19 Μαρτίου 2013

Για την Έννοια του Κομμουνισμού στον Μαρξ

Βασίλης Μηνακάκης
Πλευρές της συζήτησης για την έννοια του Κομμουνισμού στον Μαρξ
 
Ένα από τα πιο γνωστά χωρία των Μαρξ-Ένγκελς για τον κομμουνισμό περιέχεται στη Γερμανική Ιδεολογία, και είναι το ακόλουθο: «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ” αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν» (Κ. Μαρξ-Φρ. Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α, Gutenberg, Αθήνα 1979, σσ. 81-82).
Η άποψη αυτή για τον κομμουνισμό έχει υποστεί πολλαπλό βιασμό στα περίπου 170 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή της Γερμανικής Ιδεολογίας (1845-46).
Ο «ορθόδοξος» δογματικός μαρξισμός -στη σοβιετική ή δυτικοευρωπαϊκή εκδοχή του- την αποσιώπησε, την κράτησε σε ένα «μαρξιστικό Κωσταλέξι», προφανώς γιατί ενοχλούσε την «πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης» στον ανύπαρκτο σοσιαλισμό αλλά και την πολιτική πρακτική των ΚΚ της Δύσης.
Ο ρεφορμισμός κάθε είδους, από την άλλη, ασέλγησε πάνω της, τη διαπόμπευσε με άλλον τρόπο: προβάλλοντάς την ως δικαιολογητική βάση του εξελικτικού-μεταρρυθμιστικού δρόμου, του κινηματισμού, του οικονομισμού, ως «μαρξιστική» ομπρέλα για την άρνηση του επαναστατικού δρόμου και της επανάστασης.
 
Οι κύριες μορφές του «ορθόδοξου» βιασμού
Το κύριο στον «ορθόδοξο» μαρξισμό ήταν και είναι η αποσιώπηση αυτής της κομβικής θέσης. Παραλλαγή της τακτικής αυτής είναι η κοπτοραπτική: από το χωρίο, αναφέρεται επιλεκτικά «τι είναι ο κομμουνισμός» («πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων»), αλλά αποκόβεται το «τι δεν είναι» («δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ” αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα»).
Δεύτερη μορφή «βιασμού» είναι η  υποτίμηση και η περιφρόνηση. «Είναι λάθος», λένε, «απ” όλο το μαρξικό έργο να απομονώνεται αυτό το χωρίο. Δεν πρέπει κανείς να αυτονομεί ή να υπερτιμά μια διατύπωση που δεν απηχεί τη μαρξική αντίληψη για τον κομμουνισμό». Ουδέν ψευδέστερο. Δεν πρόκειται για επιμέρους διατύπωση, αλλά για κόκκινη κλωστή που διατρέχει όλη τη μαρξική αντίληψη για τον κομμουνισμό. Βεβαίως οι Μαρξ-Ένγκελς κατέθεσαν έναν πλούτο θέσεων για τον κομμουνισμό, όχι σε ένα μα σε πολλά έργα τους. Δεν συμπύκνωσαν βέβαια την αντίληψή τους για τον κομμουνισμό -το ίδιο έκαναν και για άλλα θέματα- σε ένα ενιαίο, δίκην εγχειριδίου, κείμενο, όπως συνηθίζει ο «ορθόδοξος» δογματικός μαρξισμός, πολύ περισσότερο δεν τη συμπύκνωσαν σε έναν ορισμό (προφανώς ούτε σε αυτόν της Γερμανικής Ιδεολογίας)· κι αυτό δίνει τη δυνατότητα στον «ορθόδοξο» μαρξισμό να προβάλει το επιχείρημα περί μεμονωμένης διατύπωσης. Αλλά το μαρξικό έργο, χωρίς -επισημαίνεται και πάλι αυτό- να εξαντλεί τον πλούτο του σ’ αυτή την έκφραση, δεν αφήνει περιθώρια  να την αντιμετωπίζει κανείς ως δευτερεύουσα πλευρά της αντίληψης των Μαρξ και Ένγκελς για τον κομμουνισμό. Σταχυολογούμε μερικά από τα πάμπολλα τεκμήρια που μπορεί κανείς να προσκομίσει.
Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ σημειώνει: «Ο κομμουνισμός είναι η πράξη που προβάλλει σαν η άρνηση της άρνησης και συνακόλουθα είναι η πραγματική φάση, αναγκαία για την επόμενη περίοδο της ιστορικής ανάπτυξης στη χειραφέτηση και αποκατάσταση του ανθρώπινου γένους. Ο κομμουνισμός είναι ο αναγκαίος τύπος και το δυναμικό πιστεύω του άμεσου μέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός δεν είναι αφ” εαυτού του ο σκοπός της ανθρώπινης ανάπτυξης – η μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας» (Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, Γλάρος, Αθήνα 1975, σελ. 140).
Και: «Όλη η κίνηση της ιστορίας είναι κατά συνέπεια τόσο η πραγματική πράξη της δημιουργίας του κομμουνισμού -η γέννηση της εμπειρικής του ύπαρξης- όσο και -για τη διαλογιζόμενη συνείδησή της- η κατανόηση και γνώση της κίνησης του δικού της γίγνεσθαι. Ενώ ο άλλος κομμουνισμός, που δεν έφτασε στην ολοκληρωμένη ανάπτυξή του, αναζητά σε μεμονωμένους ιστορικούς τύπους, αντίθετους προς την ατομική ιδιοκτησία, μια ιστορική απόδειξη δικαίωσης, μια απόδειξη φτιαγμένη απ’ ό,τι ήδη υπάρχει, αποσπώντας μεμονωμένα επεισόδια από τη σωστή τους θέση στη διαδικασία της ανάπτυξης» (ό.π., σελ. 126).
Στην ίδια τη  Γερμανική Ιδεολογία, οι Μαρξ-Ένγκελς, χαρακτηρίζουν την κομμουνιστική φιλολογία «σαν την έκφραση και το προϊόν ενός πραγματικού κινήματος» (ό.π., τόμ. 2, σελ. 209), ασκούν κριτική σε όσους «αποσπούν τα κομμουνιστικά συστήματα, κριτικές και λιβέλους από το πραγματικό κίνημα του οποίου είναι απλώς η έκφραση» (ό.π., τόμ. 2, σελ. 210) και σημειώνουν:
«Ο κομμουνισμός διαφέρει από όλα τα προηγούμενα κινήματα κατά το ότι ανατρέπει τη βάση όλων των προηγούμενων σχέσεων παραγωγής και επικοινωνίας, και για πρώτη φορά χειρίζεται συνειδητά τις φυσικές προϋποθέσεις σαν δημιουργήματα των ανθρώπων που έχουν υπάρξει ως τώρα, απογυμνώνει τις σχέσεις αυτές από το φυσικό τους χαρακτήρα και τις υποτάσσει στην εξουσία των ενωμένων ανθρώπων» (ό.π., τόμ. 1, σελ. 119).
Στα 1850, στο έργο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, ο Μαρξ αναφέρει ότι «το προλεταριάτο συσπειρώνεται όλο και πιο πολύ γύρω από τον επαναστατικό σοσιαλισμό, γύρω από τον κομμουνισμό… Ο σοσιαλισμός αυτός είναι η διαρκής κήρυξη της επανάστασης» (Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ.1, Γνώσεις, χχε, σελ. 252).
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η προσφώνηση των Μαρξ-Ένγκελς στην Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης των Κομμουνιστών, επίσης στα 1850, η οποία καταλήγει: «Η πολεμική κραυγή» της ανεξάρτητης οργάνωσης του κόμματος του προλεταριάτου «πρέπει να είναι: Διαρκής επανάσταση» (ό.π., σελ. 122). Είκοσι χρόνια μετά (1871), στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, έργο που πραγματεύεται την εμπειρία της Κομμούνας, ο Μαρξ θα γράψει: «Δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά [σσ. η Κομμούνα και, κατ’ επέκταση, ο κομμουνισμός] μα να ελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας που καταρρέει» (ό.π., σελ. 626).
Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, τέλος, γίνεται κυρίως λόγος για τους κομμουνιστές, αλλά και για τον κομμουνισμό και την κομμουνιστική επανάσταση, και λιγότερο για την «κομμουνιστική κοινωνία». Η κοινωνία αυτή υπονοείται σε εκφράσεις όπως: «ο κομμουνισμός δεν αφαιρεί από κανέναν τη δυνατότητα να ιδιοποιείται κοινωνικά προϊόντα. Αφαιρεί μόνο τη δυνατότητα να υποδουλώνει με την ιδιοποίηση αυτή την ξένη εργασία» (ό.π., σελ. 38)· «κομμουνιστική κατάργηση του εμπορίου» (ό.π., σελ. 37)· «κομμουνιστικός τρόπος ιδιοποίησης και παραγωγής των υλικών προϊόντων» (ό.π., σελ. 38).
Υπάρχουν, βέβαια, και ρητές αναφορές στον κομμουνισμό ως κοινωνία: «Στην αστική κοινωνία η ζωντανή δουλειά είναι μονάχα ένα μέσο για να αυξαίνει η συσσωρευμένη εργασία. Στην κομμουνιστική κοινωνία, η συσσωρευμένη εργασία είναι μονάχα ένα μέσο για να ευρύνει, να πλουτίζει και να προάγει τη ζωή των εργατών. Στην αστική κοινωνία, λοιπόν, το παρελθόν κυριαρχεί πάνω στο παρόν. Στην κομμουνιστική κοινωνία το παρόν κυριαρχεί πάνω στο παρελθόν» (ό.π., σελ. 37).
Ή: «Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας, με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις, έρχεται μια ένωση όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (ό.π., σελ. 44). Ταυτόχρονα, μια σειρά εκφράσεις δείχνουν ότι ο κομμουνισμός εννοείται και ως κίνημα -για την ακρίβεια ως τμήμα του προλεταριακού κινήματος- και ως κόμμα, με την ευρεία και ιστορική έννοια που έδιναν στον όρο κόμμα οι Μαρξ-Ένγκελς.
 
Ο βιασμός διά της «ερμηνείας»
Ας έρθουμε τώρα στην τρίτη μορφή βιασμού, αυτή που γίνεται διά της ερμηνείας.
 Ερμηνεία 1: Με την εν λόγω διατύπωση οι Μαρξ-Ένγκελς ήθελαν να βάλουν ένα διπλό όριο απέναντι στον ουτοπικό σοσιαλισμό, ο οποίος θεμελίωνε τον κομμουνισμό στο πεδίο των ιδεών, της ηθικής, του εξισωτισμού, του ουμανισμού, του δικαίου κι όχι στο έδαφος της κοινωνίας· και που, επιπλέον, περιέγραφε τη μελλοντική κοινωνία -συχνά με μεγάλη σχολαστικότητα- με τρόπο ιδεαλιστικό, αποσπασμένο απ” τις τάσεις που αναφύονται από την ίδια την κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Είναι βάσιμη αυτή η «ερμηνεία», μιας και οι Μαρξ-Ένγκελς αφιέρωσαν το έργο τους ακριβώς πάνω στην επιστημονική θεμελίωση του κομμουνισμού στην ίδια την πραγματικότητα του καπιταλισμού, στην ιστορική εξέλιξή του και στις τάσεις υπέρβασης που αναδύονται στο εσωτερικό του· ενώ παράλληλα, δεν έκρυβαν την επιφυλακτικότητά τους προς «τις συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος» και την αποστασιοποίησή τους από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές, οι οποίοι «όσο περισσότερο επεξεργάζονταν τις λεπτομέρειές τους [σσ. των σχεδίων για τη μελλοντική κοινωνία], τόσο περισσότερο καταλήγουν υποχρεωτικά σε καθαρή φαντασιοπληξία» (ό.π., τόμ. 2, σελ. 181). Είναι, λοιπόν, βάσιμη αυτή η ερμηνεία, μόνο που δεν είναι επαρκής.
Ερμηνεία 2: Με τον όρο «πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων» οι Μαρξ-Ένγκελς αναφέρονται στην εξέλιξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στις τάσεις υπέρβασης που αναβλύζουν από το εσωτερικό της (κοινωνικοποίηση παραγωγής, ευρεία χρήση επιστήμης στην παραγωγή, ποσοτική και ποιοτική εξέλιξη της εργατικής τάξης  κ.ά.) και ειδικά στην εξέλιξη της σύγκρουσης παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων, που φτάνει σε τέτοιο επίπεδο οξύτητας και ασυμβατότητας μεταξύ των δύο πόλων της, ώστε να οδηγεί στην επαναστατική υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Αυτή την «αντικειμενικίστικη» ερμηνεία υιοθετεί ο Γάλλος φιλόσοφος Pierre Dardot, ο οποίος υποστηρίζει ότι στη Γερμανική Ιδεολογία, ο όρος κομμουνισμός συναρθρώνει τρεις ιδέες: «Συνδέοντας  αυτές τις τρεις ιδέες, της “πραγματικής κίνησης”, της αιφνίδιας και ταυτόχρονης “πράξης” και της “υπάρχουσας κατάστασης”, η Γερμανική Ιδεολογία επαναλαμβάνει και εμβαθύνει την ίδια θέση: η κομμουνιστική κοινωνία είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα της κίνησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της βιομηχανίας».
Να πώς εξηγεί αυτό το συμπέρασμα: «Η σημαντικότερη εννοιολογική επινόηση [σσ. της Γερμανικής Ιδεολογίας] έγκειται στην ταύτιση του κομμουνισμού με την “πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων”… Αυτή η διάσημη διατύπωση αντιτίθεται ασφαλώς σε κάθε “φαντασία” με αντικείμενο τη μελλοντική κοινωνία. Αλλά στη θετική σημασία της, παραπέμπει στην κίνηση συγκέντρωσης με την οποία οι μανιφακτούρες, και ακόμη περισσότερο η μεγάλη βιομηχανία, συσσωρεύουν ολοένα και μεγαλύτερες μάζες εργατών, μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία που τείνει να αντικαταστήσει την απομόνωση των εργατών λόγω του ανταγωνισμού με την ένωσή τους στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα… Η δεύτερη παραδοχή, περισσότερο στενή, του όρου “κομμουνισμός” παραπέμπει στην αιφνίδια και ταυτόχρονη “πράξη” (Tat) των κυρίαρχων λαών.
Προφανώς, όπως υποδηλώνουν και τα συμφραζόμενα, ζητούμενο είναι να απομακρυνθεί κάθε δυνατότητα ενός αμιγούς τοπικού κομμουνισμού: αν ο κομμουνισμός ως δράση (Action) δεν είναι νοητός παρά ως ιστορική παγκόσμια ύπαρξη”…, τούτο συμβαίνει επειδή προϋποθέτει μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των ανταλλαγών, που ξετυλίγεται εξαρχής στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας. Με αυτή την έννοια ο κομμουνισμός ως “πράξη” εξακολουθεί να απορρέει από τον κομμουνισμό ως ¨πραγματική κίνηση”. Τέλος, τρίτη ιδέα, ο κομμουνισμός ως “υπάρχουσα κατάσταση” που δημιουργείται από τον κομμουνισμό ως δράση: η πρωτοτυπία αυτής της κατάστασης είναι ότι καθιστά αδύνατη την “αυτονόμηση κάθε υπάρχουσας κατάστασης έναντι των ατόμων…”»
(Pierre Dardot, «Ο “επιστημονικός κομμουνισμός” μπορεί να είναι πολιτικός;», περ. Ουτοπία, τεύχ.100/2012, σσ. 94-95).
Και αυτή η ερμηνεία απηχεί πλευρές της μαρξικής προβληματικής, δεν απηχεί όμως τη διαλεκτική της ουσία και συνάφεια. Για τους Μαρξ-Ένγκελς, η έννοια της «πραγματικής κίνησης που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων» συνδεόταν ΚΑΙ με την ιστορική δυναμική της σύγκρουσης παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων ΚΑΙ με την ιστορική δυναμική της πάλης των τάξεων.
 
Το διπλό νόημα της «κίνησης που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων»
Αυτήν ακριβώς τη διαλεκτική ουσία, που βρίσκεται στην καρδιά του εν λόγω χωρίου της Γερμανικής Ιδεολογίας, μας την αποκαλύπτει ο Μαρξ σε ένα γράμμα του προς τον Άνεκοβ με ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου 1846:
«Ο κύριος Προυντόν», γράφει, «είναι λοιπόν δογματικός. Η ιστορική κίνηση που ανατρέπει τον σημερινό κόσμο αναλύεται γι” αυτόν στο πρόβλημα να ανακαλύψει τη σωστή ισορροπία, τη σύνθεση δύο αστικών ιδεών… Στη θέση της μεγάλης ιστορικής κίνησης που ξεπηδά από τη σύγκρουση ανάμεσα στις αποκτημένες πια παραγωγικές δυνάμεις των ανθρώπων και στις κοινωνικές τους σχέσεις, που δεν ανταποκρίνονται πια σ” αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις, στη θέση των φοβερών πολέμων που προετοιμάζονται ανάμεσα στις διάφορες τάξεις ενός έθνους, ανάμεσα στα διάφορα έθνη, στη θέση της πρακτικής και βίαιης δράσης των μαζών που μόνο αυτή θα μπορέσει να κρίνει την έκβαση αυτών των συγκρούσεων, στη θέση αυτής της περιεκτικής, αδιάκοπης και πολύπλοκης κίνησης, ο κύριος Προυντόν βάζει την αηδιαστική κίνηση του κεφαλιού του» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 2, σελ. 527).
Στη συνέχεια, υπογραμμίζοντας «τον γελοίο τρόπο που ο κύριος Προυντόν κρίνει τον κομμουνισμό», σχολιάζει: «Για την ώρα πρέπει να παραδεχτείτε ότι ένας άνθρωπος που δεν έχει καταλάβει τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση είναι ακόμα λιγότερο σε θέση να καταλάβει την κίνηση που πάει να ανατρέψει και τις φιλολογικές εκδηλώσεις αυτής της επαναστατικής κίνησης» (ό.π., σελ. 528).
Σε ένα ακόμη γράμμα του -προς τον Γ.Β. Σβάιτσερ αυτή τη φορά- ο Μαρξ επικρίνει και πάλι τον Προυντόν διότι, όπως και οι ουτοπικοί, «κυνηγά να βρει τη λεγόμενη “επιστήμη”, με την οποία να μπορεί να επινοηθεί εκ των προτέρων ένας τύπος για τη “λύση του κοινωνικού ζητήματος”, αντί να αντλήσει την επιστήμη από την κριτική γνώση της ιστορικής κίνησης, μιας κίνησης που παράγει η ίδια τους υλικούς όρους της χειραφέτησης» (ό.π., τόμ. 1, σελ. 461).
Αυτές οι δύο διαστάσεις της έννοιας του κομμουνισμού ως «πραγματικής κίνησης που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων», καθώς και η διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους, δεν κατανοούνται από τον δογματισμό της «ορθοδοξίας», ο οποίος απολυτοποιεί τη μια πλευρά, την υλική/«αντικειμενική», ούτε από το δογματισμό του ρεφορμισμού και της «ανανέωσης», που απολυτοποιούν την κινηματική/«υποκειμενική».
Στον αντίποδα και των δύο, αλλά στο πνεύμα των Μαρξ-Ένγκελς και στο πνεύμα μιας σύγχρονης αναζήτησης για την κομμουνιστική απελευθέρωση, βρίσκεται η τοποθέτηση του Ετιέν Μπαλιμπάρ:
«[...] ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδανικό, δεν είναι ένα απλό αφηρημένο ιστορικό στάδιο που έρχεται, σαν αντικείμενο μιας πρόβλεψης ή προφητείας, αλλά μια πραγματική τάση εγγεγραμμένη μέσα στις υπάρχουσες αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, ακόμα και κάτω από μορφές τμηματικές και διστακτικές, που ενισχύονται προοδευτικά. Με ποια μορφή ο κομμουνισμός είναι λοιπόν μια πραγματική τάση, ήδη παρούσα στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία; Μπορούμε να απαντήσουμε, σχηματικά, έτσι: κάτω από δύο μορφές, που δεν έχουν καταρχήν άμεση σχέση μεταξύ τους:
 
»Από τη μια μεριά με τη μορφή της τάσης για κοινωνικοποίηση της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση που δεν σταματάει να τονίζει αυτή την τάση, δίνοντάς της τη μορφή της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της κρατικής εξουσίας.
 
»Από την άλλη μεριά, με τη μορφή της πάλης των προλεταριακών τάξεων, στην οποία επιβεβαιώνεται καταρχήν η αυτονομία και αργότερα η πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία του προλεταριάτου. Αυτή η πάλη επιτρέπει στο προλεταριάτο να οργανώνεται σε επαναστατική τάξη, να επιβάλλει την αλληλεγγύη πάνω στον ανταγωνισμό και τις διαιρέσεις. Δεν περνάει μέσα από το κράτος -και δίκαια- αλλά φανερώνει τις συνθήκες ζωής και εργασίας και τείνει στη συλλογική κυριαρχία.
 
»Σ' όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού, αυτές οι δύο τάσεις επιδρούν σταθερά η μία πάνω στην άλλη, αλλά μένουν αρκετά ανεξάρτητες. Δεν συγχωνεύονται, αλλά, αντίθετα, αντιπαρατίθενται. Για να μπορέσουν ν” αρχίσουν να συγχωνεύονται, χρειάζεται μια αποτελεσματική προλεταριακή επανάσταση, η κατάληψη της κρατικής εξουσίας από το προλεταριάτο» (Ετιέν Μπαλιμπάρ, Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, Οδυσσέας, Αθήνα 1978, σσ. 128-29).
 
Αλλά η ερμηνεία αυτή απαιτεί κι άλλες διασαφήσεις. Ο κομμουνισμός δεν είναι απλώς η ιστορική προέκταση ή η ποσοτική ανάπτυξη των τάσεων ή των υλικών εμβρύων μιας άλλης κοινωνίας που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του· είναι, πάνω απ” όλα, η απελευθέρωσή του (ποσοτική και κυρίως ποιοτική) από τον κεφαλαιοκρατικό τους «φαινότυπο» και «γονότυπο» (όχι απλώς από το κεφαλαιοκρατικό ή, ακόμη χειρότερα, το νεοφιλελεύθερο, περίβλημά τους) και η τροχοδρόμησή τους σε ριζικά διαφορετικές, χειραφετητικές σε μορφή και περιεχόμενο ράγες. Είναι, επομένως, μια εξέλιξη που προϋποθέτει την ποιοτική τομή της επανάστασης.
Στο βαθμό που απουσιάζει μια τέτοια οπτική, διαμορφώνεται ένας «παρά φύσει» κοινός τόπος ανάμεσα στις δυο μορφές δογματικού μαρξισμού: τον λεγόμενο «ορθόδοξο» και τον αυτοαποκαλούμενο «ανανεωτικό».
Ο πρώτος «βολεύεται» με τον «αντικειμενισμό», καθώς ο οικονομικός ντετερμινισμός και η «ιστορική βεβαιότητα» στην αναπόφευκτη νίκη του κομμουνισμού λειτουργούν σαν μαζικό παραισθησιογόνο που εξισορροπεί την αναποτελεσματική πολιτική τακτική και πρακτική του παρόντος· αφού «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», δεν πολυπειράζει αν σήμερα η ζωή είναι μαύρη και η ακτινοβολία των κομμουνιστών πενιχρή.
Ο δεύτερος επίσης βολεύεται με αυτόν τον «αντικειμενισμό», μιας και στο όνομά του δικαιολογεί το μεταρρυθμισμό, τον «κοινοβουλευτικό δρόμο», τα «ναι στην ΕΕ» με πρόσχημα ότι η διεθνοποίηση είναι αντικειμενική διαδικασία και τόσα άλλα. Είναι πολύ χρήσιμη, από αυτή, την άποψη, η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον Μπερνστάιν· μια κριτική που δεν μένει στην κορυφή του μπερνσταϊνικού παγόβουνου («η κίνηση είναι το παν, ο τελικός σκοπός τίποτα»), αλλά αναιρεί εξαντλητικά τις οικονομικές-κοινωνικές προϋποθέσεις που -κατά τον Μπερνστάιν- θεμελίωναν αυτή τη θέση (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988).
 
Γερμανική Ιδεολογία ή Κριτική του προγράμματος της Γκότα;
Το προτελευταίο οχυρό του «ορθόδοξου» δογματικού μαρξισμού απέναντι στο χωρίο της Γερμανικής Ιδεολογίας είναι η Κριτική του προγράμματος της Γκότα, η οποία περιέχει τη δεύτερη πιο γνωστή διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς περί κομμουνισμού· αυτήν που αναπαράγει και ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση (Β.Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979, ειδικά σσ. 82-101). Αυτή η τοποθέτηση, περιβεβλημένη και με το κύρος του ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ίδιας της επανάστασης, έγινε για τον «ορθόδοξο» μαρξισμό συνώνυμο της έννοιας του κομμουνισμού. Με μια μικρή -αλλά ουσιώδη- λεπτομέρεια: κυριάρχησε όχι όπως τη διατύπωσαν ο Μαρξ ή ο Λένιν, αλλά με κάποιες καίριες «μικροαλλαγές».
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς, μια αναγκαία αποκατάσταση: στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ δεν περιγράφει την άποψή του μόνο με τον όρο «κομμουνιστική κοινωνία». Σε ορισμένα σημεία μιλά για «συντροφική κοινωνία, θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής [στην οποία] οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 2, σελ. 12). Ενώ αλλού σημειώνει, αναφερόμενος στη μορφή της εξουσίας που θα προκύψει μετά την προλεταριακή επανάσταση: «[...] θα προτείναμε εμείς να βάλουμε παντού στη θέση της λέξης κράτος τη λέξη “κοινότητα”, μια καλή παλιά γερμανική λέξη, που μπορεί πολύ ωραία να αντιστοιχεί στη γαλλική λέξη “κομμούνα”» (ό.π., σελ. 35).
Στα κύρια χωρία του, πάντως, το κείμενο αναφέρεται στην πρώτη ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας («αυτή» σημειώνει με νόημα ο Λένιν θέλοντας να τονίσει τη διαφορά με τον Λασάλ, «που συνήθως ονομάζεται σοσιαλισμός ενώ ο Μαρξ της δίνει την ονομασία πρώτη φάση του κομμουνισμού» – Λένιν, ό.π., σελ. 91), τονίζοντας ότι είναι «μια κομμουνιστική κοινωνία όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, μα αντίθετα όπως ακριβώς έχει προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία… μια κομμουνιστική κοινωνία, λοιπόν, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη από τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 2, σελ. 13).
Κι αφού υπογραμμίσει τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες αυτής της φάσης, καταλήγει: «Μα αυτές οι ελλείψεις δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως έχει ακριβώς βγει ύστερα από μακρόχρονα κοιλοπονήματα, από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία» (ό.π., σελ. 14).
Αντιθέτως, «σε μιαν ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (ό.π., σσ. 13-14).
 
Από τον Μαρξ στον Λένιν
Ας σταθούμε λίγο και στο Κράτος και Επανάσταση. Το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τίτλο «Οι οικονομικές βάσεις της απονέκρωσης του κράτους» και είναι αφιερωμένο στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα (Λένιν, ό.π., ιδιαίτερα σσ. 90-101).
Εκεί τσιτάρει εκτεταμένα το κείμενο του Μαρξ και  υιοθετεί την άποψή του περί κατώτερης και ανώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας: «Εφόσον τα μέσα παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και δω [σσ. στην κατώτερη φάση] η λέξη “κομμουνισμός”, φτάνει να μην ξεχνούμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο κομμουνισμό» (ό.π., σελ. 97).
Υπό αυτό το πρίσμα, περιγράφει την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας ως μια κοινωνία όπου «τα μέσα παραγωγής ανήκουν σ” ολόκληρη την κοινωνία» (ό.π., σελ. 91), «δεν θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί θα είναι αδύνατο ν' αρπαχτούν σαν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα της παραγωγής» (ό.π., σελ. 92) κι όπου «το “αστικό δίκαιο” δεν καταργείται ολοκληρωτικά, παρά μόνο μερικά, μόνο στο βαθμό που έχει επιτευχθεί πια η οικονομική ανατροπή, δηλαδή μόνο σε σχέση με τα μέσα παραγωγής» (ό.π., σελ. 93). Υπογραμμίζει, παράλληλα, ότι «η απαλλοτρίωση αυτή [σσ. των κεφαλαιοκρατών] θα δώσει τη δυνατότητα για μια γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» (ό.π., σελ. 94).
Σε ό,τι αφορά τη μετάβαση από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας, διευκρινίζει πως «από κανενός σοσιαλιστή το μυαλό δεν πέρασε η ιδέα “να υποσχεθεί” πώς θάρθει η ανώτατη φάση του κομμουνισμού» (ό.π., σελ. 95) και ότι «η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους είναι μια τόσο υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού, που εξαφανίζει την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία και συνεπώς εξαφανίζει μια από τις σπουδαιότερες πηγές της σημερινής κοινωνικής ανισότητας» (ό.π., σελ. 94).
Στο πλαίσιο αυτό, ο Λένιν σημειώνει ότι «το κράτος θα μπορέσει να απονεκρωθεί πέρα για πέρα όταν η κοινωνία θα εφαρμόσει τον κανόνα: “ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”» (ό.π., σελ. 95)· κι ότι «αμέσως μετά την πραγματοποίηση της ισότητας όλων των μελών της κοινωνίας στο ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής, δηλ. της ισότητας στην εργασία, της ισότητας στο μισθό εργασίας, μπροστά στην ανθρωπότητα θα μπει αναπότρεπτα το ζήτημα να προχωρήσει παραπέρα, από την τυπική ισότητα στην πραγματική, δηλαδή στην εφαρμογή του κανόνα ”ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”» (ό.π., σελ. 98).
Από την προβληματική του Λένιν, προκύπτουν δύο ζητήματα.
Πρώτον, συσχετίζει τη μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας όχι στενά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την υλική και τεχνολογική αφθονία, αλλά με  την «υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού», που είναι κάτι πολύ ευρύτερο.
Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις αυτής της μετάβασης: υπάρχει σαφής θέση για το θέμα του κράτους (πορεία απονέκρωσης), αναφέρονται ή υπονοούνται και άλλες πλευρές, η πιο αναπτυγμένη πλευρά της λενινιστικής προβληματικής όμως είναι η μετάβαση από το «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» στο «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Πρόκειται για μια επικέντρωση στο ζήτημα της κατανομής που και κενά έχει και ευάλωτη αποδείχθηκε.
Σε σχέση με αυτό, ο Λένιν, υπήρξε προφητικός: «Από πολιτική άποψη η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη ή κατώτερη και στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού θα γίνει ίσως με τον καιρό τεράστια, τώρα όμως, στον καπιταλισμό, θάταν γελοίο να την τονίζουμε» (ό.π., σσ. 96-97). Όντως, αυτή η διαφορά αποδείχθηκε τεράστια στη μετεπαναστατική Ρωσία. Και τώρα πια, καθώς έχουμε πίσω μας την εμπειρία του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν «είναι γελοίο», είναι αναγκαίο να τη συζητάμε σε συνθήκες καπιταλισμού.
 
Όταν η «ορθοδοξία» επιτίθεται στον Μαρξ και τον Λένιν
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι τοποθετήσεις του Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα και του Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση έγιναν σήμα κατατεθέν του «ορθόδοξου»  μαρξισμού. Όχι όπως τις διατύπωσαν οι συγγραφείς τους, αλλά με… «μικροαλλαγές».
Αλλαγή πρώτη: Ο κομμουνισμός, «τραβώντας στα άκρα» την εν λόγω τοποθέτηση, πήρε σχεδόν αποκλειστικά το χαρακτήρα οράματος, προοπτικής, τελικού στόχου, που εξοβελιζόταν στο νεφελώδες υπερπέραν μιας ανύπαρκτης Δευτέρας Παρουσίας, την οποία θα κατακτούσαμε με απόλυτη βεβαιότητα.
Τι κι αν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο υποδείκνυε πως «ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 1, σελ. 35).
Τι κι αν στο, γραμμένο από τον Μαρξ, Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (1864), συναντάμε την έννοια του τελικού σκοπού με τις ακόλουθες διατυπώσεις: «η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα» (ό.π., σελ. 452)· σκοπό μας έχουμε «την προστασία, την ανάπτυξη και την ολοκληρωτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης» (ό.π., σελ. 453)· και «τελικός σκοπός η κατάργηση των τάξεων (ό.π., σελ. 455).
Τι κι αν, όπως σημειώνει ο Γιόσεφ Ρεβαί, η μεγάλη τομή του Μαρξ είναι ότι «εισήγαγε το μέλλον στο χώρο της επαναστατικής διαλεκτικής, όχι σαν τοποθέτηση ενός στόχου ή ενός τέλους ή σαν το καθήκον ενός φυσικού δικαίου αλλά σαν μία δρώσα πραγματικότητα που κατοικεί το παρόν και το καθορίζει» (Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, Ύψιλον, Αθήνα 1984, σελ. 62).
Ας δούμε και τη δεύτερη «μικροαλλαγή», όπως αποτυπώνεται σε ένα γνωστό φιλοσοφικό λεξικό του «ορθόδοξου» μαρξισμού, το οποίο -διόλου τυχαία- δεν έχει αυτοτελές λήμμα «κομμουνισμός», αλλά τον παραπέμπει στο λήμμα «σοσιαλισμός»:
«Δύο φάσεις της κομμουνιστικής κοινωνικο-οικονομικής μορφής: σοσιαλισμός η πρώτη και η κατώτερη φάση, και ο κομμουνισμός, η ανώτερη φάση. Στη βάση των διαφορών τους βρίσκεται ο βαθμός οικονομικής ωριμότητας. Ήδη στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και οι παραγωγικές σχέσεις χαρακτηρίζονται όχι από την κυριαρχία και υποταγή, αλλά τη συντροφική συνεργασία και την αλληλοβοήθεια των ανθρώπων, ελεύθερων από την εκμετάλλευση.
 
»Στη σχέση αυτή, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Στο σοσιαλισμό, όμως, η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής γίνεται με δύο μορφές: την κρατική και την κολχόζνικη-συνεταιριστική ιδιοκτησία. Στον κομμουνισμό, θα υπάρχει η ενιαία παλλαϊκή ιδιοκτησία.
 
»Στο σοσιαλισμό, διατηρούνται οι διαφορές ανάμεσα στην εργατική τάξη και την κολχόζνικη αγροτιά. Με το κτίσιμο του κομμουνισμού αυτές εξαφανίζονται. Το ίδιο θα συμβεί και με τις υπάρχουσες, στο σοσιαλισμό, διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους αγρότες, από τη μια πλευρά, και τη διανόηση από την άλλη. Όλες αυτές οι διαφορές, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μ’ αυτό τον παράγοντα καθορίζονται και οι διαφορές στις μορφές του καταμερισμού [σσ. εννοείται κατανομής], που στο σοσιαλισμό υποτάσσονται στην αρχή, στον καθένα σύμφωνα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας, στον κομμουνισμό, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στον κομμουνισμό θα υπάρχει ο απ’ ευθείας καταμερισμός των προϊόντων στη θέση των εμποροχρηματικών σχέσεων, που ακόμα υπάρχουν στο σοσιαλισμό.
 
»Με τις αλλαγές στην οικονομία αντιστοιχούν οι αλλαγές στο εποικοδόμημα (βάση και εποικοδόμημα). Σε καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του κομμουνισμού, ολότελα εξαφανίζονται τα πολιτικά και νομικά ιδρύματα, η πολιτική και νομική ιδεολογία, καθορίζονται ενιαίοι κανόνες παραδεκτοί απ’ όλους στις κομμουνιστικές κοινοκατοικίες, που η διατήρησή τους γίνεται εσωτερική ανάγκη και συνήθεια όλων των ανθρώπων, το κράτος ολοκληρωτικά πεθαίνει, θα γίνει όλο και πιο ολόπλευρη η προσέγγιση των εθνοτήτων ώσπου ολότελα να εξαφανιστούν όλες οι διαφορές που υπάρχουν αναμεταξύ τους…
 
»Βαθμιαία, η μετατροπή του σοσιαλισμού σε κομμουνισμό γίνεται σε μια σειρά βαθιές ποιοτικές μεταμορφώσεις, που συγκεντρώνονται γύρω από τρία κύρια ζητήματα: δημιουργία, στη βάση της επιτάχυνσης της προόδου της επιστήμης και της τεχνικής, της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού (αποφασιστικός κρίκος στην αλυσίδα όλων των κοινωνικο-οικονομικών καθηκόντων), στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων και στη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, πολυεδρικά αναπτυγμένης προσωπικότητας, που αρμονικά να συνδυάζει τον πνευματικό πλούτο, την ηθική καθαρότητα και τη φυσική τελειότητα» (Μ.Μ. Ρόζενταλ, Φιλοσοφικό Λεξικό, Γνώσεις, Αθήνα 1976, σσ. 772-74).
 
Ανάλογο ερμήνευμα περιέχει και το Λεξικό Πολιτικής Οικονομίας, το οποίο έχει συνταχθεί με βάση δύο λεξικά Σοβιετικών καθηγητών: «Κομμουνισμός: Η ανώτερη μορφή οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας, που στηρίζεται σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις οι οποίες έχουν φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Πρόκειται για τη δεύτερη φάση ανάπτυξης του κομμουνιστικού συστήματος» (Συλλογικό, Λεξικό Πολιτικής Οικονομίας, Gutenberg, Αθήνα 1983, τόμ. Α, σσ. 276-77).
Αυτές οι «μικροαλλαγές» είναι εντελώς ξένες προς το πνεύμα των Μαρξ-Ένγκελς, αλλά και του Λένιν που χαρακτήριζε την Κριτική του προγράμματος της Γκότα «έξοχο έργο» και θεωρούσε πως η πολεμική που ασκούσε στον λασαλισμό «επισκίασε το θετικό του μέρος, και συγκεκριμένα: την ανάλυση του δεσμού που υπάρχει ανάμεσα στην ανάπτυξη του κομμουνισμού και στην απονέκρωση του κράτους» (Λένιν, ό.π., σελ. 82).
Από αυτές τις «μικροαλλαγές» προκύπτουν ένα σχόλιο κι ένα ερώτημα.
Το σχόλιο: Είναι χονδροειδής διαστρέβλωση του Μαρξ να ταυτίζεται η πρώτη φάση του κομμουνισμού με την ανεπαρκή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μόνο και να εξαρτάται η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη φάση του κομμουνισμού από την ποσοτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μόνο ή έστω από μια αλλαγή στον τρόπο κατανομής (από το «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» στο «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του»).
Αν έτσι αντιμετωπιστεί το ζήτημα, έχει βάση η εξίσωση «σοσιαλισμός = εξηλεκτρισμός + σοβιέτ», είναι αποδεκτά ο τεϊλορισμός, η μονοπρόσωπη διεύθυνση, το «παλλαϊκό κράτος» και τόσα άλλα. Τότε, επίσης, αποκτά σχεδόν αποκλειστικό ρόλο στην ερμηνεία της τελικής ήττας του Οκτώβρη η ανωριμότητα των παραγωγικών δυνάμεων· ένας παράγοντας υπαρκτός και πολύ σημαντικός, που όμως αν επικαθορίζει τα πάντα τείνει να μετατραπεί σε μια βολική δικαιολογία για να μη στραφούν οι προβολείς της αναγκαίας αυτοκριτικής στις υποκειμενικές ευθύνες της εξέλιξης αυτής.
Ο Μαρξ, βεβαίως, θέτει με ποιοτικούς πρωτίστως όρους το ζήτημα της πρώτης φάσης, συσχετίζοντάς την με τα όλα τα στίγματα της παλιάς κοινωνίας που φέρει στο «σώμα» της η κοινωνία μετά την επανάσταση. Με ποιοτικούς, επίσης, όρους θέτει και τη μετάβαση από την κατώτερη στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Τη συσχετίζει όχι κυρίως με κάποιο ποσοτικό όριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -ποιο είναι και με ποιο κριτήριο καθορίζεται;- αλλά με ποιοτικές παραμέτρους πρωτίστως, όπως ο αναπροσανατολισμός (ταυτόχρονα και η ποσοτική ανάπτυξη) των παραγωγικών δυνάμεων, η άρση της διάκρισης χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας, η δημιουργική και όχι αποξενωτική-αλλοτριωτική εργασία, η αλλαγή στον τρόπο κατανομής, η κατάργηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, η απονέκρωση του κράτους, η αντικατάσταση της διοίκησης ανθρώπων από τη διαχείριση πραγμάτων και τη διεύθυνση δημόσιων υποθέσεων και της παραγωγής, η διεθνοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας.
Ακόμη και η άποψη που αντιστοιχεί την πρώτη φάση του κομμουνισμού στην τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και τη δεύτερη φάση του στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο -μιλώντας για τυπική και πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στον κομμουνισμό-, μοιάζει ανολοκλήρωτη: και ως προς τον καπιταλισμό (μιας και η μετάβαση από τη τυπική στην πραγματική υπαγωγή ήταν κυρίως ποιοτικό και όχι ποσοτικό φαινόμενο)· αλλά και ως προς το σοσιαλισμό, μιας και εδώ η μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στον κομμουνισμό προσδιορίζεται κυρίως από ποιοτικές παραμέτρους.
 
Ανάμεσα στις συμπληγάδες δύο ρεφορμισμών
Το τελευταίο οχυρό του «ορθόδοξου» μαρξισμού απέναντι στην έκφραση της Γερμανικής Ιδεολογίας είναι ότι αποτελεί σήμα κατατεθέν των απανταχού μεταρρυθμιστών, του εξελικτικού δρόμου, όσων έχουν «μολυνθεί» από το μικρόβιο του ρεφορμισμού – σοσιαλδημοκρατικού, ευρωκομμουνιστικού ή αυτόνομου/αναρχικού τύπου.
   Έχει βάση και τούτη η ένσταση. Έχει αξιοποιηθεί κατά κόρον η φράση της Γερμανικής Ιδεολογίας ως δικαιολογητική βάση είτε μιας γραμμής συνδιαλλαγής με τον καπιταλισμό και «ειρηνικής μετάβασης» στο σοσιαλισμό είτε ενός ανολοκλήρωτου, εμβρυώδους και εν πολλοίς ουτοπικού ριζοσπαστισμού και αντικαπιταλισμού. Όχι μόνο παλιά, αλλά και σήμερα. Αρκεί μια περιήγηση στη σύγχρονη ήπειρο των πρωταγωνιστών της «Ιδέας του κομμουνισμού» (π.χ. Νέγκρι), των οπαδών του «ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (π.χ. Χολογουέι), της «δημοκρατίας στην εργασία» (Ρ. Γουλφ) και της «ομότιμης» ή p2p παραγωγής, των αυτοδιαχειριστικών πειραμάτων (π.χ. Λατινική Αμερική), των οπαδών της «αλληλέγγυας/συνεταιριστικής οικονομίας» και των κολεκτίβων του αυτόνομου ή αναρχικού χώρου για να το επιβεβαιώσει.
Αλλά αυτό δεν καταργεί εξ ορισμού την αξία της ούτε εξορίζει ντε φάκτο την αντίληψη περί κομμουνισμού που αντανακλά· υποχρεώνει τους επαναστάτες να είναι πιο σαφείς και ουσιαστικοί στη χρήση της, αλλά δεν την ακυρώνει. Όπως, άλλωστε, και ο ευτελισμός της μαρξικής λογικής για τον κομμουνισμό που αποτυπώνει η Κριτική του προγράμματος της Γκότα απ” τον «ορθόδοξο» μαρξισμό και τη «σοσιαλιστική οικοδόμηση» στο λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» δεν ακυρώνει ούτε καταργεί την αξία και τη συνεισφορά αυτής της λογικής.
Εξάλλου, από πού κι ως πού ο δρόμος για το ρεφορμισμό, τον μεταρρυθμισμό, τις αναρχικές ουτοπίες, τα παλιά ή νέα φαλανστήρια έχει μόνο μία και μόνο αυτή τη σημαία; Από πού κι ως πού η αποκήρυξη ή η υποτίμηση του χωρίου της Γερμανικής Ιδεολογίας αποτελεί ασφαλές εισιτήριο για τον επαναστατικό δρόμο;
Πόσα και πόσα κομμουνιστικά κόμματα δεν είχαν σαν ευαγγέλιο τον «κομμουνισμό του προγράμματος της Γκότα» (ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον αδόκιμο όρο) αλλά κατέληξαν στην Κόλαση του «κομμουνιστικού ρεφορμισμού» (θεωρητικά αντίφαση εν τοις όροις, αλλά ιστορικά πολύ δόκιμος όρος), σε Βάρκιζες ή συμφωνίες Γκρενέλ, σε πολιτική ουράς στο New Deal, συγκυβερνήσεις ή «αθροίσματα των δημοκρατικών δυνάμεων»;
Πόσα και πόσα ΚΚ δεν εξοβέλισαν τον κομμουνισμό στο φαντασιακό υπερπέραν, μετατρέποντάς τον σε απλό σύμβολο και όρκο πίστης, για να πολιτευτούν χωρίς «κομμουνιστικά βαρίδια», αλλά με απόλυτο τακτικισμό;
Πόσα και πόσα ΚΚ δεν κατήγγειλαν τον οικονομισμό και τον τρεϊντγιουνισμό για να οδηγηθούν στον απόλυτο διχασμό μεταξύ οικονομικού και πολιτικού αγώνα, κρατώντας για λογαριασμό τους (για την ακρίβεια, για λογαριασμό της ηγεσίας τους) το προνόμιο και την «τέχνη» του πολιτικού αγώνα και καταδικάζοντας την εργατική τάξη στο απλό παζάρεμα των όρων αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης;
Για να το πούμε αλλιώς: Ούτε το «ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα σημερινή κατάσταση πραγμάτων» μάς οδηγεί εξ ορισμού στον ρεφορμισμό και στον εξελικτικό δρόμο· αλλά ούτε και η άρνηση της θέσης αυτής μάς προφυλάσσει εξ ορισμού απ” αυτόν το δρόμο.
Κι ακόμη: δεν μας οδηγεί η διατύπωση της Κριτικής του προγράμματος της Γκότα εκ του ασφαλούς στον επαναστατικό δρόμο· αλλά ούτε και η «τοποθέτησή» της δίπλα στις άλλες διαστάσεις του μαρξικού κομμουνισμού μάς οδηγεί εξ ορισμού στον ρεφορμισμό. Μαγική και απόλυτα ασφαλής συνταγή δεν υπάρχει, μιας και η ταξική πάλη είναι πιο πολύπλοκη, απαιτητική και δύστροπη – πολύ πιο δύστροπη από κάθε σχήμα, κάθε αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ αυτής ή εκείνης της οπτικής, αυτού η εκείνου του «περιούσιου» κόμματος και του επαναστατικού δρόμου.
 
Γιατί θάφτηκε ο κομμουνισμός της Γερμανικής Ιδεολογίας;
Είναι εύκολα κατανοητό γιατί ο «ανανεωτικός» αλλά εξίσου δογματικός μαρξισμός και διάφορες άλλες μεταρρυθμιστικές κι εξελικτικές ουτοπίες ανακάλυψαν την «κρυφή γοητεία» της Γερμανικής Ιδεολογίας, της οποίας, βέβαια, το πνεύμα διαστρεβλώνουν -ακριβώς όπως το κατοπτρικό τους είδωλο, ο «ορθόδοξος» δογματικός μαρξισμός, διαστρεβλώνει την Κριτική του προγράμματος της Γκότα-  για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό απλώς ως άθροισμα διαδοχικών «συμβάντων», εξελισσόμενη συνένωση κινηματικών δράσεων ή πειραμάτων συνεργατικής παραγωγής, δημόσια ιδιοκτησία στα «κοινά» κ.λπ.
Πιο δύσκολη φαντάζει η προσπάθεια να απαντήσουμε στο εξής: Γιατί ο «ορθόδοξος» μαρξισμός σε Ανατολή και Δύση περιφρόνησε τη λογική για τον κομμουνισμό που αποτυπώνει η Γερμανική Ιδεολογία και μετέτρεψε σε έμβλημά του μια διαστρεβλωμένη παραλλαγή της Κριτικής του προγράμματος της Γκότα; Είναι τυχαίο; Δεν διάβασε σωστά το μαρξικό έργο; Δεν κατανόησε τη διαλεκτική του ολότητα;
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Υπήρξε σαφής επιλογή, η οποία ερμηνεύεται όχι με γνωσιολογικούς όρους ή μένοντας στο πεδίο των ιδεών, αλλά αν ακολουθήσουμε το χνάρια των Μαρξ-Ένγκελς· αν προσγειωθούμε στον κόσμο των υλικών συμφερόντων και της πολιτικής οικονομίας, στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, πάνω στο ιδιόμορφα εκμεταλλευτικό καθεστώς που αποκρυσταλλώθηκε στην ΕΣΣΔ κάμποσα χρόνια μετά την «έφοδο στον ουρανό» [δεν είναι του παρόντος να τεθεί χρονικό όριο, αν υποθέσουμε ότι έχει αυτό κάποιο νόημα - «είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για καθορισμό της στιγμής της μελλοντικής “απονέκρωσης”, σημείωνε ο Λένιν (Λένιν, ό.π., σελ. 83)].
Η ηγετική ελίτ του καθεστώτος αυτού είχε συμφέρον (υλικό, εξουσιαστικό, αναπαραγωγής και νομιμοποίησής της) από μια κατάσταση που παρέτεινε το χρόνο ζωής του «σοσιαλισμού», τον αναγόρευε σε ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής, ανακήρυσσε σε κυρίαρχο στοιχείο και του σοσιαλισμού και της μετάβασης προς τον κομμουνισμό (που, όμως, διαρκώς απομακρυνόταν) την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αποδεχόταν (στο όνομα αυτής της προτεραιότητας) τον τεϊλορισμό και τη μονοπρόσωπη διεύθυνση, αναδείκνυε σε κύριο πεδίο άμιλλας με τον καπιταλισμό τους αναπτυξιακούς δείκτες, ανακάλυπτε το «παλλαϊκό κράτος» που «απονεκρώνεται… ισχυροποιούμενο» και την «όξυνση της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό», και «πυροβολούσε» τον μαρξισμό διαιωνίζοντας τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και οικοδομώντας το «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα».
Για την κυρίαρχη ελίτ αυτού του καθεστώτος, ένας κομμουνισμός που δεν είναι στο «πυρ το εξώτερον», δεν είναι απλώς σημαία, αλλά είναι διαρκώς παρών ως «πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων», είναι καθημερινή απαίτηση για απονέκρωση του κράτους, για κατάργηση της εκμετάλλευσης, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και της αποξένωσης, για διεθνοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας σε αρμονία με τη θέση των Μαρξ-Ένγκελς ότι «το προλεταριάτο μπορεί να υπάρξει μονάχα παγκόσμια-ιστορικά, όπως και ο κομμουνισμός» (Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α, σελ. 82) – γι’ αυτήν την ελίτ ένας τέτοιος κομμουνισμός θα ήταν ενοχλητικός κι επικίνδυνος. Αν τον υιοθετούσε, αν αποδεχόταν την έννοια της «διαρκούς κήρυξης της επανάστασης», θα ήταν σαν να πριονίζει το κλαδί που την κρατούσε στην εξουσία. Δεν επέλεξε να ακυρώσει τον εαυτό της· προτίμησε να ακυρώσει τον Μαρξ και τον Λένιν.
Το «ορθόδοξο» κομμουνιστικό κίνημα της Δύσης ακολούθησε αυτή την επιλογή. Ένας προφανής λόγος είναι ότι εκπορευόταν από τη μητρόπολη του στρατοπέδου που στεκόταν απέναντι τον καπιταλισμό – και μάλιστα μια μητρόπολη που περιβαλλόταν με το κύρος του Λένιν, της Οκτωβριανής κι αργότερα της αντιφασιστικής νίκης.
Δεν ήταν, ωστόσο,  η «έξωθεν επιφοίτηση» ο κυριότερος λόγος που το δυτικό ΚΚ κινήθηκε με αυτή τη λογική. Ένα κομμουνιστικό κίνημα χωρίς στρατηγική ανατροπής κι επαναστατική τακτική, χωρίς πολιτική γραμμή αλλαγής των συσχετισμών, προσέγγισης στην επανάσταση και προετοιμασίας του επαναστατικού υποκειμένου, χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς με τις προλεταριακές μάζες (κι ας αυτοαναγορευόταν ως το «κόμμα της εργατικής τάξης» ή ορκιζόταν στην «ιστορική αποστολή» της), ένα κομμουνιστικό κίνημα που -διακορεύοντας κάθε έννοια εργατικής πολιτικής και πρακτικής- κρατούσε για τον εαυτό του το πεδίο της πολιτικής και καταδίκαζε το εργατικό κίνημα στο πεδίο του τρεϊντγιουνισμού – ένα τέτοιο κομμουνιστικό κίνημα μπορεί προφανώς να ανεχθεί τον «κομμουνισμό-λάβαρο» και τον κομμουνισμό-όραμα, μπορεί να συνυπάρξει με τον κομμουνισμό-φυσική νομοτέλεια που «θάρθει αναπόφευκτα όπως ανατέλλει και δύει ο ήλιος» (Πλεχάνωφ) και τον κομμουνισμό που «κατοικεί» στα κιτρινισμένα φύλλα των κομματικών προγραμμάτων αλλά και στα ευγενικά πιστεύω των κομμουνιστών.
Αδύνατον, όμως, να συνυπάρξει με έναν κομμουνισμό που καθημερινά το «τραβάει από το μανίκι», είναι διαρκώς παρών, αντιπροσωπεύει μια επίμονη «αντίστροφη ιεράρχηση», διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή τη δράση του παρόντος, «εγκαλεί» ανά πάσα στιγμή για τις απαντήσεις τακτικής και στρατηγικής.
Καθώς, λοιπόν, δεν μπορούσε να συνυπάρξει με έναν τέτοιο κομμουνισμό, δεν είχε παρά μόνο μια επιλογή: να τον απαρνηθεί, να τον αποκηρύξει και μαζί του, βέβαια, το επαναστατικό πνεύμα του μαρξιστικού κομμουνισμού· να τον απομακρύνει από το παράθυρο για να ανοίξει διάπλατα την πόρτα σε έναν νέου τύπου ρεφορμισμό, με κόκκινες σημαίες, σφυροδρέπανα και πορτρέτα του Λένιν και του Μαρξ αυτή τη φορά.
 
Αντί επιλόγου…
Μετά απ” όλα αυτά, τι θα πρέπει να περιλαμβάνει σήμερα η έννοια του κομμουνισμού; Σίγουρα όχι απλώς μια Ιδέα, ένα πρόταγμα, μια επαγγελία, ένα ιδανικό. Ούτε μόνο το όνομα ή την περιγραφή ενός καθεστώτος, ενός τρόπου παραγωγής.
Μιλώντας συνθηματικά, η έννοια της κομμουνιστικής απελευθέρωσης περιλαμβάνει το στόχο και την πράξη ενός κινήματος που υπερβαίνει αδιάκοπα την κατεστημένη τάξη πραγμάτων.
Η κομμουνιστική απελευθέρωση, με άλλα λόγια, είναι μια δυνατότητα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας, που μπορεί όμως να υλοποιηθεί μόνο στο βαθμό που δράσουν οι ίδιοι οι άνθρωποι για να εγκαθιδρυθεί – και μάλιστα με υψηλό βαθμό συνείδησης, σχέδιο, πρόγραμμα και οργάνωση. Δεν είναι γραμμένη η επικράτησή της σε αδήριτες κοινωνικές νομοτέλειες ανάλογες με τους νόμους της φυσικής. Δεν είναι, ακόμη, απλή επέκταση των τάσεων που ενυπάρχουν στον σύγχρονο καπιταλισμό, τείνοντας να σπάσουν το εκμεταλλευτικό του περίβλημα· είναι η διαλεκτική τους άρνηση, η Άρνηση της καπιταλιστικής Άρνησης να αναπτυχθούν και να μετασχηματιστούν με κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες.
Είναι ο τύπος κοινωνικής οργάνωσης, η μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης που προκύπτει όχι ως αυθαίρετη επιλογή, εγκεφαλική κατασκευή και πείραμα σε «δοκιμαστικό σωλήνα» ή ως αποκαλυπτική προφητεία των κομμουνιστών, αλλά ως έκφραση των δυνατοτήτων, των αναγκών και των απαιτήσεων της κοινωνικής πλειονότητας, ως λύση που αντιπροσωπεύει τη χειραφετητική τάση της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων.
Είναι ο τελικός σκοπός των κομμουνιστών και συνάμα ο στόχος στον οποίο οφείλει να κατατείνει κάθε ριζοσπαστικό ή αντικαπιταλιστικό σκίρτημα για να φτάσει στην πλήρη ολοκλήρωση των στόχων του. Με αυτή την έννοια, είναι το οδηγητικό νήμα, η ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση που προσανατολίζει τους αγωνιζόμενους ανθρώπους και τους κομμουνιστές και τους επιτρέπει, εν αντιθέσει προς τον τακτικισμό, τον οπορτουνισμό, την πολιτική χωρίς πυξίδα, τις αποσπασματικές δράσεις, να προσδιορίσουν τι υπηρετεί πραγματικά και δημιουργικά αυτόν το σκοπό.
Είναι ο δρόμος και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Δρόμος ταξικής δράσης, επαναστατικού μετασχηματισμού, κοινωνικής ανατροπής και όχι κοινοβουλευτικού περίπατου ή μεταρρυθμιστικών ουτοπιών. Κι ακόμη δρόμος μαζικού αγώνα με μέσα και υποκείμενα την ίδια την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα και τις οργανώσεις τους, και όχι δρόμος ατομισμού, ανάθεσης,  αυτόκλητων σωτήρων, συνωμοσιών, περίκλειστων κομμάτων-φρούριο ή κομμάτων-στούντιο.
Είναι συλλογική δημιουργία των ίδιων των μαζών που αγωνίζονται για να τον κατακτήσουν, εντός του καπιταλισμού, στο μεγάλο άλμα της επανάστασης αλλά και στην μετάβαση από την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας ως την κομμουνιστική κοινωνία. Και που, στον αγώνα αυτό, οικοδομούν σχέσεις, συνεργατικές δομές, οργανώσεις, θεσμούς, κουλτούρα, θεωρία και μορφές δράσης που προεικονίζουν -ήδη από σήμερα- την κοινωνία της κομμουνιστικής χειραφέτησης, αποτελούν μικρογραφίες κι έμβρυά της. Είναι, δηλαδή, ξένος σε δογματικά πρότυπα, κατασκευές γραφείων και «κοινωνικούς αρχιτέκτονες» που έχουν «έτοιμες λύσεις» για τα πάντα κι απλώς καλούν τις μάζες να ακολουθήσουν.
Όλα αυτά -σε σύνδεση και αλληλοδιαπλοκή- είναι ο κομμουνισμός. Ό,τι κι αν λείψει, η έννοιά του και η ουσία του θα είναι φτωχή και αναποτελεσματική· θα απέχει παρασάγγες από τις ανάγκες μιας εποχής και μιας διαδρομής που επιτάσσουν την επαναθεμελίωση και την ανασύστασή του στο πνεύμα των εμπνευσμένων αρχών του μαρξικού κομμουνισμού.
Δανειζόμαστε εδώ τον προβληματισμό της Ellen Meiksins Wood, η οποία σημειώνει:
«Το ζήτημα είναι να μπορούμε να επιστρατεύσουμε τη σοσιαλιστική ιδέα όχι μόνο για να επιφέρουμε τη χαριστική βολή στον καπιταλισμό, όταν θα βρίσκεται στις τελευταίες στιγμές του, αλλά πολύ νωρίτερα.
 
Η πρόκληση είναι επομένως να διατυπώσουμε την ιδέα του σοσιαλισμού με τέτοιον τρόπο ώστε να μην περιγράφει μόνο τον τελικό σκοπό μας, αλλά και να προσανατολίζει τους άμεσους αγώνες.
 
Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε, όπως οι “αναθεωρητές”, να εγκαθιδρύσουμε τον σοσιαλισμό εντός του καπιταλισμού, αλλά ότι οι αγώνες κατά του καπιταλισμού μπορούν να προσανατολιστούν με βάση τις σοσιαλιστικές αρχές»
 
(Ellen Meiksins Wood, «Ορίζοντας και πάλι τη δημοκρατία», περ. Ουτοπία, τεύχ. 100/2012, σελ. 107).
 
Αλλά και του Ντανιέλ Μπενσαΐντ, που σε ένα εξαιρετικό κείμενό του, υπογραμμίζει:
 
«Ο κομμουνισμός δεν είναι μια καθαρή ιδέα ούτε ένα δογματικό πρότυπο για την κοινωνία. Δεν είναι το όνομα ενός κρατικού καθεστώτος ούτε ενός νέου τρόπου παραγωγής.
 
Είναι το όνομα ενός κινήματος που υπερβαίνει/καταργεί αδιάκοπα την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Αλλά είναι και ο σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα, το προσανατολίζει και του επιτρέπει, εν αντιθέσει προς τις πολιτικές χωρίς αρχές, τις αποσπασματικές δράσεις και τους καθημερινούς αυτοσχεδιασμούς, να προσδιορίσει τι μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό τον σκοπό και τι μας απομακρύνει από αυτόν.
 
Με αυτή την έννοια, δεν είναι μια επιστημονική γνώση του σκοπού και της διαδρομής, αλλά μια ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση.
 
Κατονομάζει, αδιαχώριστα, το όραμα ενός άλλου κόσμου με δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη και το διαρκές κίνημα που αποσκοπεί στην ανατροπή της τάξης πραγμάτων που υπάρχει στην εποχή του καπιταλισμού· και την υπόθεση που προσανατολίζει αυτό το κίνημα προς μια ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας, σε απόσταση από συμβιβασμούς με ένα μικρότερο κακό που θα ήταν ο συντομότερος δρόμος προς το χειρότερο κακό»
 
(Ντανιέλ Μπενσαΐντ, «Δυνάμεις του κομμουνισμού», περ. Ουτοπία, τεύχ. 100, 2012, σελ. 89).
 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *