14 Νοεμβρίου 2012

Να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο…

του Παναγιώτη Σωτήρη

Είναι αλήθεια ότι μεγάλο μέρος των αγωνιστών της ριζοσπαστικής Αριστεράς αισθάνονται ότι βιώνουν μια σχεδόν σχιζοφρενική αντίφαση: την ίδια στιγμή που σήμερα δικαιώνεται η ανάγκη για ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα με αφετηρία τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς πολιτικής κρίσης που αποσαθρώνει ταχύτατα προηγούμενες εκπροσωπήσεις, ο κύριος όγκος της λαϊκής οργής και ελπίδας πηγαίνει προς την κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ με όλα τα προβλήματα που έχει η ταχύτατη μετατόπισή του στο έδαφος ενός ιδιότυπου φιλοευρωπαϊκού ρεαλισμού που ενέχει την πιθανότητα ήττας και υποχώρησης.
Απέναντι σε αυτή την αντίφαση καταγράφονται διάφορες αντιδράσεις. Η μία είναι αυτή της ενσωμάτωσης στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ με διάφορους τρόπους. Η λογική εδώ είναι ότι «εκεί παίζονται όλα, άρα ας πάμε να σπρώξουμε τα πράγματα προς τα Αριστερά». Αυτό δεν χρειάζεται να γίνει μόνο μέσα από την άμεση προσχώρηση. Υπάρχει και ο δρόμος της προβολής της θέσης για μια «ενότητα της Αριστεράς», που και αυτή δεν αφήνει άλλο ενδεχόμενο ανοιχτό από την ανοιχτή προσχώρηση. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια όσων λένε ότι δεν υπαναχωρούν από το αναγκαίο πρόγραμμα, έστω και εάν το περιορίζουν στο «καμιά θυσία για το ευρώ». Μόνο που η πολιτική είναι υπόθεση πράξεων όχι λόγων. Εάν δεν μπορείς να συνταιριάξεις το αναγκαίο πρόγραμμα με μια πολιτική μορφή και συγκρότηση που να το υπηρετεί, τότε αυτό γίνεται πουκάμισο αδειανό και από τη φαντασιακή προσδοκία για ένα ΣΥΡΙΖΑ που θα έλεγε τα σωστά (μετωνυμία αυτού είναι το αίτημα «ενότητα της Αριστεράς» σήμερα), εύκολα μπορείς να διολισθήσεις στην ανοιχτή υποστήριξη του υπαρκτού ΣΥΡΙΖΑ και τελικά στην αποσιώπηση ή την αυτολογοκρισία ως προς το πρόγραμμα. Η εμπειρία των «συνιστωσών» εμπεριέχει πολλές τέτοιες παλινωδίες. Επομένως, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιούν τη μαζική συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζοντας, εκ των πραγμάτων, την κεντρική γραμμή του φιλοευρωπαϊκού καταναγκασμού και υλοποιώντας τη συνειδητή προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να εκκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο και προς τα δεξιά και προς τα Αριστερά.
Υπάρχει και το άλλο αντανακλαστικό. Εφόσον είναι δεδομένη η δεξιά μετατόπιση της κεντρικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ, τότε η λύση για όσους αναζητούν μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική γραμμή είναι η με κάθε τρόπο οριοθέτηση όχι μόνο απέναντι σε πολιτικές θέσεις αλλά και τη συνολική πολιτική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα σήμαινε να προκριθούν επιλογές όχι μόνο πολιτικής πολεμικής αλλά και με κάθε τρόπο αποφυγής, πολιτικά και κινηματικά, του «συνεχούς» με το ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα με αυτή την τοποθέτηση είναι  διπλό. Από τη μια οδηγεί εκ των πραγμάτων σε σεχταρισμό, σε αναδίπλωση και σε υπονόμευση κρίσιμων μορφών αγωνιστικής ενότητας και κοινής δράσης (π.χ. Συντονισμός Σωματείων) και συνολικά σε αποκοπή από τη σύνθετη και κοινωνική πολιτική δυναμική του λαϊκού ξεσηκωμού, που τμήμα της μόνο είναι  η εκλογική στροφή προς το ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, οδηγεί σε μια αντεστραμμένη ανάγνωση της πραγματικότητας και σε υποτίμηση των πολιτικών προκλήσεων και δυναμικών της περιόδου. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι σήμερα υπάρχει δυνατότητα να έρθει η Αριστερά στην εξουσία, εμείς πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει, ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα, ότι δεν υπάρχουν προγραμματικές προϋποθέσεις, ότι ο λαός είναι πιο πίσω κ.λπ. Αυτό οδηγεί είτε σε έναν ηττοπαθή συντηρητισμό του τύπου του ιερατείου του Περισσού, είτε σε έναν εγκεφαλικό φετιχισμό του προγράμματος, που ταυτίζεται με την εξαντλητική περιγραφή όλων των αναγκαίων «επαναστατικών» στόχων και οδηγεί σε «ασκήσεις επί χάρτου» με μικρή πρακτική σημασία. Όμως, με αυτό τον τρόπο, η ριζοσπαστική Αριστερά κινδυνεύει να παλινδρομήσει στην ιδεοληψία, την πολιτική της μικρής κλίμακας, την πρακτική της αριστερής αντιπολίτευσης και να εκχωρήσει όλο το πεδίο στο ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι πολύ επικίνδυνο να πιστεύεις ότι τα πάντα περικλείονται σε ένα δίπολο «είτε – είτε». Αντί για τον εγκλωβισμό στο διπλό αδιέξοδο της ενσωμάτωσης και του σεχταρισμού, η ριζοσπαστική Αριστερά στον τόπο μας καλείται να επιδείξει, επιτέλους, συλλογική ευφυΐα και ικανότητα ανάγνωσης των ευκαιριών της περιόδου. Να μπορέσει, δηλαδή, και να μην αποκοπεί από κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές και να παλέψει για τη γραμμή ρήξης που απαιτείται.
Αυτό απαιτεί, όμως, να αλλάξουμε επιτέλους τρόπο που σκεπτόμαστε. Πρέπει να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε με την κουλτούρα της μικρής  ομάδας και της αριστερής αντιπολίτευσης ή – στην καλύτερη των περιπτώσεων – απλώς της ηθικής συνείδησης. Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να τολμήσει να σκεφτεί με όρους μεγάλης κλίμακας, να πει σε τελική ανάλυση τι θα έκανε αυτή εάν είχε την καθοδήγηση ενός μεγάλου αγώνα ή εάν ήταν αντιμέτωπη με το ερώτημα της εξουσίας. Μια τέτοια διανοητική πειθαρχία θα έδειχνε ότι χρειαζόμαστε λιγότερη επαναστατική ρητορεία ή τελετουργική επίκληση της «εργατικής εξουσίας», αλλά πραγματική αναμέτρηση με επιτακτικά ερωτήματα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής: Πώς μπορεί η στιγμή της κυβερνητικής εξουσία να είναι αφετηρία ρήξεων; Με ποια βήματα, μέρα τη μέρα, μπορεί να γίνει η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ και να εξασφαλιστεί η επιβίωση; Πώς συνδυάζουμε ανασυγκρότηση και κοινωνικό μετασχηματισμό; Ποιες εφικτές – και όχι διακηρυκτικές – μορφές λαϊκής αντιεξουσίας μπορούμε να δοκιμάσουμε;
Αυτό θα έκανε το «πρόγραμμα» να μην είναι o ευφημισμός για την απογείωση και το δογματισμό, αλλά η ικανότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις στην «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή», να δείχνει ότι υπάρχει όντως άλλος δρόμος. Αυτό θα έκανε το αίτημα της κλιμάκωσης των αγώνων και της αλληλεγγύης να μην είναι απλώς αγωνιστική πλειοδοσία απέναντι στους «ρεφορμιστές», αλλά πραγματική συνεισφορά στην τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και στον έμπρακτο πειραματισμό με σύγχρονες εκδοχές λαϊκής αυτοοργάνωσης. Αυτό θα κατοχύρωνε τη ριζοσπαστική Αριστερά και ως κινηματική πρωτοπορία και ως συλλογικό εργαστήρι επεξεργασίας του άλλου δρόμου.
Μόνο που αυτό θα σήμαινε ακόμη ότι δεν αναπαράγουμε έναν καταστροφικό σεχταρισμό και στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Υπάρχει δυνατότητα για ένα αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο που να περιλαμβάνει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, αγωνιστές που αποχώρησαν από το ΕΠΑΜ, τάσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που αρνούνται τον αναχωρητισμό, αγωνιστές που διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ. Οι όροι πολιτικής συμφωνίας και η συμπόρευση στους αγώνες είναι δεδομένη. Επομένως, το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα είναι η επανάληψη μιας καταστροφικής μικρόνοιας, σαν κι αυτή που είχε καταγραφεί το 2007 στην αντιπαράθεση ΕΝΑΝΤΙΑ και ΜΕΡΑ. Σε τελική ανάλυση, τότε ήταν τόσο μικρές οι κλίμακες των διακυβευμάτων για την κοινωνία, που μπορεί να αισθανόμασταν ότι είχαμε την πολυτέλεια τέτοιων αντιπαραθέσεων. Σήμερα, όμως, η άρνηση – στο όνομα της «προγραμματικής καθαρότητας» – της δυνατότητας μετωπικής συσπείρωσης όσων δυνάμεων επιδιώκουν τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, είναι όχι απλώς κοντόθωρη αλλά και καταστροφική. Αποτελεί τη βασιλική οδό για την πλήρη περιθωριοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Μια τέτοια κατεύθυνση μετωπικής συσπείρωσης γύρω από τον άλλο δρόμο μπορεί να μην άλλαζε στο βραχύ χρόνο τον πολιτικό συσχετισμό μέσα στην Αριστερά, καθώς όλοι αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική που σήμερα υπάρχει εκλογικά προς το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα διαμόρφωνε έναν πλατύ πολιτικό χώρο, με σημαντική κοινωνική γείωση και εκπροσωπήσεις μέσα στα κινήματα, με προγραμματική επεξεργασία που εάν γίνει σωστά θα έκανε απτό ενδεχόμενο τον άλλο δρόμο χωρίς ευρώ και χρέος, με εμπειρία μεγάλης κλίμακας πρακτικών αγώνα και αλληλεγγύης. Ένας τέτοιος πολιτικός χώρος θα τροποποιούσε προς τα αριστερά τον «κοινό νου», κύρια σε σχέση με τη γραμμή της ρήξης με ευρώ και χρέος, και μέσα στις μεγάλες και πρωτότυπες συμπυκνώσεις αντιφάσεων που θα δούμε θα μπορούσε να είναι πολιτικά καταλυτικός. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι εάν η όποια κυβέρνηση με συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ προσκρούσει στο δικό της πολιτικό όριο, π.χ. μέσα σε μια συνθήκη οικονομικού πολέμου από την ΕΕ, τότε θα είναι καθοριστικό το να υπάρχει μια μαζική και με λαϊκή απήχηση Αριστερά που θα βάλει επιτακτικά τη γραμμή του άλλου δρόμου, της ρήξης και της ανατροπής. Και τότε θα άλλαζαν όντως, με ταχύτατο ρυθμό, και οι συσχετισμοί στην Αριστερά.
Αυτές είναι οι προκλήσεις για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Αντίθετα, τόσο η ενσωμάτωση όσο και απογείωση, απλώς θα κάνουν ένα χώρο που έχει γράψει ιστορία στο κίνημα και που σήμερα έχει περισσότερο παρά ποτέ τη δυνατότητα να σφραγίσει ιστορικές εξελίξεις, να παραμείνει στο περιθώριο. Αυτό, όμως, δεν θα είναι καταστροφικό μόνο για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά και για το ίδιο το λαϊκό κίνημα στον τόπο μας.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *