19 Ιανουαρίου 2013

Περί βίας και αντιβίας. Η συμβολή του Ζορζ Λαμπικά

Του Τάσου Μπέτζελου 
 
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στη βία είναι η ορθολογικότητά της»
(Μ. Φουκώ)
Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά (1930-2009), τόσο με το βιβλίο του Θεωρία της βίας (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001 , σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Critique communiste.
Είναι η βία των καταπιεσμένων επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση βίας και μη βίας δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής: εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας, διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.
Μολονότι οι παρεμβάσεις του Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Critique communiste, ήταν συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (1982), το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον «κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».
Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως όταν μιλάει στη συνέντευξη για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία), και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού, δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων; Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη «σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία, και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανάσταση και Δημοκρατία
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη) δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία. Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και αποσπα
σματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη: μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση. Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει «κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον, μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *