23 Οκτωβρίου 2012

Νόμος η βία και η αδικία

Δημήτρης Γρηγορόπουλος
 Λυσσώδης επίθεση σε εργατικά δικαιώματα
■ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟ ΚΑΤΩ
«Για τ'αλλού -μην ελπίζεις- δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό» (Η πόλις, Κ. Καβάφη). Όλοι σχεδόν το ομολογούν. Ορισμένοι κι από τους γεννήτορες του. Το Μνημόνιο «δεν βγαίνει». Δεν οδηγεί σε διέξοδο, δεν βγάζει από το βάλτο της οικονομικής και κοινοτικής καταστροφής, δεν οδηγεί «σε άλλη πόλη».
Σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις Ρουμελιώτη, γνώριζαν εξαρχής ότι αυτή η θεραπεία σκοτώνει τον ασθενή. Αλλά και σε πρόσφατη εκτίμηση του ΔNT, τα μηνύματα μόνο αισιόδοξα δεν είναι: Για το 2013 προβλέπεται το χρέος να εκτιναχθεί πάνω από το 180% και η ανεργία στο 25,5%. Γιατί όμως παρά την εμφανή αποτυχία, υπάρχει η εμμονή στην ίδια συνταγή, σε μια τρίτη και φαρμακερή φάση; Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, πρυτανεύει η ανάγκη αποπληρωμής των δανειστών, συνδυασμένη με τη δημοσιονομική μονεταριστική σταθεροποίηση και σ' ένα δεύτερο επίπεδο, η στρατηγική αρπαγής από το γερμανικό κυρίως κεφάλαιο των δημόσιων επιχειρήσεων και των ενεργειακών πηγών σε συνθήκες ΕΟΖ.  
Αυτή την προοπτική φαίνεται ότι υπηρετούσε η διάσκεψη της Μέρκελ στο «Χίλτον» με Γερμανούς ή γερμανικών συμφερόντων επιχειρηματίες. Αυτή η στρατηγική μάλλον εξηγεί τη λυσσώδη επίθεση στους μισθούς, τις συντάξεις, τα επιδόματα στον ιδιωτικό τομέα και την εξανέμιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η παράλληλη επίθεση στους εργαζόμενους και συνταξιούχους του δημόσιου τομέα, αλλά και των ΔΕΚΟ και των μεσοατρωμάτων των κατασταλτικών μηχανισμών (ένστολοι), των δικαστικών, των καθηγητών ΑΕΙ, των γιατρών, φαρμακοποιών, των εφοριακών και των παραδοσιακών μικρομεσαίων της πόλης και του χωριού, ναρκοθετεί το κοινωνικό τοπίο και προαναγγέλλει κοινωνικές θύελλες.
Η άρχουσα τάξη και οι επικυρίαρχοι των Βρυξελλών τρέμουν μήπως η παροξυμένη διαπλοκή αντιθέσεων μετουσιωθεί σε ισχυρό, ανατρεπτικό, ποδικό και κοινωνικό υποκείμενο αγώνα. Και επειδή η πολιτική τους πειθώ έχει σχεδόν εξαερωθεί, εστιάζουν την αντίδραση τους στην ακραία πλέον καταστολή, αλληλοσυμπληρούμενη από εντονότατη ιδεολογική τρομοκρατία προς αποτροπή των αγώνων. Το εργατικό λαϊκό κίνημα όντως διανύει μια νέα φάση ανάπτυξης, σε έκταση και κυρίως σε ένταση, που απέχει βέβαια αρκετά ακόμη από τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες των καιρών.
Πληθαίνουν οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, ακόμη κι οι καταλήψεις, με κορυφαία τη μεγάλη πορεία και συγκέντρωση στο Σύνταγμα (Τρίτη, 9/10). Και μάλιστα παρά τη δικτατορικού τύπου σχεδόν απαγόρευσή της με επίκληση χουντικού νόμου του 1971. Η ανάπτυξη των αγώνων ενέχει, όπως είπαμε, όχι μόνον ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ελπιδοφόρα στοιχεία: Ανεβασμένο αγωνιστικό παλμό, πνεύμα αντίστασης στον αυταρχισμό και τη βία, μαζικές κινητοποιήσεις ακόμη και κοινωνικών στρωμάτων, όπως οι ένστολοι, οι δικαστικοί, οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί, οι εφοριακοί κ.ά., βήματα ενότητας, όπως η συμπαράταξη των διαφορετικών πορειών στην πλατεία Συντάγματος την Τρίτη (18/10), η πειθαρχημένη αντίδραση στην καθιερωμένη προβοκάτσια ΜΑΤ-κουκουλοφόρων κ.ά. Αυτά τα σημάδια μιας νέας φάσης του ανάπτυξης του κινήματος εμπνέουν φόβο στους κρατούντες για τη δυνατότητά τους να εξουδετερώσουν αυτό το κίνημα ή να το ποδηγετήσουν. Οι ανησυχίες τους οξύνονται ενόψει και της επικείμενης ψηφοφορίας στη Βουλή για τα νέα μέτρα.
• Ο νόμος επιβάλλει στην εργατική τάξη το δίκαιο της αστικής
Λόγω του φόβου της λαϊκής αντίδρασης, η καταστολή και η τρομοκρατία προσλαμβάνουν για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση τόσο ακραίες μορφές, ώστε να καθίσταται δυσδιάκριτη η διαφοροποίηση αυτού του καθεστώτος από ένα τυπικά αστυνομοκρατούμενο «οργουελιανό» καθεστώς.
Τα ΜΑΤ σε οργασμό βίαιης δράσης έχουν εξελιχθεί σε πραιτωριανούς (επίλεκτη φρουρά του Ρωμαίου αυτοκράτορα) της κυβέρνησης, βιαιοπραγούν ακόμη και εναντίον των ανήμπορων συνταξιούχων. Χτυπούν δολοφονικά με τη λαβή του γκλοπ (φωτό από τα επεισόδια στο υπουργείο Άμυνας). Ο Γκάρντιαν κατήγγειλε βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ στους συλληφθέντες αντιρατσιστές στον Αγ. Παντελεήμονα, ενώ οι χρυσαυγίτες δεν ενοχλήθηκαν. Δεν τηρούν ούτε τα τυπικά προσχήματα.
Οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ συνελήφθησαν στα γραφεία τους, ενώ ερευνούσαν στα αρχεία την απαλλαγή από το χαράτσι μεγαλοεπιχειρηματιών, προφανώς για να παρεμποδιστεί αυτή η έρευνα. Προσήχθησαν μάλιστα στη ΓΑΔΑ με τη γελοία κατηγορία για «διατάραξη της οικιακής ειρήνης»! Αλλά και στο «Δρομοκαΐτειο», όπου οι εργαζόμενοι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους απλήρωτους μισθούς τους, αλλά και την εγκατάλειψη του νοσοκομείου έχτισαν συμβολικά ένα μικρό τοιχίο στην είσοδο, δυνάμεις των ΜΑΤ επιτέθηκαν στους απεργούς, γκρέμισαν το χτίσμα και συνέλαβαν τον πρόεδρο του σωματείου με την κατηγορία -άκουσον, άκουσον- «των παρα-οικοδομικών εργασιών» (Τρέμετε παράνομες βίλες!).
Εκεί που φρύαξαν τα καθεστωτικά ΜΜΕ ήταν στην είσοδο εργαζομένων του Σκαραμαγκά στον περίαυλο του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σηκώνοντας ένα ρολό, δράση που τη χαρακτήρισαν εισβολή κομάντος και κατάλυση του κράτους («Εάλω το κράτος», Δημοκρατία, 5/10). Την πώρωση των πραιτοριανών ΜΑΤ επιβεβαιώνει και η ψύχραιμη στάση της στρατιωτικής φρουράς, γιατί αντίθετα με τα ΜΑΤ, εκτίμησε ότι το σήκωμα ενός ρολού δεν ισοδυναμεί με παραβίαση καμιάς Κερκόπορτας ούτε η ειρηνική είσοδος των εργαζομένων με άλωση καμιάς βασιλεύουσας!
Αλλά το άκρο άωτο της καταστολής και τρομοκρατίας υπήρξε η σχεδόν απαγόρευση της μεγάλης τελικά συγκέντρωσης της Τρίτης, που ολοκληρώθηκε με το γνωστό μονόπρακτο, ΜΑΤ εναντίον κουκουλοφόρων, που ως συνήθως οδήγησε στη διάλυση μιας «επικίνδυνης» συγκέντρωσης και στη νουθεσία επίδοξων διαδηλωτών να αρκεστούν στην παρακολούθηση των τεκταινόμενων από την οθόνη της TV...
Αυτά ως προς την καταστολή. Η καταστολή όμως ασκεί και ιδεολογική τρομοκρατία προς τα στρώματα που ριζοσπαστικοποιούνται με την κρίση και εκδηλώνουν αγωνιστικές διαθέσεις. Χρησιμοποιείται όμως κατά κόρον στην τρέχουσα συγκυρία και η ιδεολογική τρομοκρατία και καταστολή στην αυτόνομη μορφή της. Επικεντρώνεται στα φαινόμενα βίας, παρανομίας, της υπονόμευσης του εθνικού συμφέροντος, του πολέμου των άκρων κ.ο.κ. Αστοί κονδυλοφόροι και πολιτικοί στηλιτεύουν τους αγώνες των εργαζομένων, το συνδικαλισμό (ταυτίζοντας τον συλλήβδην με τμήμα της διεφθαρμένης ηγεσίας του), αλλά κυρίως την Αριστερά για την επιβολή των θέσεων της με τη βία, αλλά και την παραβίαση των νόμων με συνεχείς απεργίες, καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, εργοστασίων, αποκλεισμό δρόμων και διοδίων, παρεμπόδιση αποβίβασης των τουριστών στα λιμάνια, εξώθηση επιχειρήσεων σε φυγή από τη χώρα κ.ά. Ισχυρίζονται ότι με αυτές τις βιαιότητες και παρανομίες διαταράσσεται η κοινωνική συνοχή, η ανόρθωση της εθνικής οικονομίας υπονομεύεται, ενώ αμαυρώνεται η διεθνής εικόνα της χώρας. Στηλιτεύουν ακόμη την Αριστερά, γιατί με τη βία της προκαλεί την αντιβία της ακροδεξιάς ή ανοίγει το δρόμο για την αξιοποίηση εκ μέρους της ενός τυφλού αντικοινοβουλευτισμού.
Μάλιστα, αστοί θεωρητικοί προσπαθούν να εγγράψουν την έννοια της βίας στη μαρξιστική θεωρία ως δομικό στοιχείο της. Χρησιμοποιούν σαν κλισέ τη γνωστή θέση του Μαρξ: «Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας, όταν αυτή εγκυμονεί τη νέα». Αυτή η επιστημονική διαπίστωση αντιμετωπίζεται ως πολιτική επιλογή του Μαρξ (και του μαρξισμού) και όχι ως απότοκη της ιστορικής αναγκαιότητας. Ακριβώς αντίθετα, ο Μαρξ θεωρεί τη βία με την έννοια του εξαναγκασμού και όχι υποχρεωτικά της ένοπλης μορφής του, ως αναπόφευκτο όρο γένεσης της νέας κοινωνίας, γιατί αναπόφευκτη θα είναι και η αντίδραση της τάξης που ανατρέπεται. Η βία λοιπόν στην κοινωνική επανάσταση δεν είναι πολιτική επιλογή των κομμουνιστών, αλλά ιστορική αναγκαιότητα. Η βία έχει ταξικό χαρακτήρα. Άλλη η βία της τάξης που αγωνίζεται να διατηρήσει ένα παρακμασμένο εκμεταλλευτικό καθεστώς και άλλη η βία που αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει η εργατική τάξη για την ανατροπή αυτού του καθεστώτος.
Ο αστικός πασιφισμός θεωρεί καταδικαστέα τη βία οποιουδήποτε χρώματος και προκρίνει το διάλογο και τους θεσμούς διαπραγμάτευσης και διαιτησίας για την επίλυση κοινωνικών και εθνικών διάφορων. Γι' αυτό είναι κατά της ταξικής πάλης και προωθεί τη συνεργασία των τάξεων, άρα τη διαιώνιση του καπιταλισμού και της βίαιης επιβολής του, ανοιχτής ή συγκαλυμμένης, στο εσωτερικό μιας χώρας και στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα όμως, η αστική τάξη επιβάλλει την κυριαρχία της με τη βία, εξωοικονομική (καταναγκαστική, λόγω επιβίωσης, αποδοχή της ανταλλαγής κεφαλαίου με εργατική δύναμη). Η αστική τάξη λοιπόν στη βασική κοινωνικοοικονομική σχέση είναι συνυφασμένη με τη βία. Εκτός όμως από το βίαιο χαρακτήρα αναπαραγωγής της βασικής αντίθεσης, η αστική τάξη, ιδίως στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και του ολοκληρωτικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τείνει στη συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας, εγκαθιδρύοντας ολοκληρωτικά και αυταρχικά πολιτεύματα, κυβερνώντας με την καταστολή και την τρομοκρατία, εξαπολύοντας ή υποθάλποντας πολέμους για την ιδιοποίηση του πλούτου άλλων λαών. Η ιδεολογική συγκάλυψη της επιθετικής, αυταρχικής αστικής πολιτικής γίνεται στο όνομα της υπεράσπισης και επέκτασης της δημοκρατίας, της διεθνούς και της κοινωνικής ειρήνης, της εξασφάλισης της προόδου και της ευημερίας, αρχές όμως που ο καπιταλισμός κατάφωρα παραβιάζει.
Απεναντίας, η πίστη των κομμουνιστών στα ιδανικά της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης τους κάνει από πεποίθηση οπαδούς της ειρήνης. Ακόμη και στη σοσιαλιστική επανάσταση, αν και θεωρούν αντικειμενική αναγκαιότητα τη βία, δεν αποκλείουν τον ειρηνικό δρόμο, αν συντρέξουν κατάλληλες συνθήκες, υπερασπίζουν την ειρήνη και στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, υπερασπίζουν και διευρύνουν τα δημοκρατικά δικαιώματα, επιλύουν σε πνεύμα δικαιοσύνης τις όποιες αντιθέσεις (μη ανταγωνιστικές) τάξεων και στρωμάτων στον σοσιαλισμό.
Όσον αφορά την εχθρότητα των κομμουνιστών προς το κράτος και την έννομη τάξη, η αλήθεια είναι ότι οι μαρξιστές διακηρύσσουν τον ταξικό χαρακτήρα τους, αγωνίζονται εναντίον τους, επιδιώκουν την ψήφιση, στο βαθμό του δυνατού, φιλολαϊκών νόμων και επιδιώκουν τελικά, την ανατροπή τους. Το αστικό νομικό σύστημα υποτίθεται ότι αναγνωρίζει και προστατεύει χωρίς διακρίσεις τα δικαιώματα όλων των πολιτών, βιολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, που δικαιούται ο καθένας να απολαμβάνει ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική θέση του, τις πεποιθήσεις του. Η νομικά ρυθμισμένη κοινωνία αποτελεί πρόοδο σε σχέση με την αδόμητη και άναρχη κοινωνία, στην οποία επικρατεί το δίκαιο της πυγμής (νόμος της ζούγκλας). Αυτή όμως η ανωτερότητα της ρυθμισμένης ως προς την αρρύθμιστη κοινωνία, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά τον δίκαιο και ορθό χαρακτήρα της.
Στην πραγματικότητα, σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία, το κράτος, η πολιτική, οι νόμοι, η ιδεολογία δεν έχουν υπερταξικό χαρακτήρα. Δεν υπηρετούν γενικά και αμερόληπτα το καθολικό συμφέρον, αλλά κυρίαρχα το συμφέρον της άρχουσας τάξης. Οι νόμοι και η κυρίαρχη ιδεολογία συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων. Ο νόμος, με το κύρος και την καταναγκαστική επιβολή του, υποχρεώνει τον εργάτη, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, να υποτάσσεται στην πληρωμή της αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης, ενώ τη λοιπή αξία (υπεραξία) την καρπώνεται νομότυπα ο καπιταλιστής. Παράλληλα, η ιδεολογία δημιουργεί τη μαγική εικόνα ταύτισης της πληρωμής της εργατικής δύναμης με την πληρωμή της εργασίας και της ευγνωμοσύνης που «οφείλει» ο εργάτης στον εργοδότη.
Το ερώτημα είναι: Ο πολίτης δικαιούται να αμφισβητεί, να επιδεικνύει (αν μπορεί) ανυπακοή ή και να ανατρέπει ένα άδικο νομικό σύστημα ή τις πιο αντιδραστικές διατάξεις του; Η αστική τάξη απαγορεύει και καταδικάζει ηθικά την απείθεια προς το νόμο. Επιτρέπει την κατάργηση του, μόνον σε επίπεδο Βουλής, αν διαμορφωθεί η προβλεπόμενη πλειοψηφία. Το ίδιο ερώτημα ακόμη από έναν μετριοπαθή, αλλά λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ρητορικό. Σε μιαν εποχή που η άρχουσα τάξη εξαπολύει γενοκτονική επίθεση κατά των εργαζομένων, που την επιβάλλει με την καταστολή, η οποία περιλαμβάνει και την παντελή κατάργηση του εργατικού δικαίου, είναι δυνατόν να θεωρείται αντικοινωνική και ανήθικη δράση η κινητοποίηση εναντίον αυτής της αντιδραστικής νομοθεσίας και ο αγώνας του κινήματος για την κατάργηση τους; Όμως η ιστορία διδάσκει ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν παραχωρούνται από την αγαθή προαίρεση της κυβερνώσας τάξης. Κατακτώνται με τους αγώνες του λαού, από τις επιμέρους μεταρρυθμίσεις ως την επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Μήπως οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις (Αμερικανική, Γαλλική) με τη βία δεν ανέτρεψαν την καθεστηκυία τάξη και θεμελίωσαν την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης;
Με επανάσταση δεν αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό οι εξεγερμένοι Έλληνες, παρά τη νουθεσία σεβασμού της σουλτανικής νομιμότητας από τμήμα της ηγετικής τάξης; Βίαια δεν αντέδρασε όχι μόνον η Αριστερά αλλά και ένα τμήμα του αστικού κόσμου στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου; Δεν παραβίασαν τους «νόμους» της χούντας οι αντιστασιακοί της περιόδου όλων των πολιτικών αποχρώσεων και υπέρτερα οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου;
• Η καταρράκωση του ίδιου του συντάγματος αποκαλύπτει την υποκρισία του κράτους
Η αστική τάξη παραβιάζει τους νόμους της. Οι νόμοι δεν είναι ιεροί και όσιοι, άβατοι και απαράβατοι. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται να αντιστέκονται στους νόμους της αστικής τάξης, για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα τους. Σήμερα ιδιαίτερα, ο εκφυλισμός της μνημονιακής πολιτικής και των νόμων της είναι τόσο προχωρημένος, ώστε και αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι να παραδέχονται ότι οι νόμοι του Μνημονίου είναι άδικοι και αναποτελεσματικοί, αλλά πρέπει να τηρούνται για να εξασφαλίζουμε την αξιοπιστία μας στις Βρυξέλλες.
Έχει αποδειχτεί πλέον ξεκάθαρα ο ακραία ταξικός χαρακτήρας αυτής της πολιτικής και των νόμων που την επισφραγίζουν. Κραυγαλέα παραδείγματα: Μειώνουν κατά 10% (από το 45% στο 35%) τη φορολογία του κεφαλαίου και την εξισώνουν με τη φορολογία μισθωτών και επαγγελματοβιοτεχνών, που έχουν εισόδημα πάνω από 16%. Κόβουν το ρεύμα στους μεροκαματιάρηδες, γιατί δεν πλήρωσαν το χαράτσι, ενώ το καταργούν ή το μειώνουν αισθητά για μεγαλοεπιχειρηματίες. Κατάσχουν οι τράπεζες οικήματα των εργαζομένων για ασήμαντα συχνά χρέη, ενώ η τρόικα απαιτεί να μην επιστραφούν από τις τράπεζες τα νόμιμα μερίσματα του Δημοσίου (555 εκατ. ευρώ).
Συνιστά θράσος να καμώνεται η άρχουσα τάξη τον κήνσορα και τον τιμητή για την Αριστερά, που δήθεν υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και τα δικαιώματα των πολιτών, όταν η ίδια προκλητικά μεροληπτεί υπέρ του κεφαλαίου και αναιρεί κάθε έννοια ισοτιμίας και δικαίου. Έσχατη και αίσχιστη απόδειξη της απονομιμοποίησης της μνημονιακής πολιτικής και των νόμων της αποτελεί η καταρράκωση του ίδιου του αστικού Συντάγματος: Η δανειακή σύμβαση δεν έχει επικυρωθεί από τη Βουλή. Το δεύτερο Μνημόνιο έχει συναφθεί με ρήτρα αγγλικού δικαίου, που επιτρέπει στους δανειστές, αν υπάρξει στάση πληρωμών, να ιδιοποιηθούν εθνική περιουσία. Η ριζική περιστολή μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών αναιρεί το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης, στο οποίο δίνει προτεραιότητα το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο. Καταργήθηκαν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως οι συλλογικές συμβάσεις με διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση κ.ά. (βλ. και Γ. Κασιμάτη, Οι παράνομες συμβάσεις δανεισμού της Ελλάδας, εκδόσεις Λιβάνη).
Γιατί λοιπόν ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο επαγγελματοβιοτέχνης να σεβαστεί την αστική νομιμότητα, όταν αυτή διαρρηγνύει τη σχέση της με κάθε έννοια δικαιοσύνης, όταν σε συνθήκες βαθιάς κρίσης όχι μόνο δεν περιορίζει αλλά πολλαπλασιάζει τα προνόμια του κεφαλαίου, όταν αφαιμάζει μέχρι τελευταίας ρανίδας τους εργαζόμενους, όταν παραβιάζει το ίδιο το αστικό Σύνταγμα; Με ποιο ηθικό δικαίωμα οι αμύντορες της νομιμότητας απαιτούν από τον πολίτη να σεβαστεί την κυβέρνηση και το νομοθετικό της έργο, όταν αυτή προκύπτει από πρωτοφανή καλπονοθεία (μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα!) και από μια κυνική προεκλογική ψευδολογία και καταδημαγώγηση του λαού («λεφτά υπάρχουν», «επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου»);
• Καθημερινότητα η αδικία... Νόμος το δίκιο του εργάτη
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Η εργατική τάξη έχει το δικαίωμα και την αποστολή από την κοινωνική της θέση για πρώτη φορά στην ιστορία να εγκαθιδρύσει ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα, που πράγματι θα διακονεί τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των εργαζομένων τάξεων και στρωμάτων. Γι' αυτό, δικαιούται και οφείλει απαρέγκλιτα να αντιπαρατίθεται στην αστική πολιτική και τους θεσμούς της, να αποσπά με τους αγώνες της θετικές ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους, να τις υπερασπίζει όταν απειλούνται, να συγκροτεί μέσα από την ταξική πάλη και την πείρα των εργαζομένων τις υποκειμενικές προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ασφαλώς, η εργατική τάξη και η Αριστερά δεν είναι υπέρμαχοι της βίας και της ανομίας (νόμος της ζούγκλας - αναρχία). Υποστηρίζουν και αγωνίζονται για την ειρήνη και την ισότιμη συνεργασία των λαών, κατά των πολέμων που εξαπολύει ο ιμπεριαλισμός, κατά του αστικού αυταρχισμού και της επιφατικής νομιμότητας. Είναι υπέρ ενός κράτους και δικαίου (μέχρι να καταργηθούν στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού) που θα υποστηρίζουν τα συμφέροντα και δικαιώματα των εργαζομένων και θα λύνουν δίκαια τις όποιες (μη ανταγωνιστικές) διαφορές τους. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, το καθιερωμένο σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» διατηρεί την ταξική αλήθεια του και την επικαιρότητα του στην αγριότητα της συγκυρίας. Ας το λοιδορούν οι αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί, αλλά και οι κατά δήλωση τους αριστεροί που υποκλίνονται με σεβασμό στους αστικούς θεσμούς (θεσμολαγνεία αστική και μικροαστική). Αυτή η θέση έχει διπλή αναφορά και στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό, με διαλεκτική αλληλουχία. Εννοεί ασφαλώς ότι στο σοσιαλισμό το κράτος και το δίκαιο θα υπηρετούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά ότι και στον καπιταλισμό η εργατική τάξη έχει κάθε δικαίωμα και υποχρέωση στην κοσμοϊστορική αποστολή της να μην προσκυνά τον φενακισμένο αστικό νόμο, αλλά να υπερασπίζεται τα δικαιώματα της και να τα κατοχυρώνει, αν το επιτρέπει ο συσχετισμός δυνάμεων και με νομοθετικές ρυθμίσεις. Όταν η άρχουσα τάξη απαγορεύει τις «συναθροίσεις», όταν με νόμο τις περιορίζει ασφυκτικά, όταν κηρύσσει σχεδόν ανεξαίρετα τις απεργίες καταχρηστικές, χρησιμοποιώντας και το όπλο της επιστράτευσης, όταν απαγορεύει την κατάληψη και περιφρούρηση των εργασιακών χώρων, όταν η καταστολή με αιχμή τα ΜΑΤ, γίνεται κυρίαρχη μορφή διακυβέρνησης, όταν, όχι σπάνια πλέον, παραβιάζεται και το ίδιο το αστικό Σύνταγμα, η εργατική τάξη και η Αριστερά δεν έχουν καμία υποχρέωση να δηλώνουν υποταγή σε μια τέτοια αυταρχική και άδικη πολιτική. Έχουν δικαίωμα και χρέος να υπερασπίζουν τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων, λαμβάνοντας υπόψη για τις μορφές της αντίστασης το συσχετισμό δυνάμεων.
Η κυβερνητική πολιτική έχοντας απολέσει την πειστικότητα της, καταφεύγει σχεδόν αποκλειστικά στην καταστολή και την κινδυνολογία. Τα ΜΑΤ είναι σε αέναη κινητικότητα. «Λύνουν» όλα τα προβλήματα. Ενώ η τρομολαγνεία δαιμονοποιεί τους αγώνες, επισείοντας τον κίνδυνο του χάους, της διάλυσης των πάντων, της αποσταθεροποίησης, του πολέμου των άκρων, ακόμη και του πραξικοπήματος! Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της λογικής είναι η προβολή των επεισοδίων στο υπουργείο Άμυνας από τα ΜΜΕ με μορφή πολεμικής ανταπόκρισης από τη Δαμασκό και το Χαλέπι. Από τις πολιτικές δυνάμεις οι κυβερνητικοί εταίροι, με διάφορες αποχρώσεις στηρίζουν την καταστολή και την κινδυνολογία, αφού αυτή είναι η πολιτική τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σ’ έναν τυπικό μικροαστικό μετεωρισμό, δεν καταδικάζει αγωνιστικές κινητοποιήσεις, όπως αυτή των εργαζομένων στο Σκαραμαγκά, απαιτεί όμως κατανόηση για την οργή τους (άρα, έμμεσα καταδικάζει τη στάση τους). Η «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή δεν είπε ένα λόγο στήριξης για τους εργαζόμενους, απλώς ελεεινολόγησε το διασυρμό του στρατού.
Η αστική πολιτική και οι νόμοι της δεν υπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά μιας ευάριθμης ολιγαρχίας. Το λεγόμενο «κράτος δικαίου» είναι στην πραγματικότητα κράτος αδικίας. Η εργατική τάξη και η Αριστερά δεν πρέπει να φοβάται ούτε να υποκλίνεται στους αστικούς θεσμούς. Ένα είναι το χρέος της: Η ρήξη με το σύστημα και η ανατροπή του.
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 14.10.2012

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *