31 Αυγούστου 2012

Αστική ιδεολογία: από την επιστήμη στην προπαγάνδα

Δημήτρης Γρήγοροπουλος, "Πριν"
 
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση δεν περιορίζεται στην οικονομία, την πολιτική, τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων. Επεκτείνεται και στο ιδεολογικό πεδίο (φιλοσοφία, επιστήμη, κουλτούρα, ηθική). Αυτή η σφαιρικότητα χαρακτηρίζει κάθε μορφή ανασυγκρότησης της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει και με τον ολοκληρωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, που ανασυγκροτεί τον καπιταλισμό κεϋνσιανού τύπου.
Η ιδεολογία είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός συστήματος γενικά. Η αναγκαιότητα και ο ρόλος της αυξάνει δραματικά σε περιόδους μετάβασης, όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της διαπάλης τους. Η λυσσαλέα επίθεση τις τελευταίες δεκαετίες της κεφαλαιοκρατίας κατά της εργατικής τάξης για αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και ανάκληση των όποιων κατακτήσεων, αφαιρεί απ' την αστική τάξη τη δυνατότητα χειραγώγησης μέσω παροχών (καρότο), και την επικεντρώνει στην καταστολή (μαστίγιο) και την ιδεολογία (φενάκη).
Παρά την ανάπτυξη του ιδεολογικού τομέα, η ποιοτική στάθμη του ακολουθεί την κατιούσα. Η συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου ακόμα και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σε μια θάλασσα επιστημονικών - τεχνολογικών κατακτήσεων και συσσωρευμένου πλούτου, η ενδημική υψηλή ανεργία, οι πόλεμοι, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η εξαθλιωμένη ζωή της πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη, δυναμιτίζει τη δυνατότητα αστικής ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η κυρίαρχη ιδεολογία, παρά το τεράστιο οπλοστάσιο σε μέσα, πολύ δύσκολα πείθει για την ανωτερότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, αφού η ωμή πραγματικότητα τη διαψεύδει οικτρά. Γι' αυτό έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει τις μεγαλεπήβολες «αφηγήσεις» για μια νέα κοινωνία καθολικής ευημερίας χωρίς κινδύνους, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Η αστική ιδεολογία δεν προβάλλει πλέον μεγάλες ιδέες και οράματα. Αρκείται στην καλύτερη περίπτωση σε μια «κοινωνική μηχανική», στις βήμα βήμα μικροβελτιώσεις της καθημερινότητας, ενώ κατά κανόνα με τον ευφημισμό «διαρθρωτικές αλλαγές» ή «μεταρρυθμίσεις» δεν εννοεί καν κάποιες μικροβελτιώσεις, αλλά την αναίρεση βασικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων. Η απατηλή προπαγάνδα και η κινδυνολογία έχουν μεταβληθεί σε κυρίαρχα στοιχεία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Κυριαρχεί το ψεύδος, η απολυτοποίηση πλευρών της πραγματικότητας, η τρομοκρατία για τον καταποντισμό της κοινωνίας, αν αυτή θελήσει να απαλλαγεί από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η κυρίαρχη ιδεολογία στην κρίση της αντιμετωπίζει φοβικά τη μαρξιστική ιδεολογία. Δεν την αντιμετωπίζει στο πεδίο της μάχης των ιδεών, αλλά στο επίπεδο της ευτελούς προπαγάνδας, του ψεύδους, της στρέβλωσης, της συκοφαντίας, του φόβου. Διακρίνονται ορισμένες βασικές τάσεις στην ιδεολογική υποκουλτούρα του νεοφιλελευθερισμού; Η χρήση σχημάτων του παραδοσιακού αντικομμουνισμού. Η χρήση αριστερών ιδεών (δικαιοσύνη, δημοκρατία, αξιοπρέπεια, μεταρρύθμιση) με άδειασμα του προδευτικού περιεχομένου και τη συντηρητική μετάλλαξη τους (όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά με την έννοια της μεταρρύθμισης). Και το άκρο άωτο, η μετάθεση της ευθύνης για τις παθογένειες του συστήματος (όπως το πελατειακό κράτος) στην Αριστερά.
• Ο αρνητικός λόγος της αστικής τάξης είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της να πείσει
Η κρίση του νεοφιλελεύθερου κα­πιταλισμού αντανακλάται (σχετι­κά βέβαια) και στη φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες, τον πολιτι­σμό, την ηθική. Οι αστοί επιστή­μονες δεν έπαψαν βέβαια να καλλιεργούν τις κοινωνικές επιστήμες. Συνήθως όμως περι­ορίζονται σε επιμέρους θέματα ή σε αναλύ­σεις σχολαστικού χαρακτήρα, που δεν εφοδι­άζουν με θεωρητικές αντιλήψεις την κυρίαρ­χη πολιτική. Μεγάλοι αστοί διανοητές, όπως ο Χάγιεκ, ο Κέυνς, ο Φρίντμαν, ο Σουμπέτερ κ.ά., που αποτελούν τους θεωρητικούς πατέ­ρες των κυρίαρχων πολιτικών του κεϊνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού, λείπουν. Εξαίρεση, ο Χάμπερμας, που εξακολουθεί να επηρεάζει την αστική σκέψη, και ορισμέ­νοι οικονομολόγοι, μικρότερου όμως βεληνε­κούς, όπως οι Στίγκλιτς, Κρούγκμαν, Ρουμπι­νί κλπ. Το σύστημα δημιουργεί μαζι­κά τους οργανικούς του διανοούμε­νους με δέλεαρ την ακαδημαϊκή καριέρα την προβολή, τη θέση του συμβούλου, την πολιτική σταδιοδρομία. Οι οργανικοί διανοούμενοι, κυρίως οικονο­μολόγοι, λόγω της σοβούσας κρίσης, δεν πα­ράγουν θεωρητικό έργο με το οποίο τροφο­δοτούν και εμπνέουν την πολιτική. Συμβαίνει το αντίστροφο. Η πολιτική έχει μετατρέψει τη θεωρία σε θεραπαινίδα της, καθορίζει το πε­ρίγραμμα ιδεών στο οποίο αυτή θα κινηθεί, την υποβιβάζει σε απολογητική ή και προπα­γανδιστική απλώς των επιλογών της.
Οι οικονομολόγοι, ιδίως, ακολουθώντας υποτακτικά τους ελιγμούς και τις σκοπιμό­τητες της πολιτικής χάνουν κάθε επιστημο­νική αξιοπιστία. Διαπρεπείς οικονομολόγοι των οίκων αξιολόγησης βαθμολογούσαν με 3Α τις αμερικανικές τράπεζες, λίγες μέρες πριν σκάσει η φούσκα των ενυπόθηκων δα­νείων. Γνωστοί Έλληνες οικονομολόγοι επι­κροτούσαν την ψευδολογία των Παπανδρέου - Παπακωνσταντίνου ότι μέσα στο 2011 η χώ­ρα μας θα ξεπεράσει την κρίση και θα δανει­στεί από τις αγορές, άλλοι, που επιχειρημα­τολογούσαν κατά του πρώτου μνημονίου (οικονομολόγοι προσκείμενοι στη ΝΔ, που προ­ήχθησαν σε υπουργούς...), συνηγόρησαν υπέρ του δεύτερου και της άκρως υφεσιακής πολι­τικής της τρικομματικής. Πρότυπο οργανικού διανοούμενου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, που παρά τη λειτουργική του αυ­τονομία, αντί να νουθετεί την εκάστοτε κυ­βέρνηση, ευθυγραμμίζεται δουλοπρεπώς με τις επιλογές της. Η υποβάθμιση των οικονο­μικών επιστημόνων σε αναλυτές ή και απο­λογητές της ασκούμενης πολιτικής δημιουρ­γεί μια όσμωση με τους οικονομολογούντες πολιτικούς και δημοσιολόγους. Διαμορφώ­νεται ένα τύπος διανοούμενου που συγκερνά κάποια στερεότυπα θεωρίας με προπαγανδιστικά σχήματα. Αυτό το είδος διανοού­μενου εμφανίζεται συχνά στις στήλες της Καθημερινής με ένα αμάλγαμα εκλαϊκευμένης θεωρίας και προπαγάνδας στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική, αλλά και την εμπνέουν, σε ένα βαθμό.
Αυτό το υβρίδιο θεωρητικίζουσας προπα­γάνδας και προπαγανδιστικής θεωρίας είναι το όργανο παραγωγής ιδεολογικών - προπα­γανδιστικών σχημάτων στην οικονομία αλλά και στα άλλα βασικά θέματα (κράτος, θεσμοί, κόμματα, διεθνείς σχέσεις κλπ.). Είναι ακόμα βασικό όργανο πολεμικής κατά της μαρξιστι­κής ιδεολογίας και της Αριστεράς. Τα σχήμα­τα αυτά σε πιο θεωρητική ή προπαγανδιστική εκδοχή, ανάλογα με το χρήστη και το κοινό, χρησιμοποιούνται ευρέως στην πάλη ιδεών. Ανάμεσα στον εσμό τέτοιων ιδεών μπορεί να σταχυολογήσει κανείς τρεις βασικές (και πε­ρισσότερες) που χρησιμοποιούνται κυρίαρ­χα από τα κατώτερα επίπεδα ως τα ανώτερα. Αυτά τα ιδεολογήματα επιχειρούν να στρε­βλώσουν το ρόλο και την εικόνα της Αριστε­ράς. Η αδυναμία της άρχουσας τάξης να πεί­σει με θετικό λόγο για την πολιτική της, την ωθεί στον αρνητικό λόγο, δηλαδή, σε μια επι­χείρηση αμαύρωσης της Αριστεράς, ώστε να μην επωφεληθεί απ' την κρίση της καπιταλι­στικής οικονομίας και πολιτικής. Τα ιδεολο­γήματα αυτά εμφανίζουν τη μαρξιστική αντί­ληψη ως διαψευσμένη στην πράξη και μη εφαρμόσιμη, ως ενσάρκωση συντη­ρητικού πνεύματος ανασταλτικού για την κοινωνική πρόοδο, ως ιδεολογία κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία, που ήταν καθοριστική για τις παθογένειές της. Με άλλα λόγια, η άρχουσα τάξη προσπα­θεί να φορτώσει την ιδεολογική και πολιτική κρίση της και στην Αριστερά, ώστε με την αλληλοεξουδετέρωση των  «πάνω και των κάτω» να επιβιώνει η αστική τάξη, έστω σε μια τελ­ματωμένη κοινωνία.
Πρώτο: ο αγοραίος αντικομμουνισμός της περιόδου του ψυχρού πολέμου έχει υποκατα­σταθεί από έναν ακραίο εμπειρισμό και το αντίστοιχο κριτήριο επαλήθευσης. Λέει αυτή η αντίληψη: Η μαρξιστική θεωρία είναι επι­στημονικά άκυρη, αφού πουθενά δεν εφαρ­μόζεται ή αφού, όπου επιχειρήθηκε να εφαρ­μοστεί, απέτυχε παταγωδώς. Παρά το «θεω­ρητικό» περικάλυμμα του εμπειρισμού, στην ουσία πρόκειται για προπαγανδιστικού χαρα­κτήρα αφορισμό, που θεωρεί ουτοπική μιαν εδρασμένη στο μαρξισμό κοινωνία, άρα και επικίνδυνη, κατά τον Πόπερ, την εφαρμογή της στην πράξη. Εξάλλου, και η χρήση της πα­ρατηρείται κυρίως στην τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, αλλά με απήχηση και στη λαϊκή συνείδηση, αφού ο εμπειρισμός της μπορεί να πείσει για την ανεδαφικότητα και ανευθυνότητα των αριστερών αντιλήψεων και προτάσεων. Πρόκειται για συγκαλυμμένη προπαγάνδα, αφού η θεωρητική στήριξη της είναι σαθρή. Η απολυτοποίηση των φαινομέ­νων, το πραγματιστικό κριτήριο της αλήθειας, η στατική αντιδιαλεκτική αντίληψη της ιστορί­ας δεν έχουν σχέση με την αλήθεια. Η εμπειριστική προπαγάνδα διαστρεβλώνει την αλή­θεια. Τα πρώτα πειράματα εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής κοινωνίας επαλήθευσαν τις θεμε­λιώδεις αρχές της μαρξιστικής θεωρίας: την καθοριστικότητα της ταξικής πάλης, την επα­νάσταση, την κατάληψη της εξουσίας και την ίδρυση μιας εργατικής δημοκρατίας των συμ­βουλίων, την κοινωνικοποίηση των μέσων πα­ραγωγής και τον παγκοινωνικό σχεδιασμό, την εξάλειψη της ανεργίας και ένα όχι υψηλό αλλά αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η κατάρ­ρευση αυτών των καθεστώτων οφείλεται στην εγκατάλειψη του μαρξισμού από την εκμεταλ­λευτική γραφειοκρατία που επικράτησε τελι­κά σε αυτές τις κοινωνίες.
Εξάλλου, αυτός ο εμπειρισμός είναι ακραία φαινομενολογικός και αντιδιαλεκτικός. Γιατί, ό,τι δεν υπάρχει σήμερα, απο­κλείεται να υπάρξει αύριο, αν συντρέξουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις; Μήπως και ο καπιταλισμός είναι αιώνιος ή εγκαθιδρύθη­κε κάτω από καθορισμένες ιστορικές συνθή­κες; Έπειτα αγνοείται η διαλεκτική των αντι­θέσεων και η σχέση δυνατότητας - πραγματικότητας. Ό,τι υπάρχει σε μια κοινωνία ως δυνατότητα άρνησης, αποτελεί δυνατότητα υπέρβασης της. Η κοινωνικοποίηση της πα­ραγωγής, ιδιαίτερα με την παγκοσμιοποίη­ση, παρά την ανορθόλογη καπιταλιστική ιδι­οποίηση της, αποτελεί όχι απλώς δυνατότη­τα αλλά επιτακτική αναγκαιότητα, λόγω της σήψης του καπιταλισμού, το τελευταίο σκαλοπατάκι, όπως έλεγε μεταφορικά ο Λένιν, για την κοινωνικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων. Αλλά και ο αφορισμός ότι ο δημόσι­ος τομέας στη χώρα μας λόγω της υπερτροφί­ας του είναι «σοβιετικού» τύπου και ότι επο­μένως πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί, δεν συγκε­ντρώνει ούτε τις εμπειρικές ενδείξεις, αφού τα 2/3 περίπου των δημοσίων επιχειρήσεων ξεπουλήθηκαν μετά την ΟΝΕ από κυβερνή­σεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Δεύτερο: Κατά τους δημοσιολόγους του νεοφιλελευθερισμού η μαρξιστική ιδεολο­γία, επειδή ακριβώς είναι εξωπραγματική, αδυνατεί να κατανοήσει την αναγκαιότητα των «μεταρρυθμίσεων» και αποτελεί ανα­σταλτικό παράγοντα στην πραγματοποίησή τους. Ο μαρξισμός ανακηρύσσεται προπύρ­γιο του συντηρητισμού! Πρόκειται για δια­στροφή της πραγματικότητας εμπνευσμένη απ' τα τεχνάσματα των αρχαίων σοφιστών («τον κρείττω λόγον ήττω»), που επαίρονταν δηλαδή για την ικανότητα τους να παρουσιά­ζουν το μαύρο για άσπρο και το αντίστροφο. Το τέχνασμα είναι αγοραίο, αλλά ενδεχομέ­νως αληθοφανές, αν μείνει κανείς στην εμπει­ρική επίφαση. Το σχήμα είναι το εξής: Ό,τι είναι νέο είναι προοδευτικό, ό,τι είναι αντίθετο σε αυτό είναι συντηρητικό και αντιδρα­στικό. Εδώ απολυτοποιείται η μορφή (νέο -παλιό) και αγνοείται το περιεχόμενο (ωφέ­λιμο ή βλαβερό και για ποιον). Αν όμως ξύ­σουμε λίγο την επιφάνεια, προβάλλει το απο­κρουστικό πρόσωπο του υπεραντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το ρεύμα σκέψης και πολιτικής θεωρεί πρόοδο και μεταρρύθ­μιση την ανάκληση κατακτήσεων και δικαιω­μάτων που με πολύχρονους αγώνες και αίμα οι εργαζόμενοι κατοχύρωσαν. Ο εργαζόμε­νος με το φόβητρο της ανεργίας και της εξα­θλίωσης χάνει κάθε θεσμική προστασία (βλ. κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων από τις άθλιες μνημονιακές κυβερνήσεις), εγκαταλείπεται στο έλεος του καπιταλιστή, στην ατομική σύμβαση ή και στην αδήλωτη εργα­σία. Είναι λοιπόν προοδευτικός αυτός που προωθεί «μεταρρυθμίσεις» που πισωδρομούν την εργασία στην εποχή της ολοήμερης διάρκειας (αναστολή - δύση ήλιου), της καθη­μερινής πρόσληψης, στον αυθαίρετο καθορι­σμό της αμοιβής ή και της μη αμοιβής; Είναι προοδευτικός αυτός που αλλάζει επί τα χείρω την κατάσταση των εργαζομένων και των πο­λιτών και συντηρητικός αυτός που αγωνίζεται για την προστασία των δικαιωμάτων, τη διεύ­ρυνση τους, την άνθηση τους σε μιαν ανώτε­ρη σοσιαλιστική κοινωνία; Κι όμως αυτό το επιχείρημα επικαλούνται με σοβαροφάνεια επιστήμονες, πολιτικοί, δημοσιολογούντες. Ο tempore ο mores!
Τρίτο: Κολοφώνας της θεωρητικο-προπαγανδιστικής αθλιότητας είναι η επιχεί­ρηση μετάθεσης των ευθυνών για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας από την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της στην Αρι­στερά και στο εργατικό κίνημα. Είναι ν' απο­ρεί κανείς με το θράσος των εμπνευστών και διακινητών αυτής της άποψης, που είναι πο­λύ της μόδας στους λόγους των αστών πολιτι­κών, στα τηλεοπτικά πάνελ, στον αστικό τύπο. Ποια είναι η «λογική του επιχειρήματος»; Εί­ναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση ενός από τους θεωρητικολογούντες δημοσιογράφους της Καθημερινής (5/8/2012). Αυτός ο κύριος, ενώ παραδέχεται ότι στον καπιταλισμό σοβεί κρίση που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός, κατατάσσει την Ελλάδα σε μια εξωγήινη δι­άσταση, αφού, για αυτήν δεν ισχύει η παρα­πάνω εκτίμηση. Τι, φταίει λοιπόν για τις πα­θογένειες της κοινωνίας μας; Μα απλούστα­τα η Αριστερά!
Η Αριστερά, σύμφωνα με τον τυπικό ορ­γανικό διανοούμενο του καπιταλισμού σήμε­ρα, αν και ηττημένη στον εμφύλιο, κυριάρχη­σε ιδεολογικά. Επέβαλε στην κοινωνία, ακό­μα και στις αστικές παρατάξεις, τα ιδεολογή­ματα του κρατισμού και του λαϊκισμού, που ευθύνονται για τη δημιουργία ενός κράτους διογκωμένου, γραφειοκρατικού, αναποτελε­σματικού και διεφθαρμένου, που με τη σει­ρά του ευθύνεται (στο απυρόβλητο ο καπι­ταλισμός) για την οικονομική κρίση της χώ­ρας. Τώρα, πώς μια Αριστερά ηττημένη, διω­κόμενη, αντισυστημική κατόρθωσε να επιβά­λει την ιδεολογία της όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στους κυβερνώντες, αποτελεί λογικό και ιστορικό παράδοξο. Αντί άλλης κριτικής θα συνιστούσαμε στον αναλυτή την εκπόνηση μιας διατριβής, για να φωτίσει τον κόσμο...
Υποχώρηση της αστικής θεωρίας
ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΜΕΡΙΚΟ, ΑΠΟΥΣΙΑ ΟΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΩΡΗΣΕΩΝ
Το αστικό ρεύμα στη φιλοσο­φία και στις κοινωνικές επι­στήμες σημειώνει υποχώρηση, παρά τις τεράστιες δυνατότη­τες και τα προνόμια που του εξασφαλίζει το σύστημα. Η υποχώρηση εκδηλώνεται με την επικέντρωση στη θεμα­τολογία του μερικού και την απουσία σχε­δόν ολιστικών θεωρήσεων σε πλάτος και βά­θος στα κεντρικά ζητήματα της οικονομίας, του κράτους και των θεσμών της κοινωνι­κής δομής της φιλοσοφίας. Αιτία είναι μάλ­λον η απόδειξη της κραυγαλέας αναντιστοιχίας των θεμελιωδών φιλελεύθερων προταγμάτων με την αντικειμενική πραγματικότη­τα και η δυσκολία αξιόπιστης ανάλυσης των βασικών κοινωνικών θεμάτων απ' τη σκο­πιά της κυρίαρχης, στις αστικού προσανατο­λισμού κοινωνικές επιστήμες, νεοφιλελεύθε­ρης αντίληψης.
Στην αστική μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας, ώιαίτερα στη σημερινή συγκυ­ρία, απουσιάζει η συστηματική μελέτη του καπιταλισμού στα βασικά συστατικά του και στις σχέσεις τους, τα αίτια, ο χαρακτή­ρας και το είδος των κρίσεων, η σχέση οικο­νομίας και κοινωνικών τάξεων, οικονομίας και εξουσίας.
Στο ζήτημα του κράτους, η αστική θεω­ρία δεν έχει κινηθεί πέρα απ' το κράτος δι­καίου. Η νομιμοποιητική λειτουργία του κράτους πρόνοιας έχει σαφώς υποχωρήσει, ενώ κυριαρχεί ένας προπαγανδιστικός μάλ­λον παρά θεωρητικός αντικρατισμός νεοφι­λελεύθερου χαρακτήρα. Το κομματικό σύ­στημα αναλύεται απ' το πρίσμα του δικομμα­τισμού, παρά την κρίση ταυτότητας και των δύο πόλων του, και κυρίως του σοσιαλδημο­κρατικού, που έχει μεταλλαχθεί σε σοσιαλνεοφιλελεύθερο κόμμα.
Στην κοινωνιολογική ανάλυση το ταξικό κριτήριο σταθερά αγνοείται παρά την έντο­νη ταξική πόλωση, για τον καθορισμό της κοινωνικής θέσης απολυτοποιούνται τα κρι­τήρια του επαγγέλματος, του χαρακτήρα της εργασίας, της μόρφωσης κ.ο.κ. Ακραία έκφραση του αστικού ανορθολογισμού αποτε­λεί η αναγόρευση σε κύριο εχθρό της κοινω­νίας των «προνομιούχων» δημοσίων υπαλ­λήλων, των συνδικαλιστών, των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ από τους κεφαλαιού­χους στοχοποιούνται μόνο κάποιοι «κακοί» επιχειρηματίες.
Κυρίαρχη φιλοσοφική τάση αποτελεί ένας νεοφιλελεύθερος εμπειρισμός, που συ­στηματικά απολυτοποιεί το φαινόμενο, το αποσπασματικό, το τυχαίο, διαχωρίζοντάς το από την ουσία, γιατί έτσι εξυπηρετείται η χαρακτηριστική στη νεοφιλελεύθερη ανάλυ­ση στρέβλωση της πραγματικότητας.
Ο νεοφιλελευθερισμός, απολυτοποιώντας το ρόλο της ανθρώπινης φύσης, αρνείται το κριτήριο της συλλογικότητας στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων (Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άτομα»), εν­θαρρύνει τον υποκειμενισμό, την ατομικότη­τα, τη βουλησιαρχία (η ατομική και συλλογι­κή ιστορία διαμορφώνεται με τη δύναμη της βούλησης ανεξάρτητα από συνθήκες).
Μαρξισμός: μεγάλες δυνατότητες αντεπίθεσης. Επιβεβαίωση στην κρίση
Ο μαρξισμός ως ιδεολογία της εργατικής τά­ξης, παρά την προσπάθεια απαξίωσης του με την αξιοποίηση της ήττας του υπαρκτού σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήμα­τος και την εκτόπισή του από την εκπαίδευ­ση και τα ΜΜΕ, ευνοείται από τις σύγχρονες συνθήκες, γιατί οι αντιλήψεις του επιβεβαι­ώνονται εμφανώς, ενώ οι αντιλήψεις της κυ­ρίαρχης αστικής ιδεολογίας έρχονται σε συ­νεχώς εντονότερη δυσαρμονία με την πραγ­ματικότητα.
Η δήθεν αυτόματη ρύθμιση της αγοράς, η ανωτερότητα της ιδιωτικής επιχειρηματι­κότητας, ο περιορισμός της γραφειοκρατί­ας και οι δήθεν αδικαιολόγητα υψηλές δα­πάνες του κράτους πρόνοιας, διαψεύδονται μετ' επαίνων από την πραγματικότητα και η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης, δη­λαδή η ταύτιση των συμφερόντων της με τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, κλυδω­νίζεται. Η κρίση της δημιουργεί τη δυνατό­τητα να κατακτήσει ο μαρξισμός την ιδεολο­γική ηγεμονία και να εφοδιάσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα με τις απαιτού­μενες γνώσεις για την εκπόνηση της επανα­στατικής στρατηγικής και τακτικής, που θα οδηγήσει στην κομμουνιστική χειραφέτηση της κοινωνίας.
Η εργατική ηγεμονία δεν επιβάλλεται αυ­τόματα λόγω της κρίσης της αστικής ηγεμο­νίας, αλλά με αδυσώπητη ιδεολογική πάλη. Η ιδεολογία έχει γενικά ταξικό χαρακτήρα. Κα­θορίζεται από τη θέση μιας τάξης στην οικο­νομία και ιδίως από τη σχέση της με τα μέσα παραγωγής. Αποτελεί σύστημα ιδεών φιλοσο­φικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, ηθικών, που εκφράζουν τα συμφέροντα μιας τάξης με τη μορφή αξιών, κανόνων και ιστορι­κών καθηκόντων. Από ρεύματα αστικής σκέ­ψης (κυρίως το θετικισμό) θεωρείται ασύμβα­τη η συνύπαρξη στο ίδιο σύστημα ιδεών επι­στημονικών ερμηνειών και αξιών και απαιτεί­ται ο αυστηρός διαχωρισμός τους.
Επειδή η σοσιαλιστική ιδεολογία αναγνω­ρίζει τον ταξικό χαρακτήρα της (συμφέρο­ντα, αξίες, καθήκοντα) θεωρείται από αστι­κά ρεύματα φενακισμένη (ψευδής) συνείδη­ση των κοινωνικών φαινομένων. Στην περί­πτωση όμως της εργατικής τάξης, τα συμφέ­ροντα και οι αξίες που προβάλλει είναι ηθι­κή μορφή της κοινωνικής πραγματικότητας. Το ιδανικό της σοσιαλιστικής επανάστασης και του αγώνα για αυτήν αποτελεί αντικειμε­νική αναγκαιότητα για την αποτίναξη του κα­πιταλιστικού ζυγού. Γι' αυτό, το ταξικό κριτή­ριο για την ερμηνεία της κοινωνίας αποτελεί όρο για την εύρεση της αλήθειας (ποια τά­ξη συνδέεται με την πρόοδο και ποια με την αντίδραση) και όχι εμπόδιο.
Απεναντίας, η αστική ιδεολογία διαστρέ­φει την πραγματικότητα, προβάλλοντας ως αξία τη συνεργασία των τάξεων, τα αμοιβαία συμφέροντα, τη διατήρηση του καπιταλι­σμού. Στην περίπτωση αυτή το ταξικό κριτή­ριο άφευκτα πλαστογραφεί την αλήθεια, για­τί όρος κυριαρχίας της αστικής τάξης είναι η καλλιέργεια της αυταπάτης ότι υπηρετεί το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Μήπως και στα καθ' ημάς δεν εξαπατούν οι κυβερνώντες (σε όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις) το λαό προβάλλοντας την αξία του πατριωτισμού (σωτηρία της πατρίδας), ενώ στην πραγματι­κότητα διακονούν τα συμφέροντα των τοκο­γλύφων και φυσικά τα δικά τους;
Θυμόσοφο δείγμα της διαστροφής της κοι­νωνικής πραγματικότητας από την αστική ιδε­ολογία αποτελεί η ιστορία της πείνας του κ. Κόινερ (Μπέρτολτ Μπρεχτ): «Για τους άλλους δεν έχει τόση σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας». Όπερ μεθερμηνευόμενο: Το ταξικό κριτήριο απομακρύνει από το οπτικό πεδίο των καπιταλιστών τα αίτια της πείνας και τους τρόπους αντιμετώπισης της. Εκεί όμως που καταναλώνουν φαιά ουσία είναι στους τρό­πους που θα σκαρφιστούν (ψέματα, υποσχέσεις, φόβο ή το συνδυασμό τους), για να αποτρέψουν τους εργαζόμενους απ’ το ν’ αγωνίζονται για ν’ απαλλαχτούν απ’ την αιτία της δυστυχίας τους, τον καπιταλισμό.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *