μάλιστα μόνο κάποιους αθλητές, αλλά και ορισμένους προπονητές και ελλανοδίκες.
Η πρώτη δωροδοκία καταγράφεται κατά την 98η Ολυμπιάδα (388 π.Χ.): ο Θεσσαλός πυγμάχος Εύπωλος, δωροδόκησε τους συναθλητές του Αγήτορα, Πρύτανη και Φορμίωνα (ο οποίος ήταν μάλιστα νικητής στην προηγούμενη Ολυμπιάδα). Άλλη γνωστή περίπτωση είναι αυτή του Αθηναίου Κάλιππου, αθλητή του πεντάθλου, ο οποίος επίσης δωροδόκησε τους αντιπάλους του στην 112η Ολυμπιάδα (332 π.Χ.). Στην 103η Ολυμπιάδα (368 π.Χ.) δύο Ρόδιοι αθλητές συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω: ο παλαιστής Φιλόστρατος προσπάθησε να δωροδοκήσει τον αντίπαλό του Εύδηλο. Στην 192η Ολυμπιάδα (12 π.Χ.) η δωροδοκία αγγίζει και την πάλη των παίδων: ο πατέρας του αθλητή Πολύκτορα δωροδοκεί τον πατέρα του αθλητή Σώσανδρου, ώστε ο τελευταίος να έχει… μειωμένη απόδοση στον αγώνα με τον Πολύκτορα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να στεφθεί Ολυμπιονίκης.
Ο συγγραφέας Φιλόστρατος στον Γυμναστικό του αναφέρει ότι οι προπονητές των αθλητών που δωροδοκούνταν δεν ήταν άμοιροι ευθυνών. Τους κατηγορεί μάλιστα λέγοντας ότι οι ίδιοι οι προπονητές δανείζουν τα χρήματα στους αθλητές τους και μάλιστα με μεγάλο τόκο!
Όλες οι παρανομίες που αναφέρθηκαν, είτε αφορούν τις δωροδοκίες, είτε τις πολιτογραφήσεις αλλά και όλες τις άλλες παραβάσεις των κανόνων, είναι γνωστές σε εμάς σήμερα επειδή αποκαλύφθηκαν. Φαντάζεται κανείς τι διέλαθε της προσοχής του μη ακόμη ανεπτυγμένου αστυνομικού ελέγχου της εποχής.
Αυτή η αδυναμία καταστολής, σε συνδυασμό με τη διαρκή απειλή αυτού του φαινομένου, οδήγησε τους διοργανωτές στην εντατικοοποίηση της πρόληψης: Στο Βουλευτήριο της Ολυμπίας πριν από τους αγώνες, οι αθλητές, οι γυμναστές, οι κριτές, ακόμη και οι στενοί συγγενείς που συνόδευαν τους αθλητές, έδιναν όρκο στον Όρκιο Δία (του οποίου το άγαλμα είχε ύψος τρία μέτρα και τον παρίστανε να κρατά από έναν κεραυνό στο κάθε του χέρι) υπέρ της τίμιας διεξαγωγής των αγώνων, ότι δηλαδή δεν θα δωροδοκήσουν ούτε θα δωροδοκηθούν.
Μετά το Βουλευτήριο, στην είσοδο του σταδίου, υπήρχαν χάλκινα αγάλματα του Δία, οι περίφημες Ζάνες. Η κατασκευή τους είχε γίνει με χρήματα που είχαν εισπράξει οι ελλανοδίκες ύστερα από πρόστιμα που επέβαλαν για διάφορες παρανομίες αθλητών. Οι Ζάνες δεν ήταν καθόλου τυχαία τοποθετημένες στην είσοδο του σταδίου. Με την παρουσία τους υπενθύμιζαν στους διψασμένους για νίκη συμμετέχοντες ότι ο κατεργάρης στο τέλος πιάνεται και τιμωρείται. Σε όσους δεν είχε λειτουργήσει ο τρόμος του θεού, θα λειτουργούσε τουλάχιστον ο τρόμος των χρημάτων.
Μάλιστα στη βάση των περισσότερων αγαλμάτων υπήρχαν επιγραφές. Ο Παυσανίας δίνει ένα παράδειγμα του περιεχομένου των επιγραφών: Στην Ολυμπία μπορεί κανείς να κερδίσει με τη δύναμη των ποδιών του ή του σώματός του και όχι με τα χρήματα. Στην επιγραφή μιας άλλης Ζάνας υπήρχε η προτροπή στους Έλληνες να μη δίνουν χρήματα για να κερδίσουν στους αγώνες, ενώ σε μια άλλη υπήρχε η προτροπή να είναι οι αγώνες διαγωνισμός της ικανότητας των ανθρώπων και όχι του χρήματος.
Εκτός, όμως, από τις δωροδοκίες, οι αρχαίοι συγγραφείς καταγράφουν και άλλους παράνομους τρόπους διεκδίκησης της νίκης. Οι απαγορευμένες λαβές ήταν η πιο συνηθισμένη περίπτωση, αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις ψευδούς δήλωσης της ηλικίας του αθλητή προκειμένου αυτός να συμμετάσχει σε χαμηλότερη κατηγορία και να πλεονεκτεί έναντι των αντιπάκων του.
11. Επινίκια, μια βιομηχανία δόξας
Οι έμποροι της υστεροφημίας διέπρεψαν ως περιφειακή «βιομηχανία» των Ολυμπιακών Αγώνων. Πατώντας πάνω στη ματαιοδοξία των νικητών πουλούσαν στιχάκια (ή και αδριάντες) που θα διέσωζαν στο χρόνο τη δόξα του Ολυμπιονίκη. Οι πλέον γνωστοί από αυτούς τους -ταλαντούχους είναι αλήθεια- επιχειρηματίες ήταν ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης και ο Σιμωνίδης οι οποίοι έγραψαν κατά παραγελία σειρά επινίκιων ύμνων με τους οποίους δόξαζαν τις νίκες των πελατών τους.
Η απαθανάτιση του νικητή έφτανε στα όρια του γελοίου πριν ακόμα γραφτούν οι επινίκιοι. Η φάση των οικονομικών διαπραγματεύσεων με τους ποιητές «κόνταινε» κάθε μεγαλείο ακόμη κι όταν αυτό υπήρχε: Οι συγγενείς ενός Ολυμπιονίκη, όταν ακούν από τον Πίνδαρο ότι ζητάει τρεις χιλιάδες δραχμές ως αμοιβή για έναν Επινίκιο Ύμνο, αυτοί απαντούν ότι με τα ίδια λεφτά προτιμούν να παραγείλουν έναν χάλκινο αδριάντα του νέου!
Ο Σιμωνίδης, που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είχε τη φήμη του φιλάργυρου, ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις με τον τύραννο Αναξίλα από το Ρήγιο της Ν. Ιταλίας. Ο τελευταίος είχε επικρατήσει σε αρματοδρομίες και το άρμα του το έσερναν ημίονοι. Ο Σιμωνίδης ισχυρίστηκε ότι η τέχνη του ήταν τέτοιου επιπέδου που δεν μπορούσε να γράψει ποίημα σχετικό με μουλάρια. Ο Αναξίλας ανέβασε την προσφερόμενη τιμή και ο Σιμωνίδης έγραψε τον επινίκιο. Το ποίημα άρχιζε με την εξής φράση: «Ω, εσείς θυγατέρες των αλόγων, σας χαιρετώ, εσάς που τρέχετε σαν τον άνεμο».
Το χειρότερο πάντως ήταν πως και οι τρεις ειδικοί της δόξας υμνολογούσαν κατά συρροήν νικητές-τυράννους –έναντι πολύ μεγάλων αμοιβών ασφαλώς. Δεν δόξαζαν μόνο τις ολυμπιακές τους «νίκες», αλλά εξύμνησαν και ανύπαρκτες αρετές τους: Υμνήθηκαν ανάμεσα στους άλλους, ο Διονύσιος, ο Ιέρων, ο Θήρων και ο Αναξίλας απλώς και μόνον επειδή είχαν τον πλούτο να στείλουν άρματα στην Ολυμπία. Για τον τύραννο Θήρωνα από τον Ακράγαντα, ο Πίνδαρος έγραψε τα εξής: «Ας τραγουδήσουμε για τη νίκη του Θήρωνα στο τέθριππο, του Θήρωνα που είναι δίκαιος με τους φίλους, του ανορθωτή του Ακράγαντα, σωτήρα της πόλης και γόνου ξακουστών προγόνων». Οι στίχοι αυτό αποτελούν μονάχα ένα παράδειγμα του πόσο η τριάδα των υμνητών εξύμνησε την αριστοκρατία, με αφορμή και μόνον τις νίκες, και πόσο προπαγάνδιζαν τον κληρονομικό χαρακτήρα των προτερημάτων των «νικητών».
12. Πολιτική εκμετάλλευση της Ολυμπιακής νίκης
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που οι Ολυμπιονίκες χρησιμοποίησαν το στεφάνι του νικητή για να ανελιχθούν πολιτικά ή κοινωνικά. Στην Αθήνα, στις πόλεις της Πελοποννήσου και στις ελληνικές αποικίες της Σικελίας μπορεί κανείς να βρει διάφορες απόπειρες πολιτικής εξαργύρωσης της Ολυμπιακής νίκης. Πρώτος ανοίγει το δρόμο ο Κύλων που το 640 π.Χ., στην 35η Ολυμπιάδα, ανακηρύσσεται νικητής στο αγώνισμα του διαύλου. Ο Κύλων προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το κύρος του νικητή για να γίνει τύραννος της πόλης. Στην απόπειρά του να καταλύσει τη δημοκρατία, κατέλαβε με τους οπαδούς του την Ακρόπολη και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να τον πολιορκήσουν προκειμένου να αποτρέψουν την τυραννία και να τον εκδιώξουν. Τυραννίδα πρσπάθησε να επιβάλει -με τη στήριξη του Μ. Αλεξάνδρου- και ο τετράκις Ολυμπιονίκης (από την 106η έως την 109η Ολυμπιάδα) Χαίρων από την Πελλήνη. Σε αντίστοιχη αποτυχημένη απόπειρα προέβει και ο ολυμπιονίκης Τιμασίθεος συμμετέχοντας στο πραξικόπημα το Ισαγόρα στην Αθήνα.
Ο Αλκιβιάδης έδρασε πιο οργανωμένα απ’ όλους αφού το εγχείρημά του ήταν προσχεδιασμένο. Συμμετείχε όπως είπαμε με εφτά άρματα στην 91η Ολυμπιάδα (416 π.Χ.) και χρησιμοποίησε τις «επιτυχίες του» ως επιχείρημα για να αναλάβει την αρχηγία της εκστρατείας των Αθηναίων κατά της Σικελίας. Έλεγε ότι με την πρώτη, τη δεύτερη και την τέταρτη θέση που «κατέκτησε» απέδειξε στην υπόλοιπη Ελλάδα πως η Αθήνα, παρά τον πόλεμο, ήταν ακόμη ισχυρή, αφού αυτός είχε τη δυνατότητα να διαθέσει υπέρογκα ποσά για την αγορά και τη συντήρηση αλόγων.
Εκτός όμως από αυτή τη χρήση των Ολυμπιακών νικών, υπήρξε και η αντίστροφη χρήση τους: η δικαίωση, η ηθική νομιμοποίηση υπαρκτών τυράννων και μοναρχών. Ο Ιέρων, ο τύραννος των Συρακουσσών, υπήρξε χαρακτηριστική περίπτωση, ενώ το ίδιο ήταν και ο Θήρωνα, αλλά και ο Γέλων της Γέλας.
Επίσης ο Φίλιππος Β’, βασιλιάς της Μακεδονίας, στέφθηκε «νικητής» στην 106η Ολυμπιάδα (356 π.Χ.) στο ιππικό αγώνισμα της κέλης, ενώ δύο φορές αναδείχθηκε νικητής στις αρματοδρομίες στην 107η Ολυμπιάδα του 352 π.Χ. και στην 108η Ολυμπιάδα του 348 π.Χ. στα αγωνίσματα τέθριππο και συνωρίδα αντίστοιχα.
Φυσικά αυτά το «έθιμα» επιβιώνουν όχι μόνον στους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά και στους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Ντε Κουμπερτέν θα φροντίσει να κερδίσει χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα της… αθλητικής λογοτεχνίας το 1912.
Οι μετέπειτα στρατάρχες Πάτον και Μακάρθουρ εξαργυρώνουν τις Ολυμπιακές τους νίκες με την εντυπωσιακή τους ανέλιξη στην αμερικανική στρατιωτική ιεραρχία. Ωστόσο, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο σημερινός έκπτωτος μονάρχης της Ελλάδας, ο Κοκκός: Το 1960 στην Ολυμπιάδα της Ρώμης, ως διάδοχος ακόμη του θρόνου, φροντίζει να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα (κατηγορία Ντράγκον), παρότι το μετάλλιο αυτό -δικαίως, διότι πραήταν στημένο- αποσιωπάται στις σύγχρονες αθλητικές ανασκοπήσεις στην Ελλάδα.
13. Η Ολυμπία, «πλυντήριο» των ισχυρών
Τα αναθέματα που έκαναν στην Ολυμπία διάφοροι ηγεμόνες στόχευαν στην κάθαρση των πράξεών τους. Μετά την καταστροφική για τη δημοκρατική Ελλάδα μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος αφιέρωσε στην Ολυμπία μνημείο με αδριάντα δικό του και όλων των μελών της οικογένειάς του φτιάγμένο από χρυσάφι και ελαφαντόδοντο. Επίσης διάφοροι τύραννοι των πόλεων της Σικελίας, τη στιγμή που επιδίδονταν σε απίστευτες ωμότητες σε βάρος των λαών τους, προσέφεραν πλούσια δώρα στην Ολυμπία, προκειμένου να παρουσιαστούν ευσεβείς. Ακόμη και ο Ρωμαίος κατακτητής Μόμμιος, την επομένη της μάχης της Λευκόπετρας (146 π.Χ.) και της σφαγής του ελληνικού στρατού, την ίδια ώρα που κατέστρεφε ολοσχερώς την Κόρινθο και πουλούσε τους κατοίκους της για δούλους, παράλληλα αφιέρωνε στην Ολυμπία ένα χάλκινο άγαλμα του Δία.
14. Μια αιματοβαμμένη εκεχειρία
Τυπικά η εκεχειρία υπήρχε από τα πολύ πρώιμα χρόνια των αγώνων και ο λόγος της υπάρξής της ήταν απλός: χωρίς εκεχειρία δεν μπορούσαν να φτάσουν στην Ολυμπία οι αθλητές αλλά και οι χιλιάδες θεατές, καθώς ο ελληνικός χώρος μαστίζοταν από μικρούς ή μεγάλους πολέμους. Η διάρκεια της εκεχειρίας ήταν 3-6 μήνες και είχε να κάνει με το χρόνο που απαιτείτο να φτάσει κάποιος αθλητής στην Ολυμπία από μία απομακρυσμένη περιοχή, αλλά και το χρόνο που απαιτείτο για να προετοιμαστεί με τους προπονητές πριν από τον αγώνα. Επίσης έπρεπε να υπολογιστεί η διάρκεια των αγώνων αλλά και η διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής.
Ανάμεσα στα άλλα η εκεχειρία προέβλεπε όχι μόνον ότι σταματούν οι μάχες, αλλά και ότι σταματούν και οι θανατικές εκτελέσεις. Επίσης στην ίδια την Ολυμπία απαγορευόταν η είσοδος σε οποιοδήποτε ένοπλο. Από την άποψη αυτή προξενεί θλίψη το γεγονός ότι σήμερα, στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, τολμούν να μιλούν για εκεχειρία.
Ωστόσο ήταν -και πάλι- οι αρχαίοι Έλληνες που φρόντισαν να υπονομεύσουν το κύρος και τη σημασία της εκεχειρίας.
Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αυτοί που παραβίασαν αρκετές φορές την εκεχειρία, γι’ αυτό και οι Ηλείοι, οι συνήθεις διοργανωτές των αγώνων, τους τιμώρησαν, όπως μαρτυρά ο Θουκυδίδης, με απαγόρευση συμμετοχής στους αγώνες. Οι Λακεδαιμόνιοι καταγγέλονταν εν προκειμένω ότι είχαν παραβιάσει την εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών σπονδών επιτιθέμενοι κατά του Φύρκου και του Λέπρεου. Δεν έχει σημασία σήμερα η εξακρίβωση των κατηγοριών. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τα πάντα εξαγοράζονταν με χρήμα στους αρχαίους Ολυμπιακούς: για κάθε σχεδόν παρανομία, είτε δωροδοκία είτε παράνομη πολιτογράφηση είτε παραβίαση της εκεχειρίας, οι διοργανωτές επέβαλλαν χρηματικό πρόστιμο μετά την πληρωμή του οποίου έπαυε και η οποιαδήποτε ποινή. Έτσι οι Σπαρτιάτες πήραν μέρος στους αγώνες πληρώνοντας το πρόστιμό τους, όπως το ίδιο έκαναν και οι Αθηναίοι όταν τους επιβλήθηκε η ποινή του αποκλεισμού μετά την αποκάλυψη της δωροδοκίας του Κάλιππου που αναφέραμε παραπάνω (112η Ολυμπιάδα). Τουλάχιστον στο σύγχρονο αθλητισμό υπάρχει -έστω για τα μάτια του κόσμου- ο διά βίου αποκλεισμός ντοπαρισμένων αθλητών, χωρίς δυνατότητα εξαγοράς.
Ωστόσο, η πιο τραγελαφική περίπτωση παραβίασης της εκεχειρίας ήταν από τους ίδιους τους επίδοξους διοργανωτές. Η πολιτική σημασία των αγώνων, το κύρος της πόλης που τους διοργάνωνε, η συγκέντρωση πλούτου από τη συρροή χιλιάδων πλουσίων «τουριστών» αλλά και από τα αφιερώματα που προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Μεσογείου, έγιναν αιτία αντιδικίας μεταξύ της Πίσας (πόλη της Ηλείας ανατολικά της Ολυμπίας), της Ήλιδας (η μεγαλύτερη πόλη της Ηλείας) και της Αρκαδίας.
Οι Πισάτες, εκδιωγμένοι από τους Δωριείς Ηλείους, δεν έπαψαν ποτέ να διεκδικούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στην περιοχή. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Παυσανία (Ηλιακά Β’) την 8η και την 34η Ολυμπιάδα (748 π.Χ. και 644 π.Χ. αντίστοιχα) κατάφεραν να τις διοργανώσουν μόνοι τους οι Πισάτες ύστερα από νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις με τους Ηλείους. Οι Ηλείοι τις δύο αυτές Ολυμπιάδες τις ονόμασαν ανολυμπιάδες και δεν τις κατέγραφαν στον επίσημα κατάλογο των αγώνων.
Ωστόσο ο τραγέλαφος της εκεχειρίας εστιάζεται στο 364 π.Χ., όταν οι Αρκάδες αυτή τη φορά νίκησαν τους Ηλείους και διοργάνωσαν την 104η Ολυμπιάδα. Στη διάρκεια όμως των αγώνων και ενώ, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελληνικά Ζ’) είχαν ήδη τελεστεί οι ιπποδορμίες και το πένταθλο, εισέβαλαν οι Ηλείοι με στρατό στον ιερό χώρο της Ολυμπίας και άρχισε μάχη δίπλα στους αθλητικούς χώρους, αλλά και γύρω από το Βουλευτήριο και το ναό του Δία, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια χιλιάδων θεατών. Όταν αργότερα επικράτησαν και πάλι οι Ηλείοι ονόμασαν και αυτήν την Ολυμπιάδα ανολυμπιάδα.
Η φιλολογία περί του ενοποιητικού και ειρηνοποιού ρόλου της Ολυμπίας ανάμεσα στις διάφορες ελληνικές πόλεις υπνομεύεται και από το γεγονός ότι ολόκληρος ο ιερός χώρος της Άλτης είχε παραχωρηθεί για την τοποθέτηση του μνημείου μιας πόλης, επειδή αυτή είχε πετύχει την πολεμική επικράτηση εναντίον μιας άλλης ελληνικής πόλης. Το μνημείο αυτό αποτελούσε το σύμβολο της νικήτριας πόλης για την εξόντωση που είχε επιφέρει σε κάποια άλλη γείτονα. Το ογκοδέστερο άγαλμα που τοποθετήθηκε εκεί (ύψους εννέα μέτρων) ήταν αυτό που αφιέρωσαν οι Ηλείοι για την επικράτησή τους κατά των Αρκάδων.
Η παραβίαση της εκεχειρίας συνεπώς, αλλά και η αμφισβήτηση και τα μποϊκοτάζ των Ολυμπιάδων δεν είναι φαινόμενο μόνο του καπιταλισμού (βλ. π.χ. τα εκατέρωθεν μποΐκοτάζ μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών στις Ολυμπιάδες του 1980 στη Μόσχα και το 1984 στο Λος Άντζελες), αλλά και του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Μάλιστα οι πλούσιες αποικίες της Σικελίας, όπως ο Κρότωνας, αδιαφορούσαν πλήρως για την «ιερότητα» και τον «πανελλήνιο» χαρακτήρα των Ολυμπιάδων, αφού την ίδια ακριβώς χρονιά που προκηρύσσονταν οι αγώνες στην Ολυμπία, αυτές οργάνωναν αντίστοιχους αγώνες. Οι άρχοντες μάλιστα του Κρότωνα προκειμένου να προσελκύσουν τους καλύτερους αθλητές αθλοθετούσαν μεγάλα βραβεία.
15. Νους υγιής εν σώματι υγιεί
Για όλους τους παραπάνω λόγους οι αθλητικοί αγώνες, και ιδιαίτερα οι Ολυμπιακοί, υπήρξαν αντικείμενο έντονης κριτικής από τους διανοούμενους της εποχής.
Αναφερθήκαμε ήδη στο γεγονός ότι πολλοί από τους πλέον γνωστούς αρχαίους συγγραφείς καταφέρονταν κατά του αθλητισμού και των αθλητών (εκτός από την περίπτωση που οι αθλητές απλώς προετοιμάζονται να κάνουν κάτι χρήσιμο με το σώμα τους: να πολεμήσουν για την πόλη τους).
Σφοδρός πολέμιος των αθλητών είναι ο Ευριπίδης ο οποίος ισχυριζόταν ότι από τα πολλά κακά που υπάρχουν στην Ελλάδα, δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη φάρα των αθλητών («κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιον εστιν αθλητών γένους»). Και συμπλήρωνε:
Πρώτα να ζουν σαν άνθρωποι δεν ξέρουν,
μήτε και θα ‘ταν μπορετό να μάθουν.
Της μάσας δούλος, της κοιλιάς δοσμένος
Πώς θα μπορούσε κάποιος να προκόψει;
… Στους μυαλωμένους,
στους αγαθούς τιμητικό στεφάνι
θα ‘ταν σωστό να δίνουμε, κι ακόμη
σ’ όποιον καλογνώμονα την πόλη συμβουλεύει
άντρας σωστός και δίκαιος, που με λόγια
διώχνει τις συμφορές, καταλαγιάζει
τις ταραχές, τις μάχες – έτσι μόνον
κάνεις καλό στην πόλη και στη χώρα.
Ο Ξενοφάνης επίσης εκφράζει απερίφραστα την προτίμησή του στην πνευματική αξία παρά στη σωματική ισχύ. Μάλιστα ειρωνεύεται τους Έλληνες που έδιναν στη σωματική ρώμη υπερβολική σημασία. Ο κοινός θησαυρός της πόλης δεν θα παχύνει, έλεγε, επειδή θα πάει ένας αθλητής της και θα νικήσει στην Ολυμπιάδα.
Ο Ισοκράτης (5ος αιώνας π.Χ.) διαμαρτύρεται επίσης στον Πανηγυρικό του για τις μεγάλες υλικές ανταμοιβές προς τη σωματική ευρωστία, σε αντίθεση με τη μηδαμινή αναγνώριση των διανοουμένων. Το ίδιο και ο Σωκράτης που ζητάει να σιτίζεται στο πρυτανείο. Ο Διογένης ισχυριζόταν ότι οι αθλητές έχουν λιγότερη ψυχή από τους χοίρους. Αντίστοιχες απόψεις εκφράζει και ο Επίκτητος.
Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν αυτό το άθλημα [η πυγμαχία], που σκοπό έχει τόσο ασήμαντα πράγματα, να προξενεί στους αθλητές χαρά.
Ο Γαληνός, έλληνας γιατρός και φιλόσοφος που έζησε το 2ο μ.Χ. αιώνα και θεωρείται ο σημαντικότερος γιατρός της αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη, κάνει μια ακόμη πιο επίκαιρη, σε σχέση με το σήμερα, κριτική: χαρακτηρίζει τους πρωταθλητές ως το χειρότερο είδος ανθρώπων, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τη σωματική υγεία.
Καλά, θα πει κανείς, πώς συμβιβάζονται αυτές οι ιδέες με το «νους υγιής εν σώματι υγιεί» που έλεγαν οι αρχαίοι. Η απάντηση είναι απλή. Δεν το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες! Πρόκειται απλώς για προΐόν του ξαναγραψίματος της ιστορίας για τις ανάγκες αναβίωσης του αθλητισμού γενικά και των Ολυμπιακών Αγώνων ειδικότερα μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού. Το γνωστό ρητό δεν ανήκει σε αρχαίο έλληνα, αλλά στο Ρωμαίο σατιρικό ποιητή του 2ου μ.Χ. αιώνα Decimus Iunius Juvenalis και στην αρχική λατινική του διατύπωση αποτελούσε επίκληση σε προσευχή για την πνευματική και σωματική υγεία. Έλεγε: «Orandum est ut sit mens sana in corpore sano» δηλαδή: «Σωστό είναι στις προσευχές μας να ζητάμε να είναι υγιής ο νους μας σε ένα σώμα υγιές». Το τσιτάτο μεταφράστηκε στα αρχαία ελληνικά, αποκόπηκε από την υπόλοιπη πρόταση, και μετατράπηκε σε απόσταγμα αρχαίας σοφίας υπέρ του αθλητισμού!
Αυτό δεν σημαίνει ότι η με μέτρο και ισορροπημένη άσκηση του σώματος και του μυαλού δεν επικροτήθηκε από τους περισσότερους διανοούμενους της εποχής. Αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Υποτίθεται ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες εκφυλίσθηκαν μετά το 146 π.Χ. μέσα στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κεντρικό σημείο της κριτικής είναι ότι οι Αγώνες υποβιβάζονται σε καθαρό θέαμα. Αυτό είναι αλήθεια αφού κύριο στοιχείο της περιόδου είναι οι αρματοδρομίες και οι αρένες με τους αιματοβαμμένους μονομάχους. Ωστόσο η αιτιολόγηση της κριτικής είναι καθαρά ρατσιστική: οι ελληνικές αξίες προοδευτικά αλλοιώνονται, λέει η κριτική, αφού εκτός από τους Ρωμαίους στη συνέχεια στις Ολυμπιάδες συμμετείχαν όλοι οι υπήκοοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γράφει ένας σύγχρονος Έλληνας αθλητικογράφος-ιστορικός: «Οι Ολυμπιακοί και οι άλλοι Πανελλήνιοι Αγώνες για τους οποίους οι Έλληνες υπερηφανεύονταν ότι έφτασαν στο ύψιστο πολιτισμικό επίπεδο, τέθηκαν στο περιθώριο από νέα αγωνίσματα προσφιλή στο ρωμαϊκό όχλο» (Ευ. Φιλίππου, Η ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων). Το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, κατά την περίοδο των Σεβήρων (2ος μ.Χ. αιώνας), θεωρήθηκαν Ρωμαίοι πολίτες όλοι οι υπήκοι της αυτοκρατορίας και, συνεπώς, είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις Ολυμπιάδες, θεωρείται αλλοίωση. Οι πρώτοι πραγματικά παναθρώπινοι αγώνες θεωρούνται εκφυλισμός. Και αν ενοχλούν κάποιους τα νέα αγωνίσματα (που δεν είχαν σε τίποτε να ζηλέψουν από το παγκράτιο), τότε τι θα έπρεπε να πούμε για τους σύγχρονους Ολυμπιακούς;
Εκείνο που πράγματι συνέβη εκείνη την εποχή είναι η προοδευτική επαγγελματοποίηση των αγώνων. Αυτό δεν ήταν αρνητικό διότι, εκτός του ότι οι αθλητές οργανώθηκαν σε συντεχνίες, οι αγώνες έπαψαν να είναι αριστοκρατικοί (χωρίς να σημαίνει ότι ήταν δημοκρατικοί).
Ωστόσο, η επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, με δεδομένη την απόλυτη αντιπάθεια προς το ανθρώπινο σώμα (και ειδικά το γυμνό γυμνασμένο σώμα) που η θρησκεία αυτή πρεσβεύει, σήμαινε και το τυπικό τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων: με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου καταργούνται το 393 μ.Χ.
Ωστόσο η άρχουσα τάξη δεν παύει να συνδέει την ανάγκη του ανθρώπινου σώματος για παιχνίδι και άσκηση, με την πολεμική αρετή. Έτσι λίγο αργότερα η αριστοκρατία του αθλητισμού επιστρέφει με τη μορφή των (καλά ντυμένων αυτή τη φορά) ιπποτών. Και εδώ ωστόσο υπάρχει άφθονη βία και αίμα: Στο Βυζάντιο τα πλέον γνωστά αγωνίσματα ήταν η τζόστρα (μονομαχία δύο έφιππων ανδρών) και ο τορνεμές (συμπλοκή δύο ομάδων έφιππων ανδρών).
Από την άλλη, παρά τη ρήξη με το πολυθεϊκό παρελθόν της, η Αυτοκρατορία δεν προτίθεται να εγκαταλείψει σε καμία περίπτωση το χειρότερο κομμάτι της παράδοσης που κληρονόμησε: θέαμα για το λαό στον ιππόδρομο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χριστιανική πια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι αρματοδρομίες συνεχίζονται με αμείωτο ενδιαφέρον στους ιπποδρόμους της Κωνσταντινούπολης, της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας, κατά το παλιό ρωμαϊκό πρότυπο. Συμμετέχουν επαγγελματίες αθλητές και μέσα στον αγωνιστικό χώρο η βία και τα θανατηφόρα ατυχήματα αποτελούν τον κανόνα. Παράλληλα συνεχίζονται τα φαινόμενα οπαδισμού που αναπτύχθηκαν πολύ νωρίτερα στη Ρώμη (Πράσινοι, Βένετοι, Λευκοί και Ρούσιοι) με τις γνωστές πολιτικές προεκτάσεις. Ο ΟΠΑΠ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι το αθλητικό στοίχημα ήταν μια ευρέως διαδεδομένη συνήθεια του Βυζαντίου, ακόμη και μεταξύ των κληρικών. Αντιδρώντας ο Χρυσόστομος θα αποκαλέσει τον ιππόδρομο «σατανοδρόμιο».
Παρά τη χριστιανική κυριαρχία, στο Βυζάντιο επίσης θα συνεχιστούν η πάλη, η πυγμαχία και το παγκράτιο με ελαφρές παραλλαγές αλλά με την ίδια βιαιότητα. Στην πάλη νικητής αναδεικνυόταν εκείνος που άρπαζε τον αντίπαλο και, αφού τον ανύψωνε, τον εκσφενδόνιζε επί του εδάφους τρεις φορές, όπως στην αρχαιότητα. Εκείνος που σκότωνε τον αντίπαλό του δεν ευθυνόταν διόλου. Όπως γράφει ο Κλήμης, ο φονιάς δεν είχε πρόθεση το φόνο: «ου γαρ θανάτου αλλά νίκης ηγωνίζετο». Ο ίδιος συγγραφέας (Κλήμης, Στρωματείς) αναφέρει ότι συχνές ήταν και τότε οι εξορύξεις οφθλαμών κατά τους αγώνες.
Όπως στη χριστιανική Ανατολή έτσι και στη χριστιανική Δύση τα αιμοσταγή θεάματα, συνεπής συνέχεια του παρελθόντος, θα εξακολουθήσουν για πολλούς αιώνες. Θλιβερό ιστορικό απομεινάρι οι εξαιρετικά δημοφιλείς ακόμη και σήμερα ταυρομαχίες στην Ισπανία.
του Πέτρου Τσάγκαρη
1. «International Socialism» 73, Δεκέμβριος 1996

Βιβλιογραφία
Όλες οι πληροφορίες αντλήθηκαν ξεχωριστά ή σε συνδυασμό και διασταύρωση από τα εξής βιβλία:
1. Κυριάκος Σιμόπουλος, «Μύθος, απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες», εκδόσεις Στάχυ 1998.
2. Κωνσταντίνα Γογγάκη, «Οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό», εκδόσεις Τυπωθήτω-Δάρδανος 2003.
3. Ελένη Νικολαΐδου-Χρήστος Κάτσικας, «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαία Ελλάδα – οι αθέατες πλευρές», εκδόσεις Σαββάλας 2003.
4. Παναγιώτης Σίμιτσεκ, «Ολυμπιακοί Αγώνες: το χρονικό μιας μετάλλαξης», εκδόσεις Eyropubli 2004.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *