25 Ιουλίου 2012

38 χρόνια από τη Μεταπολίτευση: Πτωχευμένη δημοκρατία

Γιώργος Κρεασίδης
 
Αντικατάσταση της δημοκρατίας
Η ΤΡΟΪΚΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ 24 ΙΟΥΛΙΟΥ
Μεθαύριο Τρίτη η είδηση δεν θα είναι η επέτειος της Μεταπολίτευσης, αλλά ο ερχομός της τρόικας στην Ελλάδα για να ελέγξει επιτόπου την πορεία εφαρμογής του Μνημονίου. Ίσως δεν φανταζόταν ο εκπρόσωπος του επιτρόπου της ΕΕ Όλι Ρεν όταν ανακοίνωνε την ημερομηνία, το βαθύ συμβολισμό για την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. Η σνγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου -Κουβέλη προετοιμάζεται εδώ και μέρες για αυτή την επίσκεψη, καθώς προσπαθεί να διασφαλίσει από τους εκπροσώπους της τρόικας μια θετική αξιολόγηση. Κάτι τέτοιο έχει διαμηνυθεί πως είναι η προϋπόθεση για να υπάρξει μια συζήτηση για παράταση δυο χρόνων στην περίοδο εφαρμογής των μέτρων που προβλέπουν τα μνημόνια για να αποδοθούν 11,5 δισ. στους δανειστές. Αυτό το παζάρι να δοθούν τα 11,5 δισ. μέχρι το 2016 αντί το 2014 είναι η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση που έχουν υποσχεθεί η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Η τρόικα από την άλλη με τις αλλεπάλληλες δηλώσεις των στελεχών της ΕΕ, του ΔΝΤ, κυβερνητικών παραγόντων της Γερμανίας, της Αυστρίας κ.ά. δημιουργεί βαρύ κλίμα. Η Ελλάδα με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις έχει ξεφύγει από τη μνημονιακή τροχιά, πρώτα πρέπει να δείξει έμπρακτα ότι θα εφαρμόσει τα μέτρα και μετά μπορεί να υπάρξει συζήτηση για τη διετή παράταση, όχι πριν το Σεπτέμβριο, πιθανά την επόμενη άνοιξη...
Η κυβέρνηση Σαμαρά απαντά με απόλυτη συμμόρφωση, εξαγγέλλοντας ήδη στις προγραμματικές δηλώσεις μπαράζ ιδιωτικοποιήσεων με χαρακτήρα ξεπουλήματος, φοροεπιδρομή, ενώ ετοιμάζεται και ένα γιουρούσι είσπραξης του χαρατσιού από τη ΔΕΗ. Δρομολογούνται πρωτοφανή μέτρα, όπως τα τεκμήρια διαβίωσης ως προϋπόθεση για το επίδομα ανεργίας. Δηλαδή η κυβέρνηση σαν άλλος κατοχικός μαυραγορίτης ζητά ο άνεργος να βγάλει στο σφυρί το αυτοκίνητο ή το σπίτι για να λάβει το πενιχρό βοήθημα λίγων μηνών... Παράλληλα, ο Σαμαράς αναλαμβάνει, κατά δήλωσή του, προσωπικά τη συρρίκνωση του Δημοσίου κατά 30%, κάτι που φυσικά δεν γίνεται με συγχωνεύσεις οργανισμών, αλλά με σαρωτική κατάργηση υπηρεσιών και μαζικές απολύσεις.
Αν και η νέα Βουλή θα συνέλθει σε ολομέλεια μόλις αύριο, η μνημονιακή κυβέρνηση νέας σύνθεσης, ενισχυμένη με το αριστερό δεκανίκι της ΔΗΜΑΡ, δείχνει ήδη φθαρμένη. Το σκηνικό με τους εκπροσώπους της τρόικας που δυσανασχετούν και τη συγκυβέρνηση που σπεύδει να εξαγγέλλει νέα βάρβαρα μέτρα, φέρνει ξανά στο προσκήνιο το διαβρωτικό για την αξιοπιστία και τη νομιμοποίηση του πολιτικού σκηνικού ερώτημα: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Η πορεία φθοράς για άλλη μια ακόμα μνημονιακή κυβέρνηση ξεκίνησε...
Ο σύγχρονος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός
Τελικά καθώς η συγκυβέρνηση αναζητά το νήμα της μνημονιακής πολιτικής από εκεί που το άφησε ο Παπαδήμος, αναρωτιέται κανείς γιατί έγιναν οι εκλογές. Καταρχάς, γιατί δεν γινόταν αλλιώς, καθώς η κυβέρνηση του δοτού τραπεζίτη είχε υποστεί μεγάλη πολιτική φθορά. Η δίδυμη κρίση σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τα «μπες βγες» του ΛΑΟΣ ήταν το επακόλουθο της συνέχειας σε μια πολιτική που η κοινωνία δεν άντεχε.
Οι εκλογές έγιναν σε μια κοινωνία που δέσποζε το αντιμνημονιακό αίσθημα, αλλά κυριαρχούσαν, κλονισμένα ίσως, ιδεολογήματα σημαντικά για την αστική κυριαρχία, όπως ο ατομισμός και ο ανταγωνισμός, ο ευρωπαϊσμός, οι ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτό επέτρεψε την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού με νέες εφεδρείες (ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή). Επέτρεψε επίσης και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, παρά τη μεγάλη φθορά του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων την εκ νέου πολιτική νομιμοποίηση της πολιτικής του Μνημονίου, με την αναβάθμιση του πολιτικού ερωτήματος από το «ναι ή όχι» στο Μνημόνιο, στο «ευρώ ή χάος» των δεύτερων εκλογών. Φυσικά αυτό είναι προϊόν φόβου, χωρίς κανένα θετικό όραμα και είναι εύθραυστο.
Η διαδικασία των εκλογικών αναμετρήσεων από την άλλη επέδρασε καταλυτικά ως διαδικασία ενσωμάτωσης της κοινωνικής αντίστασης στην πολιτική κυβερνήσεων - ΕΕ - ΔΝΤ. Αν και θα ήταν ανακρίβεια να υποστηρίξει κανείς ότι μετά τις 12 Φεβρουαρίου υπήρχε κοινωνική ανακωχή, ωστόσο ο κοινοβουλευτικός δρόμος για μια κυβερνητική εναλλαγή έμοιαζε ο πρόσφορος δρόμος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να εκφράσει αυτήν την επιλογή. Αυτός ο δρόμος σφράγισε και το πολιτικό πρόγραμμα, αφού οι όροι του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού επιβάλλουν μετριοπαθείς επιλογές με τον κυρίαρχο ρόλο των ΜΜΕ, αλλά και τη διαμόρφωση εκλογικών επιλογών ατομικά, έξω από συλλογικές διαδικασίες. Βέβαια και ο ίδιος ο χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ με τη σταθερή προσήλωση στην ΕΕ σαν το μόνο δυνατό πλαίσιο πολιτικής, αλλά την άρνηση της κοινωνικής σύγκρουσης με την αποκήρυξη των «μονομερών ενεργειών» έβαζε σαφή όρια στον ορίζοντα προσδοκιών πολιτικής αλλαγής.
Κάπως έτσι βρέθηκε η κοινωνία μουδιασμένη από το εκλογικό αποτέλεσμα, με τη συγκυβέρνηση να προσπαθεί να περάσει μέτρα μέσα στο κατακαλόκαιρο προτού σπάσει η ιδιόμορφη κοινωνική ανακωχή.
Αυτό όμως που είναι το πραγματικό όριο στην έκφραση μιας κοινωνικής βούλησης ενάντια στο Μνημόνιο και την πολιτική αυτή είναι η επιλογή του κεφαλαίου που έχει περιγραφεί ως «οικονομική διακυβέρνηση». Η αστική πολιτική μέσα στις συνθήκες της κρίσης και δεδομένο το συσχετισμό για το εργατικό κίνημα και τις δυνάμεις της Αριστεράς, ειδικά της κομμουνιστικής, έχει επενδύσει ιδεολογικά τις επιλογές της για να ρίξει τα βάρη της κρίσης στους εργαζόμενους με το μανδύα του μονόδρομου. Αυτό έχει σαν προέκταση και το ιδεολόγημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη βαρβαρότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, αλλά και ότι η εφαρμογή και υλοποίηση αυτών των επιλογών δεν είναι θέμα πολιτικό. Άρα νομιμοποιείται η ΕΕ και οι θεσμοί της, που είναι απρόσβλητοι από τη λαϊκή δυσαρέσκεια, διαμαρτυρία και ψήφο να αποφασίζουν. Και παραπέρα, νομιμοποιείται η υλοποίηση των πολιτικών επιλογών του κεφαλαίου από τεχνοκράτες, όπως ονομάζονται κομψά τα ανώτερα στελέχη τραπεζών και επιχειρήσεων και οι μάνατζερ που προστατευμένοι από το πολιτικό κόστος που εισπράττουν όσοι εκλέγονται κατά καιρούς, αναλαμβάνουν πολιτικές θέσεις είτε σε κυβερνήσεις έκτακτου χαρακτήρα και «ειδικού σκοπού» τύπου Μόντι και Παπαδήμου είτε σε τυπικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, όπως είναι η περίπτωση Στουρνάρα στην τρικομματική συγκυβέρνηση.
Αυτός ο προσανατολισμός είναι και μια ορισμένη απάντηση στην κρίση της πολιτικής, καθώς η υλοποίηση του «μονόδρομου» από όλες τις πολιτικές δυνάμεις εξουσίας εκφυλίζει στα μάτια της κοινωνίας την εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση και απαξιώνει την αστική δημοκρατία.
Το γεγονός ότι η επίσημη πολιτική έχει πάψει εδώ και καιρό να συνδέεται με την τσέπη του εργαζόμενου, έχει χάσει τη δυνατότητα να απευθύνεται στην καρδιά και έχει προσανατολιστεί στο μυαλό, αφού πρώτα του επιτεθεί με όπλα το φόβο και την άγνοια, συνδέεται με μια πολύ ουσιαστική πλευρά των επιλογών του κεφαλαίου στην εποχή της κρίσης.
Το κεφάλαιο μοιάζει αποφασισμένο να μην προσπαθήσει να περάσει τις επιλογές του μέσα από κοινωνικές συμμαχίες, δοκιμάζοντας να ενσωματώσει στο πρόγραμμα του τμήματα των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων, αφού πρώτα τα έχει κατακερματίσει και διχάσει, όπως έκανε σε παλιότερες εποχές.
Ο βασικός προσανατολισμός είναι η ολομέτωπη επίθεση στους εργαζόμενους και η ραγδαία προλεταριοποίηση στα μεσαία στρώματα. Γι' αυτό και κάθε κοινωνικό σκίρτημα αντιμετωπίζεται με κυνισμό, καταστολή και συκοφαντία. Πλευρές της κοινωνικής εξαθλίωσης που σοκάρουν, όπως η τραγωδία που ζουν χρόνια πάσχοντες και άτομα με αναπηρίες λόγω της κατάρρευσης του ΕΟΠΥΥ, ο ραγδαία αυξανόμενος αριθμών αυτοκτονιών, η μαζική ανεργία, αλλά και το εξίσου μαζικό φαινόμενο των απλήρωτων εργαζόμενων, η διάδοση της παραβατικής συμπεριφοράς, όλα αυτά είναι δεν είναι αποτέλεσμα προχειρότητας και αβλεψίας. Είναι επιλογές που δημιουργούν ένα κλίμα συλλογικού εκβιασμού. Είναι χαρακτηριστικό πώς λειτουργεί η μαζική ανεργία σαν καταλύτης για την επιβολή εργασιακών σχέσεων αδιανόητων πριν ακόμα και πριν από τρία με τέσσερα χρόνια.
Αυτό είναι το κοινωνικό περιβάλλον του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Πρόκειται για ένα συνδυασμό της πολιτικής αδιαλλαξίας στο κυβερνητικό επίπεδο, απέναντι σε κάθε διεκδίκηση και σε κάθε έκφραση οργής της κοινωνίας, με τη θωράκιση των αντιλαϊκών επιλογών στο επίπεδο του κράτους και των θεσμών. Έτσι για παράδειγμα το κίνημα ανυπακοής στα παράλογα διόδια ακόμα και για δρόμους που είναι υπό κατασκευή, πέρα από την αδιαλλαξία, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπο και με την ποινικοποίηση της δράσης του. Το φοιτητικό και πανεπιστημιακό κίνημα που αντιστεκόταν στην παράδοση του πανεπιστημίου στις επιχειρήσεις, βρίσκεται μέσα από το νόμο Διαμαντοπούλου αντιμέτωπο με τον εκβιασμό της οικονομικής ασφυξίας, στο βαθμό που δεν υποχωρήσει στην εφαρμογή όσων αυτός προβλέπει. Η αντίδραση στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών που προσφέρουν οι δήμοι και ειδικά της αποκομιδής των σκουπιδιών, έχει να αντιμετωπίσει την ουσιαστική χρεοκοπία της αυτοδιοίκησης μέσα από τον Καλλικράτη, που την καθιστά ανίκανη πια να ανταποκριθεί στις αρμοδιότητες της. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το γεγονός πως η μόνη κρατική υπηρεσία που βλέπει το προσωπικό της να αυξάνεται, τον εξοπλισμό της να ανανεώνεται και το κύρος της να περιφρουρείται, είναι φυσικά η Αστυνομία...
Δεν πρέπει να διαφεύγει βέβαια ότι αυτό είναι το έδαφος στο οποίο αναπτύσσεται και το σύγχρονο φασιστικό φαινόμενο που έβγαλε τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή από το περιθώριο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης η εμφάνιση και άνθιση του νεοφιλελευθερισμού συμβάδισε σχεδόν από τα πρώτα του βήματα με την εκ νέου μαζικοποίηση ρατσιστικών, φασιστικών και εθνικιστικών κομμάτων.
Σε μια κοινωνία ανταγωνισμού και ατομισμού, περιφρόνησης και ενοχοποίησης των θυμάτων των αντεργατικών επιλογών, ασυλίας της επιχειρηματικότητας και του πλούτου είτε νόμιμου είτε ξεπλυμένου, αποδοχή της βίας του ισχυρότερου, με την Αστυνομία και τη δικαιοσύνη στο πλευρό της εργοδοσίας όπως προχτές στη Χαλυβουργία, οι φασίστες δεν είναι παρά η ακραία έκφραση όλων αυτών. Απευθύνονται στα θύματα της μνημονιακής πολιτικής καλώντας τους να βρουν μια θέση στον ήλιο χτυπώντας τους πιο αδύνατους από τα άλλα θύματα, αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο το Μνημόνιο και την πολιτική του. Έτσι μπορούν να καλούν σε εκδίωξη των παιδιών των μεταναστών από τους παιδικούς σταθμούς, αλλά ούτε κατά διάνοια σε εκδίωξη αυτών που κλείνουν τους παιδικούς σταθμούς, κάνοντας περιζήτητες τις θέσεις σε αυτούς που απομένουν. Ή μπορούν να απαιτούν εκδίωξη των μεταναστών από τις δουλειές, αλλά για να δουλέψουν με όρους και μεροκάματο μετανάστη οι Έλληνες. Όχι όμως για αξιοπρεπείς αποδοχές που ίσως όμως θίξουν την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μπορούν ακόμη να διαιρούν τους εκπαιδευτικούς σε Έλληνες και ανθέλληνες, ώστε οι δεύτεροι να αδειάσουν τη γωνιά για δουλέψουν οι πρώτοι.
Σε αυτόν τον άγονο εμφύλιο νικητής δεν υπάρχει, είναι σαν μια μαζική αυτοχειρία που αφήνει στο απυρόβλητο τον φταίχτη της εξαθλίωσης, απέναντι στον οποίο το παιχνίδι της βίας είναι χαμένο από χέρι για κάθε ξεχωριστή ομάδα.
Σταθερός εχθρός βέβαια παραμένει το εργατικό κίνημα και η Αριστερά γιατί πρεσβεύουν την ενότητα και τη συλλογική διεκδίκηση από τον κόσμο του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ανοχή του φασισμού, αλλά σύμπτωμα του ανοιχτού δημοκρατικού ζητήματος της εποχής μας.
Κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώνεται η πραγματικότητα ενός διπλού και σύνθετου προβλήματος που αφορά το ζήτημα της εξουσίας και τη σχέση που έχει ο λαϊκός παράγοντας με αυτή. Υπάρχει το θέμα ενός σύγχρονου «εθνικού ζητήματος» που αφορά το έθνος κράτος όχι γενικά και αόριστα ως οντότητα, αλλά ως πεδίο της ταξικής αναμέτρησης, καθώς ο ταξικός συσχετισμός χτίζεται σε εθνική βάση κατά κύριο λόγο.
Σήμερα όμως, στην εποχή της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και των μνημονίων, υπάρχει το ερώτημα σε ποιο βαθμό υπάρχει ουσιαστική εξουσία στη χώρα. Φαινομενικά το πολιτικό προσωπικό και οι θεσμοί μοιάζουν απλοί διεκπεραιωτές των επιταγών των ιμπεριαλιστικών θεσμών, κυρίως του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Δεν έχουμε να κάνουμε όμως απλά με την εξάρτηση της Ελλάδας στις ισχυρότερες χώρες της ΕΕ, καθώς σε αυτές οι όροι του παιχνιδιού είναι παρόμοιοι. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι ήρθε στην εξουσία με γραμμή διαφοροποίησης από την κυρίαρχη πολιτική της Κομισιόν, ο σοσιαλιστής Ολάντ σύντομα υιοθέτησε τη λογική τους.
Σε ένα άλλο επίπεδο υπάρχει το πρόβλημα της λαϊκής κυριαρχίας. Το γεγονός ότι στην περίοδο της πλέον μακροχρόνιας φάσης πολιτικής σταθερότητας και λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού στην Ευρώπη, οι λαοί δεν μπορούν να αλλάξουν στο παραμικρό σχεδόν την εφαρμοζόμενη πολιτική, ό,τι και αν ψηφίζουν, όσο και αν κινητοποιηθούν. Και αυτό παρά το γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές αποδοκιμάζονται συχνά, αλλά και παρά τη μακρά παράδοση πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικών αγώνων.
Η αστική τάξη της Ελλάδας -και δεν είναι η μόνη- με ιστορία ωμότητας απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, δεν διστάζει να συμμαχεί σταθερά με το διεθνές κεφάλαιο και να υποβαθμίζει τους πολιτικούς της θεσμούς. Αρκεί να μένει σταθερή η κυριαρχία της.
Το κλειδί για τη μελέτη και την επίλυση του προβλήματος της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας στην εποχή του γερασμένου καπιταλισμού δεν είναι παρά η εργατική τάξη και η δυνατότητα της για αντικαπιταλιστικό αγώνα.
ΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
Δημοκρατία χωρίς ρήξη με το σύστημα δεν γίνεται
Το πρόβλημα της δημοκρατίας στην εποχής μας, πώς δηλαδή μπορεί η κοινωνία και η εργατική τάξη όχι απλώς να επηρεάσουν, αλλά και καθορίσουν τις εξελίξεις και τις πολιτικές επιλογές, είναι μια μεγάλη πρόκληση για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Αν δηλαδή ο κοινοβουλευτισμός και η σύγχρονη αστική δημοκρατία δημιουργούν συνθήκες που οι επιλογές της εξουσίας είναι απρόσιτες από το λαϊκό παράγοντα, τι πρέπει να διεκδικήσει το εργατικό κίνημα για να απαντήσει και στην πρόκληση του αστικού ολοκληρωτισμού που επιμένει πως το μάθημα της Μεταπολίτευσης είναι τελικά πως η δημοκρατία δεν δουλεύει, πως μας φταίει η «πολλή δημοκρατία»;
Πώς μπορεί να γίνει ένα βήμα παραπέρα από τον τρόπο που απάντησε ο ΣΥΡΙΖΑ και η ρεφορμιστική Αριστερά; Που εκπροσωπεί την ανάγκη για πολιτική αλλαγή (προκειμένου να βελτιωθεί η ζωή των εργαζομένων), αλλά με την αποδοχή του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους άλλους πυλώνες της εξουσίας του κεφαλαίου, το κράτος, την οικονομία κ.ά.;
Το δημοκρατικό πρόβλημα της εποχής μας απαιτεί τομή στη συμμετοχή του εργαζόμενου στην πολιτική. Μια τομή πέρα από την κοινοβουλευτική διαδικασία που περιορίζει την έκφραση της λαϊκής βούλησης με το αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα (μπόνους 50 βουλευτών, όριο 3% για είσοδο στη Βουλή κ.λπ.) και έχει παραχωρήσει ζωτικής σημασίας αποφάσεις σε μηχανισμούς και θεσμούς απρόσιτους στον λαϊκό παράγοντα.
Απαιτούνται θεσμοί του οργανωμένου λαού που θα ζητήσουν «όλη την εξουσία». Υπάρχει πλούσια παράδοση τόσο διεθνής (σοβιέτ, Παρισινή Κομμούνα) όσο και ελληνική (εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης του '21, ΠΕΕΑ στην κατοχή) αλλά υπάρχει και η επίσης πλούσια εμπειρία στις μέρες μας από δημοκρατικά οργανωμένους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες (δημοκρατικά πρωτοβάθμια σωματεία και επιτροπές αγώνα, φοιτητικό κίνημα, Κερατέα, κίνημα των πλατειών κ.λπ.).
Πέρα όμως από την τομή στη μορφή οργάνωσης της δημοκρατικής έκφρασης της κοινωνίας, απαιτείται και λογική ανατροπής. Δεν χρειάζονται μόνο νέοι θεσμοί, χρειάζεται και η κατάργηση θεσμών, η σύγκρουση με δομές.
Μπορεί να υπάρχει δημοκρατία όσο έχει αποφασιστικό ρόλο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (η Κομισιόν) σχεδόν σε κάθε ζήτημα που αφορά την κοινωνία; Μπορεί να υπάρχει ελεύθερη έκφραση και κοινωνική δράση με το πλέγμα που συνιστούν δικαστικό σώμα, κατασταλτικές δυνάμεις, μυστικές υπηρεσίες;
Παραπέρα, η απελευθέρωση της ενημέρωσης και της επικοινωνίας από τα επιχειρηματικά δεσμά είναι ξεκάθαρο πως είναι όρος για να μη χειραγωγείται η κοινωνία. Τέλος, δημοκρατία χωρίς να γίνεται καρικατούρα δεν μπορεί να υπάρξει όσο μένει εκτός της παραγωγής, έξω από το εργοστάσιο και τους χώρους δουλειάς. Βέβαια δεν μπορεί να υπάρχει αυταπάτη ότι βήματα τέτοιου είδους μπορεί να γίνουν με την κατάκτηση απλώς της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ότι θα τα κάνει για λογαριασμό της κοινωνίας μια φιλική, αριστερή κυβέρνηση. Δεν θα γίνουν χωρίς κοινωνική σύγκρουση και αυτό προϋποθέτει κίνημα λαού οργανωμένο και ιδεολογικά εξοπλισμένο. Η αστική τάξη δεν θα παραχωρήσει τίποτα από όσα στεριώνουν την εξουσία της, θα δώσει μάχη γι' αυτά. Αυτά καθιστούν την επαναστατική ανατροπή αναγκαία προϋπόθεση για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της κοινωνικής ζωής. Απαντώντας σε αυτές τις προκλήσεις είναι ίσως ώριμο να διαμορφωθεί από την αντικαπιταλιστική Αριστερά μια κίνηση για το δημοκρατικό ζήτημα. Μια κίνηση που θα ξεκινήσει καταρχάς τη συζήτηση για ένα χάρτη των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της εποχής μας και θα συμβάλλει με την ανάπτυξη πρωτοβουλιών στην ανάδειξη και υπεράσπιση τους. Μια τέτοια κίνηση, βασισμένη στη μαζική δράση, τον διάλογο, την αλληλεγγύη, την κοινή δράση με κάθε μαχόμενη κοινωνική δύναμη αλλά και την πολύμορφη πολεμική στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό του κεφαλαίου, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στον εξοπλισμό του εργατικού κινήματος.
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (22.7.2012)

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *