24 Νοεμβρίου 2012

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και οι μικρές ιστοριούλες των μεγάλων ανατροπών

Θανάσης Μπαντές
 Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. ως Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 - 14 Αυγούστου 1956)Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (γενν. ως Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956)
Από τις εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» έχει κυκλοφορήσει μια συλλογή διηγημάτων του Μπρεχτ με γενικό τίτλο «Ιστορίες». Πρόκειται για μια επιλογή διηγημάτων από το έργο «Ιστορίες του Ημεροδείχτη». Βέβαια, όταν μιλά κανείς για τον Μπρεχτ, όλα γίνονται παρακινδυνευμένα, αφού τα όρια χάνονται μέσα σε διαρκείς ανατροπές.
Θα λέγαμε ότι η ανατροπή είναι το βασικό στερεότυπο του Μπρεχτ, αν μπορεί να σταθεί λογικά τέτοιος ισχυρισμός. Η ανατροπή δεν εκδηλώνεται μόνο στο περιεχόμενο ή στην κοινωνική συμπεριφορά των ηρώων ή στις έννοιες που τίθενται σε διαρκή επαναδιαπραγμάτευση ή στην ίδια τη δομή της τέχνης, που συνεχώς οφείλει να προσδιορίζεται εκ νέου σ’ ένα ατέρμονο διαλεκτικό παιχνίδι, αλλά γιγαντώνεται αποκτώντας διαστάσεις ιδεολογίας, καθώς, από θέση αρχής, ο καλλιτέχνης αμφισβητεί και χαράσσει νέους δρόμους, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν καλλιτέχνης.
Υπό αυτή την οπτική ακόμα και ο χαρακτηρισμός διηγήματα που αποδόθηκε για τις ιστορίες του Μπρεχτ δεν μπορεί να είναι επαρκής. Και μόνο η έκταση των κειμένων, που άλλα δεν είναι ούτε σελίδα – θυμίζοντας Κόυνερ – κι άλλα φτάνουν μέχρι και είκοσι σελίδες, δημιουργεί μια ολόκληρη προβληματική που εξουδετερώνει όλους τους ορισμούς, ακριβώς γιατί εξουδετερώνεται κάθε πεπατημένη. Τελικά ίσως θα ήταν πιο σωστό να μη μιλάμε για διηγήματα, αλλά για κατά Μπρεχτ διηγήματα, όπως θα έπρεπε να μιλάμε για κατά Μπρεχτ θέατρο και πάει λέγοντας.
Η ανατρεπτική διάθεση του Μπρεχτ γίνεται ξεκάθαρη από την πρώτη ιστορία με τίτλο «Ο Βαλκανικός Πόλεμος», όπου σε μισή σελίδα βλέπουμε ένα γέρο να πέφτει θύμα ληστείας από τέσσερις νεαρούς και το σοφό δικαστή να δικαιώνει τους ληστές «διότι, στην αντίθετη περίπτωση αυτά τα τέσσερα καλόπαιδα μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλες ταραχές σ’ ολόκληρη τη χώρα».
Βλέπουμε δηλαδή την απόλυτη αντιστροφή της έννοιας δικαιοσύνη που μετατρέπεται σε σύμβαση εξυπηρέτησης του κοινού οφέλους, δηλαδή σε δικαίωση του ισχυρού. Γιατί η κοινωνική ομαλότητα επιτυγχάνεται μόνο με την ικανοποίηση αυτών που μπορούν να την ανατρέψουν. Και κάπως έτσι το ηθικό βάρος μετατοπίζεται, και κάπως έτσι ο γέρος οφείλει να συμβιβαστεί. Η αποδοχή της δικαιοσύνης αυτού του είδους δεν είναι παρά η επισφράγιση της αδικίας που όμως αποκτά ιδεολογικό υπόβαθρο, αφού προτείνεται ως μοναδική διέξοδος. Η προσαρμογή του γέρου σ’ αυτό τον παραλογισμό, δεν είναι παρά η καθημερινότητα του μέσου πολίτη που πρέπει να προσαρμοστεί στις αντίστοιχες καθημερινές ληστείες που του συμβαίνουν και μάλιστα να τις εκλογικεύσει, δηλαδή να τις αποδεχτεί ως μοναδική – αναπόδραστη πραγματικότητα. Κι αυτή ακριβώς είναι η σοφία του δικαστή. Η μετατροπή του εξόφθαλμου σε εκλογικευμένη προοπτική, με άλλα λόγια η προσαρμογή κι όχι η απονομή της δικαιοσύνης. Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζονται όλα και στο διήγημα «Το Κτήνος» όπου ο ξακουστός κυβερνήτης – σφαγέας Μουράτωφ πρέπει να αποδοθεί για τις κινηματογραφικές ανάγκες ενός έργου. Βρίσκεται στο γραφείο του και υποδέχεται Εβραίους που θα τους στείλει στο θάνατο.
Πώς πρέπει να φερθεί; Ο ερασιτέχνης γέρος – σωσίας του Μουράτωφ, αποδίδοντας το ρόλο, τους φέρεται απάνθρωπα. Τους σπρώχνει, τους μιλά υποτιμητικά και υπογράφει τη θανατική τους καταδίκη με χαρά, τρώγοντας ένα μήλο. Ο σκηνοθέτης όμως δεν μένει ευχαριστημένος. Τίποτε δεν είναι αρκετό. Τίποτε δεν είναι αντάξιο ενός τέτοιου κτήνους. Μιλάνε με ένταση, δεν ξέρουν τι να κάνουν, βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας. Ο ερασιτέχνης – σωσίας έχει μια έμπνευση. Παίζει το ρόλο με ηρεμία, προσφέρει ευγενικά ένα κομμάτι μήλο στον πρώτο Εβραίο που είναι μπροστά στο γραφείο του και υπογράφει τη θανατική καταδίκη με τρόπο που να μπορεί ο άλλος να τη δει. Ο διάσημος ηθοποιός Κοχάλοφ ενθουσιάζεται. Παίζει το ρόλο κόβοντας την ανάσα όλων. Το κτήνος αποδίδεται αποκλειστικά υπό τους όρους της μπρεχτικής ανατροπής. Γιατί ο σαδισμός μόνο με το προσωπείο της καλοσύνης αποκτά υπόσταση. Η προσφορά του μήλου δεν είναι παρά η προσφορά της ελπίδας. Η αυτόματη συντριβή της ύστατης ελπίδας είναι το απόγειο της ψυχικής καταβαράθρωσης, δηλαδή η έσχατη ικανοποίηση του κτήνους. Μόνο το κτήνος μπορούσε να έχει τέτοια μελετημένη συμπεριφορά. Μόνο το κτήνος θα μπορούσε να εισχωρήσει τόσο ηδονικά στα κατάβαθα του ανθρώπινου ψυχισμού. Μόνο το κτήνος προβαίνει στα πιο απάνθρωπα εγκλήματα διατηρώντας το savoir vivre. Η επιτηδευμένη αντιφατικότητα των πράξεων είναι η επισφράγιση του αλλοπρόσαλλου και το επιτηδευμένα αλλοπρόσαλλο παίρνει διαστάσεις εφιάλτη όταν συναντά την εξουσία, κι αυτό ένα κτήνος το ξέρει καλά.
Die Dreigroschenoper, αφίσα από το Βερολίνο, 1928
Die Dreigroschenoper, αφίσα από το Βερολίνο, 1928
  Και κάπως έτσι ο φοβερός και τρομερός πειρατής Μπάργκαν γίνεται έρμαιο στα χέρια του Κρότσε για λόγους που οι ναύτες – πειρατές δεν θα καταλάβουν ποτέ. Και κάπως έτσι «Η αναξιοπρεπής γριά» τρομάζει τα παιδιά της με τη συμπεριφορά που παρουσιάζει μετά το θάνατο του άντρα της. Γιατί συχνάζει στον σοσιαλδημοκράτη παπουτσή μαζί με όλα τα κατακάθια κι ακούει ιστορίες πίνοντας κρασί. Γιατί, αντί να μαγειρεύει, τρώει στην ταβέρνα και κάνει ταξίδια με το μισοκαθυστερημένο κορίτσι που περιμάζεψε. Γιατί πηγαίνει σινεμά. Η χαοτική αντίθεση της ζωής της γριάς, ανάμεσα στις πρώτες έξι δεκαετίες του καθήκοντος και της τελευταίας διετίας της ελευθερίας είναι απολύτως ακατανόητη, γιατί κάθε ανατροπή είναι ακατανόητη. Γιατί η αλλαγή ζωής σημαίνει αναγκαστικά αλλαγή ανθρώπου.
Γιατί οι συμπεριφορές είναι εκ των προτέρων καθορισμένες. Γιατί η γριά αποκτά εφηβικά συμπτώματα, όταν σηκώνεται στις τρεις τη νύχτα κι απολαμβάνει μοναχικές βόλτες στην άδεια πόλη. Η βίωση της απόλυτης ελευθερίας δεν είναι παρά η προσωπική επανάσταση της γριάς που της στερεί την αξιοπρέπειά της, δηλαδή η αποτίναξη κάθε κοινωνικά επιβαλλόμενης συμπεριφοράς. Η, από θέση αρχής, φιλοσοφική διαφωνία του Μπρεχτ απέναντι σε οτιδήποτε δέον ενσαρκώνεται σ’ αυτή τη γριά που σπάει όλα τα καλούπια. Το συγγενικό περιβάλλον, ως υπηρέτης του δέοντος, οφείλει να ανησυχεί. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον «Κύκλο με την κιμωλία του Άουγκσμπουργκ» όπου η μοναδική απόδειξη της μητρικής αγάπης είναι η οδύνη της απώλειας. Γιατί ο σοφός δικαστής Ντόλλινγκερ βάζει τις δυο γυναίκες που διεκδικούν το παιδί να το τραβάνε μέσα στο κύκλο που χάραξε ο κλητήρας. Όποια βγάλει το παιδί έξω από τον κύκλο, αυτή και θα το πάρει. Όμως η Άννα δεν το διεκδίκησε τραβώντας. Άφησε την κυρία Τσίνγκλι να το κερδίσει αμαχητί. Ο Ντόλλινγκερ αποφάνθηκε αμέσως: «Τώρα ξέρουμε ποια είναι η πραγματική μητέρα. Πάρτε το παιδί μακριά από αυτή τη βρομιάρα. Θα μπορούσε με εντελώς κρύα καρδιά να κάνει το παιδί κομμάτια».
Η αντίστροφη λογική της ανιδιοτέλειας μόνο μέσα από τη στέρηση μπορούσε να εκφραστεί και το ότι η Άννα δεν ήταν η πραγματική μητέρα δεν παίζει κανένα ρόλο. Γιατί ακόμα και η μητρότητα ορίζεται μέσα από την ανατροπή, αφού, όπως φαίνεται, δεν είναι φυσική, αλλά συναισθηματική πράξη. Κι εδώ ακριβώς είναι η άλλη οπτική της δικαιοσύνης, που ξεπερνά όλες τις γραφειοκρατίες κι εκπέμπεται ως ανοιχτή επιταγή που εκπληρώνει την ηθική κι όχι τη νομική δικαίωση. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην ολόγυμνη, την απολύτως ανθρώπινη δικαιοσύνη που απονέμεται μόνο μέσα στα πλαίσια της χονδροειδούς λογικής ενός Ντόλλινγκερ.
Όμως η ανατροπή μέσα στα διηγήματα του Μπρεχτ δεν λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Ο Μπρεχτ θέλει να μας ξαφνιάσει αλλά δεν σταματά εκεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν στείρο. Γιατί ο Μπρεχτ δεν γκρεμίζει για να μας δείξει τα χαλάσματα, αλλά για να ξαναχτίσει πάνω σ’ αυτά. Εφαρμόζοντας τη διαλεκτική μας δείχνει τη θέση και δημιουργεί την αντίθεση μόνο για να φτάσει στη σύνθεση. Δηλαδή στη δική του προοπτική. Την προοπτική της αναθεώρησης του κόσμου που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την αναθεώρηση των εννοιών και των επαναπροσδιορισμό των ανθρωπίνων σχέσεων. Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι η μοναδική πραγματικότητα, και κάπου εδώ βρισκόμαστε στο κοινωνικό όραμα του Μπρεχτ, το όραμα της ισότητας και της οριστικής εξάλειψης της ανθρώπινης δυστυχίας.
Γιατί οι μικρές ιστοριούλες του στοχεύουν στις μεγαλύτερες κοινωνικές ανατροπές. Γιατί η κυρία Χάουζμαν, μητέρα δύο μικρών παιδιών, βρέθηκε σε τέτοια απελπισία όταν πέθανε ο άντρας της που υποκρινόταν τον άντρα για να δουλέψει φύλακας στο μεγάλο εργοστάσιο, και χαρτζιλίκωνε το θυρωρό για να μη μαρτυρήσει το μυστικό της. Και μετά το εργατικό ατύχημα, σε κατάσταση αναισθησίας εκλιπαρούσε την προϊσταμένη να μη διαρρεύσει το προσωπικό της δράμα. Κι όταν το θέμα έγινε βούκινο στην πόλη, κι όταν ακόμα ήταν στη φυλακή προσπαθούσε να μη χάσει τη δουλειά της. Κι όταν έπιασε δουλειά σε ταβέρνα έπρεπε να στριφογυρίζει «ανάμεσα σε φωτογραφίες που τη δείχνανε με σηκωμένα μανίκια να παίζει χαρτιά και να πίνει μπίρα. Φωτογραφίες που τη δείχνανε στη φυλακή μετά την αποκάλυψη και που την παρουσιάζανε σαν τέρας. Κατόπιν εξαφανίστηκε για πάντα ανάμεσα στο στρατό των εκατομμυρίων ανθρώπων που για μια μπουκιά ψωμί είναι υποχρεωμένοι να πουληθούν ολόκληροι ή κομμάτι – κομμάτι ή ακόμα και με μεγάλη τους ευχαρίστηση».

 πηγή: Ερανιστής

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *