1. Οι
εκλογές της 17ης Ιουνίου αποτέλεσαν μία
κρίσιμη καμπή στη σκληρή αντιπαράθεση που διεξάγεται σήμερα στη ελληνική κοινωνία. Αποτύπωσαν τις
μεγάλες συγκρούσεις και διαιρέσεις που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία,
την ένταση της κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης ως αποτέλεσμα των
μνημονιακών πολιτικών και των μεγάλων εργατικών και λαϊκών αγώνων των
τελευταίων χρόνων, τις προσπάθειες ανασύνταξης του μνημονιακού μπλοκ
μετά την καταλυτική φθορά και απονομιμοποίηση που του είχε προκαλέσει το
λαϊκό κίνημα. Ωστόσο
το ρήγμα που άνοιξε ο λαϊκός ξεσηκωμός και που πήρε εκρηκτική μορφή στις εκλογές της 6ης Μάη εξακολουθεί να είναι ενεργό.
2. Η
ΝΔ κατάφερε να έχει την
πρώτη θέση συσπειρώνοντας ένα σημαντικό τμήμα του συντηρητικού χώρου. Βοηθήθηκε σε αυτό από τα
εκβιαστικά διλήμματα και την
ιδεολογική τρομοκρατία
που κυριάρχησαν στην προεκλογική περίοδο μέσα από την πλήρη
ευθυγράμμιση με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής
κεφαλαιοκρατίας και της ίδιας της Μέρκελ από τις σκανδαλώδεις και
απροκάλυπτες παρεμβάσεις των εκπροσώπων των ηγετικών καπιταλιστικών
χώρων υπέρ της ΝΔ. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση
η εκλογική επιτυχία της δεν σημαίνει θρίαμβο.
Αντίθετα, παρ’ όλη την πολλαπλή ενίσχυση που δέχτηκε δεν μπόρεσε να
περάσει το 30%, παραμένοντας σε ποσοστά χαμηλότερα από το ιστορικό
χαμηλό της του 2009. Μαζί με την επιβεβαίωση της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ
υπογραμμίζει τη
βαθιά κρίση των μνημονιακών κομμάτων.
3. Η πρωτιά της ΝΔ ανοίγει το δρόμο για τη συγκρότηση
κυβέρνησης με συμμετοχή ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ που
θα προσπαθήσει να περάσει ακόμα χειρότερα μέτρα σε βάρος των
εργαζόμενων. Μπορεί να μιλάνε για «επαναδιαπραγμάτευση» αλλά είναι σαφές
ότι πίσω απ’ το προσωπείο της «εθνικής σωτηρίας» θα είναι μια
κυβέρνηση μνημονιακή, βαθιά αντιδραστική, ιδιαίτερα αυταρχική, πλήρως συμμορφωμένη με τις απαιτήσεις κεφαλαίου – ΕΕ - ΔΝΤ, έτοιμη να εφαρμόσει περικοπές, απολύσεις, μειώσεις μισθών και ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
4. Παρά τη στήριξη που έχει από τις δυνάμεις του
κεφαλαίου, την Τρόικα και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και παρά τις δηλώσεις
Σαμαρά για «κυβέρνηση μακράς πνοής»,
η νέα κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση ασταθής, με αδυναμία μακροημέρευσης,
μια κυβέρνηση που σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη λαϊκή οργή, τους
εργατικούς και λαϊκούς αγώνες. Μια κυβέρνηση ακόμα πιο αδύναμη από τις
προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ και του Παπαδήμου. Γι αυτό άλλωστε και επεδίωξαν
και -τελικά εξασφάλισαν- και την συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην νέα
συγκυβέρνησή τους αναζητώντας ένα νέο “ροζ” δεκανίκι στην θέση του
φθαρμένου “μαύρου” του ΛΑΟΣ. Επιπλέον, σε πείσμα της ρητορείας περί
σύντομης επιστροφής στην «ανάπτυξη»,
η ίδια η πολιτική των Μνημονίων θα φέρνει όλο και πιο κοντά τη χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού, στο φόντο της
παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης αλλά και της ιδιαίτερης βαθιάς
κρίσης και αντιδραστικής μετάλλαξης της Ευρωζώνης και συνολικά της
ΕΕ. Θα εξακολουθεί να είναι μια
κυβέρνηση μεταβατική και υποθηκευμένη, με ημερομηνία λήξης που θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη του λαϊκού εργατικού κινήματος.
5. Σε όλη αυτή την περίοδο των δύο
εκλογικών αναμετρήσεων καταγράφηκε και μια μαζική στροφή προς τα
αριστερά, κύρια προς το ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας στην Αριστερά τα μεγαλύτερα
ποσοστά της από το 1958! Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ψηφοφόροι
γύρισαν την πλάτη στο «μαύρο μέτωπο του Μνημονίου», στα διλήμματα και
τους εκβιασμούς της κυρίαρχης τάξης και διάλεξαν να ψηφίσουν Αριστερά,
διαμορφώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά της στη μετεμφυλιακή ιστορία,
εκφράζει ελπιδοφόρες δυνατότητες. Δείχνει τη διάθεση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας για
απαλλαγή από τη λιτότητα και συνολικά την μνημονιακή λαίλαπα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς είναι
πρώτη δύναμη στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, στις παραγωγικές ηλικίες, στα αστικά κέντρα.
6. Η ουσιαστική διατήρηση των δυνάμεων της φασιστικής ακροδεξιάς «Χρυσής Αυγής» αποτελεί γεγονός αρνητικό για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά. Είναι αποτέλεσμα
της ακροδεξιάς πολιτικής που ακολούθησε ο Σαμαράς που,
όπως ο Σαρκοζί στην Γαλλία, υιοθέτησε όλα τα αντιδραστικά ρατσιστικά
ιδεολογήματα νομιμοποιώντας στην ουσία την δράση των νεοναζί.
Της πολιτικής του Βενιζέλου,
που ακόμα και μετά τους τραμπουκισμούς του Κασιδιάρη ενάντια στις
βουλευτίνες της Αριστεράς, δήλωνε ότι για την βία στην πολιτική δεν
φταίει η Χρυσή Αυγή αλλά η Αριστερά! Επιμένουμε στο δρόμο της αποκάλυψης
της εθνικιστικής δημαγωγίας των νέο - ναζί οι οποίοι ενώ υποκλίνονται
στο Ευρώ την ΕΕ και το ΝΑΤΟ δηλητηριάζουν τις σχέσεις του λαού της χώρας
μας με τις χώρες και τους λαούς της περιοχής, και που με το ρατσιστικό
τους δηλητήριο και τα πογκρόμ κατά των μεταναστών επιδιώκουν τον
αποπροσανατολισμό και διχασμό του λαϊκού και εργατικού κινήματος. Είναι
γνήσιο τέκνο του τερατώδους καπιταλισμού της εποχής μας,
της βαθιάς οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής κρίσης του και
αναπόσπαστο τμήμα των ευρύτερων μηχανισμών καταστολής του συστήματος.
Πρέπει να αποτελέσει μήνυμα προς όλη την Αριστερά, για την ανάγκη άμεσης
αποκάλυψης του αντιδραστικού, συστημικού, φιλοεργοδοτικού ρόλου της
Χρυσής Αυγής και αποφασιστικής αντιμετώπισής της με όρους κινήματος.
Ενωτικά κι αποφασιστικά να νικήσουμε τους φασίστες από κάθε γειτονιά στέλνοντάς τους στους υπονόμους της ιστορίας όπου ανήκουν!
7. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε, στη διάρκεια της
προεκλογικής περιόδου να απαντήσει στην ιδεολογική τρομοκρατία για το
ευρώ και τους υποτιθέμενους κινδύνους από «μονομερείς ενέργειες».
Επιμένοντας στον αριστερό ευρωπαϊσμό και κάνοντας το «ναι στο ευρώ»
κεντρικό σημείο της προεκλογικής γραμμή δεν μπορούσε να απαντήσει στη
ιδεολογική τρομοκρατία της άρχουσας τάξης και άφησε την προεκλογική
αντιπαράθεση να μετατοπιστεί σε πεδία πιο ευνοϊκά για τις δυνάμεις του
συστήματος. Αντίθετα, το πρόγραμμά του διαρκώς διολίσθαινε σε μια
πρόταση «επαναδιαπραγμάτευσης» εντός των ορίων των δανειακών συμβάσεων και του ευρώ,
όρια που έθετε η αστική τάξη μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη.
Έτσι δεν άνοιγε το δρόμο ούτε για την άμεση ανακούφιση των λαϊκών
τάξεων, ούτε εξέφραζε τη διάθεση του κόσμου του αγώνα, για μεγάλες
ανατροπές.
Οι «ρεαλισμοί» της ηγεσίας του που έφτασαν
να δίνουν όρκους πίστης στο ευρώ, στο πρωτογενές πλεόνασμα του
προϋπολογισμού ακόμα και στην «ψυχραιμία» της Αστυνομίας (!),
αποδείχτηκαν ανεπαρκείς ακόμα και στο εκλογικό επίπεδο. Και σίγουρα
δεν
συμβαδίζουν με την αγωνιστική και ριζοσπαστική αναζήτηση μεγάλου μέρους
των ψηφοφόρων του, που θέλει την Αριστερά δύναμη στήριξης και ανάπτυξης
των αγώνων για να ανατρέψουμε την πολιτική λεηλασίας και
καταστροφής της κυβέρνησης Σαμαρά και όχι στον ρόλο μιας «υπεύθυνης
αντιπολίτευσης» που θα περιμένει ήρεμα να φθαρεί η νέα κυβέρνηση με
στόχο να την διαδεχτεί. Η
πολιτική λογική του, ούτε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ούτε τώρα ως «υπεύθυνη αντιπολίτευση»,
δεν
συμβάλλει στις προϋποθέσεις συγκρότησης ενός ευρύτατου
κοινωνικού-πολιτικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης των
μνημονιακών και αστικών δυνάμεων. Γιατί χωρίς ριζοσπαστικό
πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής και χωρίς οργανωμένο λαό και ισχυρό ταξικό
εργατικό κίνημα δεν μπορεί ούτε να ανακοπεί η επίθεση ούτε να
διεκδικηθεί νικηφόρα η εξουσία.
8. Η εκλογική πτώση του ΚΚΕ, δεν αποτελεί θετικό γεγονός για το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Είναι, ωστόσο,
αποτέλεσμα, τόσο της στρατηγικής του φυσιογνωμίας, όσο και της πολιτικής του.
Η ταχτική του σεχταρισμού και της καταγγελίας κομματιών του κινήματος, η
ηττοπάθεια, η παραπομπή των αναγκαίων αντικαπιταλιστικών στόχων
ανατροπής της αντεργατικής επίθεσης, στο ακαθόριστο μέλλον της «λαϊκής
εξουσίας», η αντίληψη ότι όλα τα ζητήματα που δίχασαν την κοινωνία
(μνημόνιο, ευρώ) είναι «ψευτοδιλήμματα» χωρίς να «σηκώνει το γάντι» της
ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο στο σήμερα – μια
ηττοπαθής ουσιαστικά πολιτική, η επιλογή μιας διασπαστικής τακτικής σε
κρίσιμους αγώνες, η άρνηση της κοινής δράσης της Αριστεράς, η εχθρική
του στάση απέναντι σε μεγάλες στιγμές του λαϊκού ξεσηκωμού συντέλεσαν σε
αυτό το αποτέλεσμα. Σήμερα
το ζητούμενο για όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς και για το ΚΚΕ είναι η συμβολή τους στους μεγάλους ενωτικούς αγώνες του λαϊκού κινήματος
και το αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα που απαιτεί η εποχή μας.
9. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε μεγάλες απώλειες ψήφων σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάη,
ένα αρνητικό αποτέλεσμα που σε αντίθεση με τη σημαντική άνοδο των
εκλογών του Μάη μας επιστρέφει στα επίπεδα του 2009. Μπορεί η εκλογική
πόλωση να οδήγησε χιλιάδες ψηφοφόρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αλλά και του ΚΚΕ και
άλλων δυνάμεων της Αριστεράς) να δώσουν μια κριτική ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ,
όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έδωσαν την συγκατάθεσή τους για μια «υπεύθυνη
αντιπολίτευση».
Μαζί έχουμε να οργανώσουμε τις μάχες της επόμενης μέρας, στις οποίες ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολύτιμος. Ευχαριστούμε τις χιλιάδες
αγωνίστριες και αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έδωσαν ένα μεγάλο και δύσκολο αγώνα
στην προεκλογική περίοδο, αποφεύγοντας τη λογική του ενδοαριστερού
εμφυλίου και επιμένοντας στην προβολή του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού
προγράμματος πάλης, στην κατεύθυνση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και
ανατροπής, στην προβολή της ανάγκης κλιμάκωσης του αγώνα.
Ήταν η
μόνη δύναμη που επέμεινε ότι η έξοδος από ευρώ και ΕΕ, η διαγραφή του
χρέους, οι εθνικοποιήσεις, ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος μπορούν να
αποτελέσουν τη βάση και για την άμεση ανακούφιση του λαού και για την
ανατροπή. Βοήθησε πολλούς εργατικούς χώρους να έχουν στη βάση
μια συλλογικότητα γύρω από αυτές τις διεκδικήσεις. Επιμένει στην ενωτική
κοινή δράση για την υλοποίηση των στόχων του εργατικού κινήματος.
Για αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια παρουσία καταλυτική για το μέλλον των αγώνων μας που χρειάζεται να ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο. Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πια κατοχυρωθεί ως μια κρίσιμη πολιτική δύναμη της
Αριστεράς, με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και σημαντική κινηματική
προσφορά. Ανοιχτήκαμε σε χιλιάδες ανθρώπους και έχουμε τη βάση για
αναβαθμισμένη πολιτική και κινηματική εξόρμηση.
Ωστόσο, πρέπει να μας απασχολήσει όλους, με πνεύμα βαθιά αυτοκριτικό, γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα.