23 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΑΠΟ ΤΟΝ Α.ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Toυ Κ.Μ.* πηγή"Αριστερό Βήμα"
Ο Αλέξης Τσίπρας στην πρόσφατη έκθεση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ παρουσίασε και πάλι αρκετές μετατοπίσεις από διάφορες διακηρυγμένες από τον ίδιο θέσεις, έστω και ασαφείς, στο παρελθόν. Στο σύντομο αυτό σημείωμα δε θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τις παραπάνω μετατοπίσεις, που άλλωστε έχουν εντοπιστεί και σχολιαστεί από άλλους, αλλά θα καταπιαστούμε κυρίως με την...
εσωτερική λογική που διέπει τις τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Επίσης, θα αποφύγουμε τις παραπομπές και υποσημειώσεις, που κανονικά είναι απαραίτητες, διότι η πλήρης αντιμετώπιση του ζητήματος θα οδηγούσε σε κείμενο πολύ εκτεταμένο και δυσανάγνωστο, ακατάλληλο για δημοσίευση στο χώρο για τον οποίο προορίζεται.
Ας δούμε καταρχήν σχηματικά τη συλλογιστική που ανέπτυξε ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ.


Σύμφωνα με αυτόν λοιπόν, η Ελλάδα έχει επιλεγεί από την ΕΕ ως το πρώτο μέλος της Ευρωζώνης που θα ενταχθεί σε μια υπό σχηματισμό Ειδική Οικονομική Ζώνη που θα δημιουργηθεί στη Ν. Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Η δραματική επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των Ελλήνων, η βίαιη και δραστική μείωση του ποσοστού του εθνικού προϊόντος που κατανέμεται στη μισθωτή εργασία, οφείλονται στην διαδικασία δημιουργίας συνθηκών «κινεζοποίησης» της ελληνικής οικονομίας. Η οικονομική ελίτ αποδέχεται την εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας προκειμένου να μη θιγεί η διαπλοκή και η κερδοσκοπία που αυτή ασκεί μέσα από παρασιτικά κυκλώματα της διαφθοράς. Η πολιτική ελίτ (π.χ. Σαμαράς) τα βλέπει όλα αυτά, αλλά όντας εξαρτημένη από την οικονομική ελίτ, παραδίδεται στους παραπάνω σχεδιασμούς.
Θα παρατηρήσουμε ότι από το παραπάνω σχήμα απουσιάζει η εξήγηση των εσωτερικών διαδικασιών της βίαιης περικοπής του μέρους της πίττας που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι. Οι εξηγήσεις που δίνονται είναι επιφανειακές και μάλλον αποδίδονται στα σχέδια κάποιων σκοτεινών εγκεφάλων παρά στις καθαυτές οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες. Αυτά που συμβαίνουν τώρα θα μπορούσαν και να μη συμβαίνουν αν, ας πούμε, είχε επιλεγεί άλλη χώρα ως πειραματόζωο για τη δημιουργία της ειδικής οικονομικής ζώνης. Και πάντως, από το κάδρο απουσιάζουν εντελώς οι κοινωνικές σχέσεις και οι οικονομικές διαδικασίες που συνθέτουν το ευρώ.
Αλλά ας συνεχίσουμε. Ο Αλέξης Τσίπρας προφανώς επιθυμεί να ανατρέψει την πορεία εξαθλίωσης του κόσμου της εργασίας που ακολουθείται από τους τροϊκανούς και την κυβέρνηση και τονίζει ότι η χώρα πρέπει να στραφεί σε μια πορεία παραγωγικής ανασυγκρότησης. Έχοντας χάσει από το οπτικό του πεδίο τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες που αναπότρεπτα οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε και των οποίων κεντρικό και κομβικό σημείο αποτελεί ο μηχανισμός του ευρώ, αλλά και οι ποσοστώσεις στην παραγωγή που επέβαλε η ένταξή μας στην ΕΕ και οδήγησαν στην εξάλειψη ολόκληρων παραγωγικών κλάδων (π.χ. ζάχαρη), η υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς συμπληρωματικότητας ως προς τις οικονομίες της Ευρωζώνης, κ.ο.κ., περιορίζει τις αναζητήσεις του στο στενό πολιτικό πεδίο των κινήσεων τακτικής.
Ας δούμε πώς ακριβώς σχεδιάζει την ανατροπή της μνημονιακής εξαθλίωσης. Θα επιζητήσει, λέει, την αλλαγή της νεοφιλελεύθερης λογικής που διέπει τα οικονομικά τεκταινόμενα στην Ευρώπη στα πλαίσια, τρόπον τινά, ενός New Deal με μια σειρά από μέτρα που θα ενισχύσουν τη ρευστότητα (ευρωομόλογο) και το δανεισμό των κρατών μελών απευθείας από την ΕΚΤ. Παρακάτω θα συζητήσουμε αναλυτικά τη λογική αυτών των υποτίθεται «αντι-νέο-φιλελεύθερων» μέτρων και τι θα σημαίνουν, αν και όταν υλοποιηθούν.
Ειδικά για την Ελλάδα, ζητά αφενός «επαναδιαπραγμάτευση» και αφετέρου ένα μορατόριουμ στην αποπληρωμή του χρέους (που τη θεωρεί δεδομένη, διότι το ελληνικό κράτος δεν είναι «μπαταχτσής»). Δε θα σχολιάσω εδώ καθόλου τη σημαντική διολίσθηση που παρατηρείται από τις, έστω ασαφείς, προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και ακόμη περισσότερο από τις παλιότερες της άμεσης παύσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η απάντηση που ο Α. Τσίπρας δίνει στο ερώτημα: «Ωραία, και αν η ΕΕ αρνηθεί, εσείς τι κάνετε;» Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ υπαινίσσεται με σαφήνεια ότι τυχόν άρνηση της ΕΕ να δεχτεί το πολύ μετριασμένο, σε σχέση με τις παλαιότερες θέσεις του, ελληνικό αίτημα δε μπορεί να υπάρξει. Διότι τότε, αν, παρά την άρνηση επαναδιαπραγμάτευσης και αποδοχής μορατόριουμ στις πληρωμές του χρέους, η Ελλάδα επιμείνει και η ΕΕ σταματήσει τις πληρωμές, η υποχρεωτική κατόπιν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ (χωρίς εθνικό νόμισμα δε γίνεται ισοσκελισμός του προϋπολογισμού τότε) θα οδηγήσει σε συνολική διάλυση την ευρωζώνη, εξέλιξη που οι ηγετικές δυνάμεις της ΕΕ δεν επιθυμούν.
Εδώ οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των θέσεων του Α. Τσίπρα είναι πολλές και πρέπει να σχολιαστούν.
Πρώτο, ας υποθέσουμε ότι όντως ο Α. Τσίπρας εννοεί όσα λέει για παραγωγική ανασυγκρότηση σε όφελος του λαού. Είναι δυνατόν να είμαστε τόσο αφελείς ώστε να πιστέψουμε ότι αυτή η ριζοσπαστική ανατροπή προσανατολισμού μιας ευρωπαϊκής χώρας θα γίνει αποδεκτή από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και μάλιστα θα χρηματοδοτηθεί κιόλας από αυτό; Και μάλιστα όταν η ακριβώς προηγηθείσα ανάλυση του ίδιου του Α. Τσίπρα μιλά για σχεδιασμένο εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού χάριν της δημιουργίας ειδικής οικονομικής ζώνης στα Βαλκάνια και τη Ν. Ευρώπη;
Δεύτερο, από πού προκύπτει η βεβαιότητα για διάλυση της Ευρωζώνης σε μια τέτοια εξέλιξη; Κλυδωνισμοί θα υπάρξουν, αλλά το αποτέλεσμά τους δε νομίζω ότι έχει με ασφάλεια προβλεφθεί από κάποιον. Ιδιαίτερα, όταν η απομάκρυνση της Ελλάδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εκβιασμό άλλων χωρών να συναινέσουν σε μέτρα εμβάθυνσης και παραπέρα προώθησης των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που είναι το εξαρχής ζητούμενο από τη δημιουργία του μηχανισμού του ευρώ.
Τρίτο, είναι σαφές ότι ο Α. Τσίπρας χρησιμοποιεί αυτό που στη στρατηγική γλώσσα ονομάζεται «απειλή» προς την ΕΕ. Λέει: «αν δε συμφωνήσετε στο αίτημά μου, τότε θα οδηγηθούμε στη διάλυση του ευρώ. Θα υποφέρουμε εμείς, αλλά θα υποφέρετε και εσείς και μάλιστα περισσότερο από όσο θα υποφέρετε αν ικανοποιήσετε το αίτημά μας». Οι στοιχειώδεις αρχές της στρατηγικής λένε ότι μια απειλή για να είναι πιστευτή θα πρέπει να είναι υλοποιήσιμη εφόσον ο αντίπαλος δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά μας. Και επιπλέον, αυτός που την επισείει να είναι έτοιμος να την πραγματοποιήσει, και μάλιστα, τότε, αν το αίτημά του δε γίνει δεκτό, με κόστος λιγότερο από όσο θα είχε αν δεν την πραγματοποιούσε. Με απλά λόγια, αυτά που λέει ο Α. Τσίπρας δε γίνονται πιστευτά, εκτός και αν από πριν πείσει ότι ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θεωρείται ως πραγματική δυνατότητα που είναι έτοιμος να διαχειριστεί θεωρώντας την ως μικρότερου κόστους εκδοχή στην περίπτωση που η ΕΕ δε δεχτεί το αίτημά του. Πιστεύει κανείς, και μάλιστα μετά την ομιλία του και τη συνέντευξη τύπου στο Βελλίδειο, ότι ο Α. Τσίπρας συζητά, έστω και υποθετικά, την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ;
Τις αντιφάσεις αυτές στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται και ο ελληνικός λαός. Στις προηγούμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εξέφρασε τους αντιμνημονιακούς πόθους του λαού, δεν έπεισε ότι διέθετε σχέδιο για την υλοποίηση των εξαγγελιών του. Σήμερα, δε μπορεί να πείσει ακόμη περισσότερο, και γι' αυτό η τακτική του απέναντι στην τρικομματική κυβέρνηση των μνημονιοφυλάκων έχει από πολλούς επισημανθεί ότι είναι η τακτική του «ώριμου φρούτου». «Μπορεί», μοιάζει να λέει προς τους Έλληνες ο Α. Τσίπρας, «να μη σας πείθω ότι έχω σχέδιο, αλλά εκεί που θα φτάσουμε, κάθε τι άλλο θα είναι προτιμότερο από την τρικομματική». Κάθε τι άλλο; Ο πολιτευτής εδώ λογαριάζει χωρίς τη «Χρυσή Αυγή» στο οπτικό του πεδίο.
Η ρηχότητα στην πολιτική θέση του Α. Τσίπρα οφείλεται στη βαθύτερη αντίληψή του ότι η ΕΕ μπορεί και οφείλει να προχωρήσει στις διαδικασίες ενοποίησης της και ότι στην κατεύθυνση αυτή οφείλει να στρατευθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Δε θα σχολιάσω εδώ τις ταξικές δυνάμεις που εκπροσωπεί μια τέτοια άποψη ούτε τις αυταπάτες ότι τάχα η παραπέρα ενοποίηση της ΕΕ μπορεί να γίνει σε κατευθύνσεις φιλολαϊκές. Έχω υποστηρίξει από αυτό το βήμα (http://aristerovima.gr/details.php?id=3545) ότι το ευρώ σχεδιάστηκε εξαρχής με στόχο η αναπότρεπτη κρίση που θα προκαλούσαν οι ανισορροπίες του ως νομίσματος να οδηγούσε στο παραπέρα βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης (καταρχήν δημοσιονομική και φορολογική ενοποίηση και στη συνέχεια πολιτική). Η ευρωπαϊκή ενοποίηση για την οποία συζητάμε βέβαια είναι η υπαρκτή ενοποίηση που πραγματοποιείται πάνω σε ολιγαρχικές βάσεις και όχι κάποια φαντασιακή ενοποίηση της «Ευρώπης των λαών». Η στάση απέναντι στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η Λυδία λίθος, η «κόκκινη γραμμή» (μοδάτη έκφραση) που διαχωρίζει τους υπερασπιστές του αστικού οικοδομήματος από τους υπερασπιστές της φιλολαϊκής ανατροπής του. Η θέση ενός κόμματος ή ενός δημοσιολόγου στο πεδίο της ταξικής πάλης καθορίζεται από τη θέση και τη στάση του απέναντι στις διαδικασίες προώθησης της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό εξηγούσα και στο άρθρο μου για το Γ. Βαρουφάκη (βλ. http://aristerovima.gr/details.php?id=3580) αυτό εξηγώ και όταν υποστηρίζω ότι η ΔΗΜΑΡ δεν αποσπάστηκε από την αριστερά (στην οποία ποτέ δεν ανήκε) και, αντίθετα με τα πιστευόμενα, παραμένει συνεπής με τον εαυτό της.
Ο Α. Τσίπρας μοιάζει, ολοένα και πιο αποφασιστικά, να τοποθετεί τον εαυτό του στο στρατόπεδο εκείνων που επιθυμούν το βάθεμα των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα δούμε στη συνέχεια πώς ακριβώς υποστηρίζει αυτή την άποψη και πού οδηγεί αυτή. Αλλά πιο πριν, ας δούμε τις συνέπειες αυτής του της τοποθέτησης στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Πρώτα-πρώτα, μη βλέποντας ότι η στάση απέναντι στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του αστικού και του λαϊκού στρατοπέδου στην παρούσα συγκυρία, οδηγείται σε λανθασμένες εκτιμήσεις για τις θέσεις του Σαμαρά, κατηγορώντας τον για υπαναχωρήσεις από τις θέσεις που εκείνος (ο Σαμαράς) είχε αναπτύξει από το ίδιο βήμα (Βελλίδειο-ΔΕΘ) πριν ένα χρόνο, όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και μάλιστα, όπως λέει ο Α. Τσίπρας, οι τότε θέσεις του Σαμαρά ήταν ακόμη ριζοσπαστικότερες από αυτές που αναπτύσσει από το ίδιο βήμα ο Α. Τσίπρας σήμερα. Αλλά είναι έτσι; Ο Σαμαράς ήταν πεντακάθαρος πάντα ότι το πρωτεύον, το βασικό, είναι η θέση της χώρας εντός της Ευρωζώνης. Έλεγε και άλλα, περί επαναδιαπραγμάτευσης, όπως λέει και ο Α. Τσίπρας σήμερα, αλλά όταν του ξεκαθαρίστηκε ότι το δίλημμα είναι ή αφενός μνημόνιο και ευρωζώνη ή αφετέρου μη τήρηση των συμφωνηθέντων και δραχμή, ο Σαμαράς επέλεξε αυτό που είχε πάντα πει ότι είναι το πρωτεύον, το βασικό. Μπορεί να έκανε τις συνήθεις ψιλο-απατεωνιές που είθισται να κάνουν οι αστοί πολιτικοί στις προεκλογικές τους υποσχέσεις, αλλά μήπως και ο Α. Τσίπρας δεν έχει μετακινηθεί από τις προεκλογικές θέσεις του; Τα ίδια και με τον Κουβέλη. Η ΔΗΜΑΡ, αν δε μας μπερδεύουν χυδαία φαινόμενα όπως η περίπτωση του Ψαριανού και άλλων παρόμοιων, και αν δούμε την ουσία των θέσεών της, έχει παραμείνει σταθερότατη στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που θέτει για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Το μπέρδεμα του Α. Τσίπρα σε σχέση με την τοποθέτηση του Σαμαρά τον οδηγεί σε μια ενδιαφέρουσα θέση. Στην ερώτηση αν ζητά τώρα εκλογές απαντά ότι όχι, δε ζητά. Αλλά ζητά, αν ο Σαμαράς δε μπορεί να επαναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο με την ΕΕ, να κάνει στο πλάι και να αφήσει το ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας. Προφανώς με την ψήφο ανοχής της ΝΔ (πώς αλλιώς;) ή, το λιγότερο, με την ψήφο ανοχής των δύο άλλων τροϊκανών συγκυβερνητών. Τελικά, η διαφορά μεταξύ του αστικού και του λαϊκού στρατόπεδου συρρικνώνεται στη διαφορά ανάμεσα στο ποιος «έχει τα κότσια» και ποιος όχι για να διαπραγματεύεται με τη μαντάμ, στο ποιανού η «επαναδιαπραγμάτευση» είναι πλέον αξιόπιστη.
Τα υπόλοιπα, δηλαδή η φανερή αντίληψη του Α. Τσίπρα ότι μπορεί να κάνει καλύτερους χειρισμούς από το Σαμαρά και ότι εκεί θα λυθεί το πρόβλημα, η έλλειψη διάθεσης του ΣΥΡΙΖΑ να κατέβει στο δρόμο, η πλήρης αδιαφορία του στο να φροντίσει για την οργάνωση του λαού και κυρίως, να φροντίσει για τη διάλυση των αυταπατών ότι μπορούμε εδώ που φτάσαμε να δώσουμε φιλολαϊκή λύση χωρίς σκληρές συγκρούσεις (τα λόγια προφανώς δε φτάνουν), όλα αυτά είναι παρεπόμενα της θέσης που αυτός αρχίζει να παίρνει στο πεδίο της ταξικής πάλης. Το ίδιο και οι αντιλήψεις που διαφαίνονται ότι η εκλογική αύξησή του περνά μέσα από τον ιδεολογικό του αποχρωματισμό, τη διεκδίκηση της ΠΑΣΟΚικής κληρονομιάς και την εκ νέου δημιουργία της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Λες και η ραγδαία αύξηση της Χρυσής Αυγής δε δείχνει ποιος (θα έπρεπε να) είναι ο τρόπος επαφής και κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα στις συνθήκες κρίσης, και μάλιστα από την αριστερά (αλλά για τη σχέση του φασισμού με τις λαϊκές μάζες απαιτείται άλλο σημείωμα). Είναι χαρακτηριστικό της άποψης του Α. Τσίπρα απέναντι στις κινητοποιήσεις του λαού, αυτό που λέει στην αρχή της συνέντευξής του, κατακρίνοντας το Σαμαρά. Τον κατηγορεί ότι, μη αξιοποιώντας το, «έκαψε» το χαρτί των λαϊκών κινητοποιήσεων που είχαν προηγηθεί των εκλογών, το οποίο χαρτί θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει στις διαπραγματεύσεις του με το Διευθυντήριο της ΕΕ. Με άλλα λόγια, η χρησιμότητα των λαϊκών κινητοποιήσεων (άλλη δεν αναφέρει) είναι να δίνουν διαπραγματευτικά ατού στην εκάστοτε κυβέρνηση, τα οποία αν εκείνη δεν αξιοποιήσει εντός ορισμένου χρόνου, χάνονται.
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των θέσεων του Α. Τσίπρα για το παραπέρα βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ας δούμε λίγο κάποιες εσφαλμένες απόψεις που εξέφρασε για το ευρώ ως ελληνικό εθνικό νόμισμα, επειδή τέτοια σφάλματα λειτουργούν ως ιδεολογικό προκάλυμμα των υποκλίσεων προς αυτό.
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Αργεντινή, θεωρεί ότι ναι μεν η ελληνική κρίση είναι χειρότερη, αλλά διαθέτουμε, σε αντίθεση με την Αργεντινή, το πλεονέκτημα ότι το εθνικό μας νόμισμα είναι το ευρώ ενώ εκεί το πρόβλημα ήταν ότι το εθνικό τους νόμισμα ήταν συνδεδεμένο με ένα ξένο νόμισμα (το δολάριο). Πρόκειται για μεγάλη σύγχυση, διότι το πρόβλημα της σύνδεσης του Αργεντινού πέσο με το δολάριο σημαίνει ακριβώς ότι η Αργεντινή είχε κάνει νόμισμά της το δολάριο, απαρνούμενη έτσι την άσκηση νομισματικής πολιτικής και τη δυνατότητα εσωτερικού δανεισμού (εσωτερικό χρέος μέσω ομολόγων εκδιδομένων από την κεντρική της τράπεζα). Ακριβώς δηλαδή αυτά που έχει δεχτεί και η Ελλάδα με την υπαγωγή της στο ευρώ. Η περίπτωση της Ελλάδας και της Αργεντινής είναι ταυτόσημες: και οι δύο επιχείρησαν να λειτουργήσουν με νόμισμά τους ένα ξένο νόμισμα (σχετικά βλ και το εξαιρετικό άρθρο των Δ. Χαλυβόπουλου και Στ. Χατζόπουλου «Ο μύθος του Ελληνικού χρέους», http://antapocrisis.gr/index.php/template/item/398-xreos). Οι αυταπάτες περί ελληνικού πλεονεκτήματος δεν αποτελούν παρά υπόκλιση στις ιδεοληψίες της ελληνικής άρχουσας τάξης. Σαν αποτέλεσμα του «πλεονεκτήματός» μας, ο Α. Τσίπρας υποστηρίζει ότι το ΔΝΤ δε θα τολμήσει να μας αφήσει «στην τύχη μας», σε αντίθεση με ό,τι αυτό, όπως λέει, έκανε στην Αργεντινή. Αν και είναι κατανοητό γιατί υποστηρίζει τις θέσεις αυτές ο Α. Τσίπρας (αν ήταν όντως έτσι και μας είχαν τόσο ανάγκη, τότε θα έστεκε και η θεωρία ότι μπορούμε να τους εκβιάσουμε), οι ιδεοληψίες του τώρα καταντάνε και επικίνδυνες.
Ας έλθουμε τώρα στα μέτρα επέκτασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης που υποστηρίζει ο Α. Τσίπρας. Η κύρια θέση του συνοψίζεται στην αλλαγή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και στο σημείο αυτό συμπίπτει με τις θέσεις του Γ. Βαρουφάκη που είχα κριτικάρει. Ο προβληματισμός αυτός διαπερνά όλη την κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ελίτ της ΕΕ και όλοι συμφωνούν στον στόχο. Οι διαφορές βρίσκονται στις προϋποθέσεις που θα κάνουν δυνατό το στόχο αυτό και η κυρίαρχη άποψη βάζει εδώ ως προϋπόθεση την εσωτερική υποτίμηση (δηλαδή τη βίαιη περικοπή του μέρους της πίτας που παίρνουν οι εργαζόμενοι από το εθνικό προϊόν) καθώς και την αύξηση της κινητικότητας του χαμηλόμισθου εργατικού-επιστημονικού δυναμικού (δηλαδή τη μετανάστευση) για τη διευκόλυνση της κίνησης του κεφαλαίου. Προφανώς η διαμάχη αυτή θα ξεπεραστεί με αμοιβαίους συμβιβασμούς των αστικών δυνάμεων, το συνασπισμό τους σε εξωτερικούς πολέμους που θα δώσουν ώθηση στη χρήση του λιμνάζοντος κεφαλαίου, σε συναλλαγές που θα αφορούν εκείνους που θα πληρώσουν τα περισσότερα, κ.ο.κ. Αλλά, όπως και να έχει, η ανάληψη από την ΕΚΤ ρόλων πραγματικής κεντρικής τράπεζας (δηλαδή εκτυπωτή χρήματος και δανειστή των κυβερνήσεων μέσω «ευρωομολόγου», άμεσου ελεγκτή των ευρωπαϊκών τραπεζών και διοργανωτή της δομής του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, άμεσου εγγυητή των καταθέσεων) δε μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προχωρήσει η ενοποίηση των προϋπολογισμών των ευρωπαϊκών κρατών και η φορολογική πολιτική. Στην πραγματικότητα, αυτά όλα προϋποθέτουν (και αν δε γίνουν αμέσως, αυτό θα είναι το αιτούμενο της επόμενης κρίσης, που θα έλθει πολύ συντομότερα από όσο θα νομίζουν) την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ενοποίηση των κρατών μελών κάτω από μία υπερκυβέρνηση των Βρυξελών με ουσιαστικές και καίριες αρμοδιότητες.
Αυτά όλα τα παραδέχεται και ο Α. Τσίπρας, και αυτό είναι ίσως το εντυπωσιακότερο σημείο της παρουσίασης των θέσεών του στο Βελλίδειο. Διότι, η αποδοχή της μεταφοράς των υπολειμμάτων της εθνικής μας ανεξαρτησίας στις Βρυξέλλες βάζει οριστική ταφόπλακα στον αγώνα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας προς όφελος του λαού, αν και βέβαια το «οριστικά» μπορεί απλά να σημαίνει μόνο για μερικές εκατονταετίες.
Αλλά από πού προκύπτει η αποδοχή από τον Α. Τσίπρα της μεταφοράς στις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη τέτοιων εθνικών αρμοδιοτήτων; Από τη σύγκριση της ΕΚΤ με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και το αίτημά του να λειτουργήσει αντίστοιχα. Δε φεύγει, μας λέει, η Καλιφόρνια από το δολάριο όταν έχει πρόβλημα χρέους, αλλά δανείζεται από τη Fed. Αφήνοντας κατά μέρος το πρόβλημα των διαδικασιών δανεισμού των Πολιτειών από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αρκεί εδώ να τονίσουμε ότι αυτό είναι δυνατόν αποκλειστικά και μόνο επειδή υπάρχει ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ομοσπονδιακός προϋπολογισμός, ομοσπονδιακή νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Οποιοσδήποτε πρότεινε το δανεισμό της Καλιφόρνιας από την ομοσπονδιακή τράπεζα χωρίς την ύπαρξη των προηγούμενων προϋποθέσεων, απλά θα προκαλούσε τα γέλια.
Αλλά έφτασε η ώρα να κλείσουμε το άρθρο αυτό, που στην πραγματικότητα, για να ήταν επαρκές όφειλε να περιέχει εκτεταμένες παραπομπές και αναφορές, που αποφύγαμε προκειμένου να γίνει πιο ευανάγνωστο. Κλείνουμε λοιπόν με το «δια ταύτα». Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως εκφράζεται από την ηγεσία του, διολισθαίνει όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα στη μετατροπή του σε δύναμη διαχείρισης του συστήματος και στην ανάληψη του ρόλου εφεδρείας στο αστικό σύστημα διακυβέρνησης. Η έλλειψη τέτοιων εφεδρειών είχε προς στιγμήν πανικοβάλει τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του, αλλά αν κρίνουμε από όσα αναφέρει ο Π. Καψής σε άρθρο του στο «Έθνος» (http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=28243&subid=2&pubid=63712463), οι αγωνίες τους αρχίζουν να καθησυχάζονται. Γράφει λοιπόν ο κ. Καψής: «Ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη επιχείρησε να παρουσιάσει μια ριζικά διαφορετική εικόνα για τον εαυτό του και το κόμμα του. Όχι χωρίς επιτυχία.» Και αφού αναφέρει όλα τα ευχάριστα (για τους Καψήδες) που είπε ο Α. Τσίπρας, τα οποία «παραπέμπουν σε ένα κόμμα εξουσίας που αναγνωρίζει τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα», τον εγκαλεί (τον Τσίπρα) επειδή δε μπορούν να τον πιστέψουν όσο ανέχεται στο κόμμα του ανθρώπους με απόψεις «αριστερές» που υποστηρίζουν ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ ή ότι η χρεοκοπία είναι το όπλο των φτωχών». Αλλά τι θάπρεπε τότε να κάνει ο Α. Τσίπρας με αυτούς τους ενοχλητικούς «αν θέλει κάποτε να αποτελέσει μέρος ενός συνασπισμού εξουσίας»; Η προτροπή του κ. Καψή προς τον Α. Τσίπρα είναι να κάνει ό,τι έκανε και ο Α. Παπανδρέου (που εσχάτως εμπνέει τον Αλέξη). Λέει ο κ. Καψής «Γνωρίζουν όλοι ωστόσο ότι οι φορείς αυτών των απόψεων, όπως το «αριστερό ρεύμα», αποτελούν αν όχι την πλειοψηφία πάντως την ισχυρότερη τάση στο κόμμα. Και μπορεί προεκλογικά να τους επιβλήθηκε σιωπητήριο, οργανωτικά ωστόσο είναι σε θέση να κρατούν τον κ. Τσίπρα σε ομηρεία. Και για όσους αρέσκονται σε συγκρίσεις, αντιμετωπίζοντας ανάλογο πρόβλημα ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν δίστασε να στείλει σπίτι τους εκατοντάδες στελέχη του. Ο κ. Τσίπρας;»
Ομολογουμένως το ερώτημα είναι δύσκολο, αλλά παίζοντας κι εγώ το ρόλο του «συνήγορου του διαβόλου», θα το αντιστρέψω: Μάθαμε τι πρέπει να κάνει ο κ. Τσίπρας από έναν άρτι ανανήψαντα παλαιό επικριτή του. Μένει τώρα να μάθουμε και τι πρέπει να κάνει το αριστερό ρεύμα.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *